Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας (526-567)


ΑΓ. οὕτως γένοιτο. τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω,
πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις,
τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονος·
ὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει, μᾶλλον θεοῦ
530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ ὑπέρτερον,
μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳ
Διός· τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου
βλάστημα καλλίπρῳρον, ἀνδρόπαις ἀνήρ.
στείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων,
535 ὥρας φυούσης, ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ.
ὁ δ᾽ ὠμόν, οὔτι παρθένων ἐπώνυμον,
537 φρόνημα, γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων, προσίσταται
547 Παρθενοπαῖος Ἀρκάς· ὁ δὲ τοιόσδ᾽ ἀνὴρ
548 μέτοικος, Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς τροφάς.
549 [πύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός]
545 ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχην,
546 μακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρον.
538 οὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαις·
τὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ
540 σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι,
Σφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένην
γόμφοις ἐνώμα, λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμας,
φέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕνα,
ὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη.
550 ΕΤ. εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν,
αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασιν·
ἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατο.
ἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽, ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδα,
ἀνὴρ ἄκομπος, χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον,
555 Ἄκτωρ, ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένου·
ὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερ
εἴσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακά,
οὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκος
[εἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος]
560 ἔξωθεν εἴσω. τῷ φέροντι μέμψεται,
πυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸ πτόλιν.
θεῶν θελόντων κἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ.

ΧΟ. ἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέων, [στρ. γ]
τριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται·
565 μεγάλα μεγαληγόρων κλύοντες
ἀνοσίων ἀνδρῶν, εἰ θεοὶ θεοί,
τούσδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ.


ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Ο θεός να δώσει· κι έρχομαι στον πέμπτο τώρα
που τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύλη,
στου Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμα·
κι ομώνει στο κοντάρι αυτός, πὄχει στο χέρι
και που με πίστη το τιμά κι απ᾽ το θεό του
530κι από το φως του πιότερο, πως θα κουρσέψει
την πόλη των Καδμείων και στου Δία το πείσμα.
Έτσι μιλάει κι αυτός, ωριόκορμο βλαστάρι
από βουνίσια μάνα, αντρόπαιδο λεβέντης,
που ότι και ξεμυτάει στο μάγουλό του τ᾽ άνθος,
535σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ᾽ η νιότη αδρύνει.
Κι όμως μ᾽ άγριαν ορμή, που διόλου δεν ταιριάζει
με το παρθενικό όνομά του, και με κάτι
μάτια που βγάζουν σπίθες, καταδώ ζυγώνει
ο Αρκαδηνός Παρθενοπαίος· που ενώ είναι ξένος,
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής του
να ξεπλερώσει στο Άργος· κι ήρθε, φαίνεται, όχι
να εμπορευτεί τον πόλεμο, κι ουδέ το δρόμο
το μακρινό που διάβηκε, να τον ντροπιάσει.
Κι ακόμπαστος κι αυτός στις πύλες μπρος δε στέκει·
γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνω
στη χάλκινή του ασπίδα, σκέπη του κορμιού του,
540στριφογυρνούσε: καρφωτή με τέχνη εικόνα
ξώκρουστη, φανταχτή, της ωμοφάγας Σφίγγας
μ᾽ έναν κάτω απ᾽ τα νύχια της απ᾽ τους Καδμείους,
που επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
550Να ᾽ταν απ᾽ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαν
των λογισμών των, και να χάνονταν πανάθλια
μαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές των.
Μα και γι᾽ αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ᾽ ένας
με δίχως κομπασμούς, μα που η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνει — ο Άχτορας, αδερφός τ᾽ άλλου
που είπαμε πριν· που δε θ᾽ αφήσει έτσι μια γλώσσα
δίχως φράχτες να πλημμυρήσει μες στα κάστρα
για να πληθύνει συμφορές, ούτε και νά ᾽μπει
στην πόλη εκείνος, πὄχει την εικόνα τ᾽ άγριου
και μισητού θεριού σ᾽ εχθρικιά ασπίδα επάνω·
560μ᾽ απ᾽ όξω αυτή, παράπονα μαζί του θα ᾽χει,
όταν θα τρώει πυκνές κρουξιές κάτω απ᾽ την πόλη.
Και πρώτα ο θεός, πιστεύω πως δε θά ᾽βγω ψεύτης.

ΧΟΡΟΣ
Περνάει ο φόβος μες στα στήθια μου
κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες
ν᾽ ακούω τα μεγάλα λόγια των,
που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα.
Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί
σ᾽ αυτό το χώμα.