Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (4.1-4.28)


4. ΝΟΜΕΙΣ


ΒΑΤΤΟΣ
Εἰπέ μοι, ὦ Κορύδων, τίνος αἱ βόες; ἦ ῥα Φιλώνδα;
ΚΟΡΥΔΩΝ
οὔκ, ἀλλ᾽ Αἴγωνος· βόσκειν δέ μοι αὐτὰς ἔδωκεν.
ΒΑ. ἦ πᾴ ψε κρύβδαν τὰ ποθέσπερα πάσας ἀμέλγες;
ΚΟ. ἀλλ᾽ ὁ γέρων ὑφίητι τὰ μοσχία κἠμὲ φυλάσσει.
5 ΒΑ. αὐτὸς δ᾽ ἐς τίν᾽ ἄφαντος ὁ βουκόλος ᾤχετο χώραν;
ΚΟ. οὐκ ἄκουσας; ἄγων νιν ἐπ᾽ Ἀλφεὸν ᾤχετο Μίλων.
ΒΑ. καὶ πόκα τῆνος ἔλαιον ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὀπώπει;
ΚΟ. φαντί νιν Ἡρακλῇ βίην καὶ κάρτος ἐρίσδειν.
ΒΑ. κἤμ᾽ ἔφαθ᾽ ἁ μάτηρ Πολυδεύκεος ἦμεν ἀμείνω.
10 ΚΟ. κᾤχετ᾽ ἔχων σκαπάναν τε καὶ εἴκατι τουτόθε μῆλα.
ΒΑ. πείσαι κα Μίλων καὶ τὼς λύκος αὐτίκα λυσσῆν.
ΚΟ. ταὶ δαμάλαι δ᾽ αὐτὸν μυκώμεναι αἵδε ποθεῦντι.
ΒΑ. δείλαιαί γ᾽ αὗται, τὸν βουκόλον ὡς κακὸν εὗρον.
ΚΟ. ἦ μὰν δείλαιαί γε, καὶ οὐκέτι λῶντι νέμεσθαι.
15 ΒΑ. τήνας μὲν δή τοι τᾶς πόρτιος αὐτὰ λέλειπται
τὠστία. μὴ πρῶκας σιτίζεται ὥσπερ ὁ τέττιξ;
ΚΟ. οὐ Δᾶν, ἀλλ᾽ ὅκα μέν νιν ἐπ᾽ Αἰσάροιο νομεύω
καὶ μαλακῶ χόρτοιο καλὰν κώμυθα δίδωμι,
ἄλλοκα δὲ σκαίρει τὸ βαθύσκιον ἀμφὶ Λάτυμνον.
20 ΒΑ. λεπτὸς μὰν χὠ ταῦρος ὁ πυρρίχος. αἴθε λάχοιεν
τοὶ τῶ Λαμπριάδα, τοὶ δαμόται ὅκκα θύωντι
τᾷ Ἥρᾳ, τοιόνδε· κακοχράσμων γὰρ ὁ δᾶμος.
ΚΟ. καὶ μὰν ἐς στομάλιμνον ἐλαύνεται ἔς τε τὰ Φύσκω,
καὶ ποτὶ τὸν Νήαιθον, ὅπᾳ καλὰ πάντα φύοντι,
25 αἰγίπυρος καὶ κνύζα καὶ εὐώδης μελίτεια.
ΒΑ. φεῦ φεῦ βασεῦνται καὶ ταὶ βόες, ὦ τάλαν Αἴγων,
εἰς Ἀίδαν, ὅκα καὶ τὺ κακᾶς ἠράσσαο νίκας,
χἀ σῦριγξ εὐρῶτι παλύνεται, ἅν ποκ᾽ ἐπάξα.


4. ΝΟΜΕΙΣ: ΒΑΤΤΟΣ ΚΑΙ ΚΟΡΥΔΩΝ


ΒΑΤΤΟΣ
Οι αγελάδες που θωρώ μην είναι του Φιλώνδα;
ΚΟΡΥΔΩΝ
Δεν είναι· είναι του Αίγωνα· μ᾽ άφησε να τις βόσκω.
ΒΑΤ. Μήπως κρυφά και κλέφτικα το βράδυ τις αρμέγεις;
ΚΟΡ. Τι λες! ο γέρος έρχεται και βάζει τα μοσχάρια
στη μάνα να βυζάξουνε και με προσέχει εμένα.
5ΒΑΤ. Και σε ποιά χώραν άφαντος επήγεν ο βουκόλος;
ΚΟΡ. Δεν τα ᾽μαθες; στον Αλφειό μαζί του τον επήρεν
ο Μίλων. ΒΑΤ. Μπα; και πότε αυτός στα μάτια του είδε λάδι;
ΚΟΡ. Μα λένε πως στη δύναμη τον Ηρακλή περνάει.
ΒΑΤ. Και μένα μ᾽ είπε η μάνα μου κι από τον Πολυδεύκη
10πιο δυνατό. ΚΟΡ. Κι επήγε εκεί μ᾽ ένα σκεπάρνι· πήρε
μαζί του είκοσι πρόβατα. ΒΑΤ. Αν είν᾽ αλήθεια τούτα,
ο Μίλων τότε θα μπορεί και λύκους να λυσσάξει.
ΚΟΡ. Κι εδώ οι δαμαλοπούλες του με μουγκρητά τον κράζουν.
ΒΑΤ. Κακός βοσκός τις έλαχε· δυστυχισμένες που ᾽ναι!
ΚΟΡ. Αλήθεια· κι ούτε θέλουνε σαν πρώτα να βοσκήσουν.
15ΒΑΤ. Κείνης εκεί, τα κόκαλα, της έχουν απομείνει.
Μην τρέφεται σαν τζίτζικας με τη δροσιά μονάχα;
ΚΟΡ. Καθόλου· χόρτο μαλακό δεμάτια την ταΐζω·
κι άλλοτε πάλι τη βοσκώ στις όχτες του Αισάρου,
κι άλλοτε στο βαθύσκιωτο Λάτυμνο τηνε φέρνω.
20ΒΑΤ. Αδύνατος είναι κι αυτός ο κόκκινος ο ταύρος·
Τέτοιος είθε να λάχαινε στο δήμο του Λαμπρέα
στην Ήρα να τον σφάξουνε· τι είναι κακός ο δήμος.
ΚΟΡ. Κι όμως τον φέρνω πάντοτε στο λιμνοθαλασσάκι,
στου Φύσκου τη ριζοβουνιά, στου Νήαιθου τις όχτες,
που όλα καλά φυτρώνουνε κι όλα καλά βλαστάνουν,
φυτρώνει γιδοβότανο και κονυζός κι εκείνο
25τ᾽ όμορφο μελισσόχορτο το μοσχομυρωδάτο.
ΒΑΤ. Αλλοίμονό σου, Αίγωνα! εσύ γυρεύεις νίκες
και τα φτωχά τα βόδια σου τραβούν κατά τον Άδη,
και τη φλογέρα που ᾽κανες σκουριά την περιζώνει.