ΦΙΛ. Τί παθαίνετ᾽, ω χέρια μου, που τώρα
σας έλειψε η νευρά σας και πιασμένα
στην εξουσία του σας κρατά ένας τέτοιος;
Ω που δεν έχεις μέσα σου μα ούτε ίχνος
ντροπής μήτ᾽ ανθρωπιάς, πώς έτσι πάλι
με γέλασες; πώς μ᾽ έπιασες στα βρόχια
πίσω από τούτο το παιδί κρυμμένος
που δε γνώριζα εγώ, μα πού ηταν άξιο
για μένα, όσο δεν άξιζε για σένα,
που άλλο δεν ήξερε παρά να κάνει
1010ό,τι του πρόσταξαν και που και τώρα,
το βλέπεις, το τί πόνο δοκιμάζει
για ό,τι έχει φταίξει αυτός κι εγώ έχω πάθει;
Μα εσένα η μαύρη σου ψυχή, που πάντα
στήνει καρτέρια ᾽π᾽ τις γωνιές, τον είχε
καλ᾽ από πριν δασκαλεμένο, να ᾽ναι,
παρά το φυσικό του κι άθελά του,
σοφός στο κακό. Και τώρα, τρισάθλιε,
λες και καλά δετό να με σηκώσεις
απ᾽ αυτούς τους γιαλούς, που άλλοτε μέ ειχες
παραπετάξει δίχως φίλους, έρμο,
δίχως πατρίδα, ζωντανό νεκρό;
Στ᾽ ανάθεμα να πας! μ᾽ αχ, τί ωφελεί
που έτσι μύριες φορές σού καταριούμαι,
1020αφού οι θεοί δε δίνουνε σε μένα
καμιά χαρά· συ ζεις και βασιλεύεις,
μα εμένα αυτό ίσα-ίσα με σκοτώνει,
που ζω, μα μέσα σ᾽ όλα τα μαρτύρια
του κόσμου, ο μαύρος· για να με γελάτε
εσύ κι οι δυο σου οι στρατηγοί, οι Ατρείδες,
που σ᾽ όλα αυτά τών είσαι ο υπηρέτης·
αν και με δόλο εσένα και με βία
σ᾽ ανάγκασαν μαζί των να εκστρατεύσεις,
ενώ εμένα, που πρόθυμος εκείνους
ακλούθησα με στόλο εφτά καράβια,
άτιμα εδώ με πέταξαν, καθώς
το λες εσύ και αυτοί το λεν για σένα.
Και τώρα τί με θέτε; ποιός ο λόγος
να με σηκώνετ᾽ απ᾽ εδώ; που εγώ ειμαι
1030τίποτα πια κι έχω για σας πεθάνει
από καιρό. Πώς, θεομισημένε,
τώρα δεν είμαι πια χωλός, δε βγάζω
βρώμ᾽ ανυπόφορη; πώς θα μπορείτε,
αν έρθω εκεί, να κάνετε θυσίες
στους θεούς και τις άλλες προσφορές σας;
Γιατ᾽ αυτή ᾽χες την πρόφαση, να βγάλεις
εμέν᾽ από τη μέση· ω να χαθείτε!
και θα χαθείτε, δίχως άλλο, αφού έτσι
μ᾽ αδικήσατε, αν οι θεοί φροντίζουν
για το δίκιο· και ξέρω πως φροντίζουν.
Γιατί δε θα κινούσατε ποτέ
να ᾽ρθείτ᾽ εδώ για ένα συφοριασμένο,
αν κάποιο δε σας έσπρωχνε για μένα
θεϊκό κεντρί. Μα ω πατρική μου χώρα,
1040ω θεοί, που από ψηλά τα βλέπετ᾽ όλα,
εκδικηθείτε μια φορά επιτέλους,
εκδικηθείτε όλους αυτούς, αν κάποια
φυλάτε και για μένα ψυχοπόνια,
που άθλια βέβαια ζω, μα αν θα ᾽βλεπα
να ᾽χαν αυτοί χαθεί, θα μου φαινόνταν
πως γιατρεύτηκ᾽ απ᾽ όλα τα δεινά μου.
|