ΧΟΡ. Τί κάνομε; από σένα, βασιλιά μας,
ν᾽ αποφασίσεις αν θα φεύγομ᾽ έτσι
ή αν όπως σε παρακαλεί θα κάμεις.
ΝΕΟ. Νιώθω μια τρομερή γι᾽ αυτόν συμπόνια
κι όχι τώρα μονάχα, μ᾽ από πρώτα.
ΦΙΛ. Σπλαχνίσου με και μην αφήσεις τέτοια
στ᾽ όνομά σου ντροπή, πως μ᾽ έχεις κλέψει.
ΝΕΟ. Αχ, τί να κάμω; ανάθεμα την ώρα
πὄφευγ᾽ από τη Σκύρο· γιατί τέτοια
970δε θα ᾽παιρνα ποτέ μου στενοχώρια.
ΦΙΛ. Εσύ κακός δεν είσαι, μ᾽ από ανθρώπους
ήρθες βέβαια κακούς δασκαλεμένος
σ᾽ αυτές τις ατιμίες· μ᾽ άφηνέ τις
σ᾽ άλλους που τους ταιριάζουνε και φεύγα,
αφού μ᾽ αφήσεις τα όπλα μου σε μένα.
ΝΕΟ. Τί να κάμομε, φίλοι; ΟΔΥ. Τί πας, άθλιε
των αθλίων, να κάμεις; δώσ᾽ μου εμένα
ευθύς τα τόξ᾽ αυτά και τράβα πίσω.
ΦΙΛ. Συφορά μου, ποιός είν᾽ αυτός; δεν είναι
ο Οδυσσέας π᾽ ακούω; ΟΔΥ. Ναι, ο Οδυσσέας,
κατάλαβέ το, εγώ που βλέπεις μπρος σου.
ΦΙΛ. Οϊμέ, πουλήθηκα και πάω χαμένος,
αυτός είναι λοιπόν που μ᾽ έχει πιάσει
και μου στέρησε τα όπλα μου. ΟΔΥ. Εγώ ο ίδιος
σα θες να ξέρεις και κανένας άλλος,
980το ᾽μολογώ. ΦΙΛ. Δώσ᾽ μου, παιδί μου, δώσ᾽ μου
τα τόξα πίσω. ΟΔΥ. Αυτό κι αν θέλει ακόμα
ποτέ δε θα το κάμει· μα και συ ο ίδιος
πρέπει να ᾽ρθεις μαζί μ᾽ αυτά· ειδεμή,
θα σε πάρουν και με τη βία. ΦΙΛ. Εμένα;
Ξεδιάντροπε, κακούργε των κακούργων,
εμέν᾽ αυτοί θα πάρουν με τη βία;
ΟΔΥ. Αν δεν ερθείς με το καλό. ΦΙΛ. Ω χώρα
της Λήμνου, ω φοβερές φωτιές του Ηφαίστου,
μα είναι να το βαστάξετε, αν με πάρει
δια της βίας αυτός απ᾽ τα δικά σας;
ΟΔΥ. Ο Δίας, αν θες να ξέρεις, είν᾽ ο Δίας
ο κύριος αυτής της χώρας, που έτσι
τ᾽ αποφάσισε· εγώ το θέλημά του
990απλώς υπηρετώ. ΦΙΛ. Καταραμένε,
τί κάθεται και κατεβάζει ο νους σου·
τους θεούς παίρνεις πρόφαση και κάνεις
τους θεούς ψεύτες. ΟΔΥ. Όχι, αληθινούς,
και, θες δε θες, το δρόμο αυτό θα πάρεις.
ΦΙΛ. Αυτό δε θενα γίνει. ΟΔΥ. Αυτό θα γίνει
και πάρ᾽ το απόφαση. ΦΙΛ. Δυστυχισμένος
εγώ· τότε λοιπόν φαίνεται δούλους
μας έφερ᾽ ο πατέρας μας στον κόσμο
και λεύτερους καθόλου. ΟΔΥ. Όχι, αλλά ίσους
με τους πρώτους τούς ήρωες, που μαζί των
είναι γραφτό την Τροία να κυριεύσεις
και κατασκάψεις με τη δύναμή σου.
ΦΙΛ. Ποτέ, κι αν πρέπει ό,τι κακό να πάθω,
όσο που θα πατώ σ᾽ αυτό εδώ πάνω
1000το ψηλό το γκρεμνό. ΟΔΥ. Τί λες να κάμεις;
ΦΙΛ. Θα πέσω από το βράχο ευτύς και κάτω
στους βράχους το κεφάλι μου θα σπάσω.
ΟΔΥ. Κρατήστε τον εσείς, να μην το κάμει.
|