Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Ἠθικὰ Νικομάχεια (1172b-1173a)
[II] Εὔδοξος μὲν οὖν τὴν ἡδονὴν τἀγαθὸν ᾤετ᾽ εἶναι διὰ τὸ πάνθ᾽ ὁρᾶν ἐφιέμενα αὐτῆς, καὶ ἔλλογα καὶ ἄλογα, ἐν πᾶσι δ᾽ εἶναι τὸ αἱρετὸν τὸ ἐπιεικές, καὶ τὸ μάλιστα κράτιστον· τὸ δὴ πάντ᾽ ἐπὶ ταὐτὸ φέρεσθαι μηνύειν ὡς πᾶσι τοῦτο ἄριστον ὄν (ἕκαστον γὰρ τὸ αὑτῷ ἀγαθὸν εὑρίσκειν, ὥσπερ καὶ τροφήν), τὸ δὲ πᾶσιν ἀγαθόν, καὶ οὗ πάντ᾽ ἐφίεται, τἀγαθὸν εἶναι. ἐπιστεύοντο δ᾽ οἱ λόγοι διὰ τὴν τοῦ ἤθους ἀρετὴν μᾶλλον ἢ δι᾽ αὑτούς· διαφερόντως γὰρ ἐδόκει σώφρων εἶναι· οὐ δὴ ὡς φίλος τῆς ἡδονῆς ἐδόκει ταῦτα λέγειν, ἀλλ᾽ οὕτως ἔχειν κατ᾽ ἀλήθειαν. οὐχ ἧττον δ᾽ ᾤετ᾽ εἶναι φανερὸν ἐκ τοῦ ἐναντίου· τὴν γὰρ λύπην καθ᾽ αὑτὸ πᾶσι φευκτὸν εἶναι, ὁμοίως δὴ τοὐναντίον αἱρετόν· μάλιστα δ᾽ εἶναι αἱρετὸν ὃ μὴ δι᾽ ἕτερον μηδ᾽ ἑτέρου χάριν αἱρούμεθα· τοιοῦτο δ᾽ ὁμολογουμένως εἶναι τὴν ἡδονήν· οὐδένα γὰρ ἐπερωτᾶν τίνος ἕνεκα ἥδεται, ὡς καθ᾽ αὑτὴν οὖσαν αἱρετὴν τὴν ἡδονήν. προστιθεμένην τε ὁτῳοῦν τῶν ἀγαθῶν αἱρετώτερον ποιεῖν, οἷον τῷ δικαιοπραγεῖν καὶ σωφρονεῖν, αὔξεσθαι δὲ τὸ ἀγαθὸν αὑτῷ. ἔοικε δὴ οὗτός γε ὁ λόγος τῶν ἀγαθῶν αὐτὴν ἀποφαίνειν, καὶ οὐδὲν μᾶλλον ἑτέρου· πᾶν γὰρ μεθ᾽ ἑτέρου ἀγαθοῦ αἱρετώτερον ἢ μονούμενον. τοιούτῳ δὴ λόγῳ καὶ Πλάτων ἀναιρεῖ ὅτι οὐκ ἔστιν ἡδονὴ τἀγαθόν· αἱρετώτερον γὰρ εἶναι τὸν ἡδὺν βίον μετὰ φρονήσεως ἢ χωρίς, εἰ δὲ τὸ μικτὸν κρεῖττον, οὐκ εἶναι τὴν ἡδονὴν τἀγαθόν· οὐδενὸς γὰρ προστεθέντος αὐτῷ τἀγαθὸν αἱρετώτερον γίνεσθαι. δῆλον δ᾽ ὡς οὐδ᾽ ἄλλο οὐδὲν τἀγαθὸν ἂν εἴη, ὃ μετά τινος τῶν καθ᾽ αὑτὸ ἀγαθῶν αἱρετώτερον γίνεται. τί οὖν ἐστὶ τοιοῦτον, οὗ καὶ ἡμεῖς κοινωνοῦμεν; τοιοῦτον γὰρ ἐπιζητεῖται. οἱ δ᾽ ἐνιστάμενοι ὡς οὐκ ἀγαθὸν οὗ πάντ᾽ ἐφίεται, μὴ οὐθὲν λέγουσιν. ἃ [1173a] γὰρ πᾶσι δοκεῖ, ταῦτ᾽ εἶναί φαμεν· ὁ δ᾽ ἀναιρῶν ταύτην τὴν πίστιν οὐ πάνυ πιστότερα ἐρεῖ. εἰ μὲν γὰρ τὰ ἀνόητα ὀρέγεται αὐτῶν, ἦν ἄν τι λεγόμενον, εἰ δὲ καὶ τὰ φρόνιμα, πῶς λέγοιεν ἄν τι; ἴσως δὲ καὶ ἐν τοῖς φαύλοις ἔστι τι φυσικὸν ἀγαθὸν κρεῖττον ἢ καθ᾽ αὑτά, ὃ ἐφίεται τοῦ οἰκείου ἀγαθοῦ. οὐκ ἔοικε δὲ οὐδὲ περὶ τοῦ ἐναντίου καλῶς λέγεσθαι. οὐ γάρ φασιν, εἰ ἡ λύπη κακόν ἐστι, τὴν ἡδονὴν ἀγαθὸν εἶναι· ἀντικεῖσθαι γὰρ καὶ κακὸν κακῷ καὶ ἄμφω τῷ μηδετέρῳ — λέγοντες ταῦτα οὐ κακῶς, οὐ μὴν ἐπί γε τῶν εἰρημένων ἀληθεύοντες. ἀμφοῖν γὰρ ὄντοιν ‹τῶν› κακῶν καὶ φευκτὰ ἔδει ἄμφω εἶναι, τῶν μηδετέρων δὲ μηδέτερον ἢ ὁμοίως· νῦν δὲ φαίνονται τὴν μὲν φεύγοντες ὡς κακόν, τὴν δ᾽ αἱρούμενοι ὡς ἀγαθόν· οὕτω δὴ καὶ ἀντίκειται. |
[2] Ο Εύδοξος λοιπόν ήταν της γνώμης ότι η ηδονή είναι το υπέρτατο αγαθό, και αυτό γιατί έβλεπε τα πάντα, λογικά και μη λογικά όντα, να την επιθυμούν· έλεγε επίσης ότι σε όλες τις περιπτώσεις το αντικείμενο της επιθυμίας και της επιλογής είναι το αγαθό, και ότι αυτό που είναι κατά κυριότατο λόγο αντικείμενο επιθυμίας και επιλογής είναι το υπέρτατο αγαθό· έλεγε επίσης ότι το γεγονός ότι τα πάντα κινούνται προς το ίδιο πράγμα δηλώνει καθαρά ότι για τα πάντα το πράγμα αυτό είναι το ύψιστο αγαθό (γιατί, όπως έλεγε, το καθετί βρίσκει αυτό που είναι αγαθό για το ίδιο, ακριβώς όπως βρίσκει την κατάλληλη για το ίδιο τροφή), για να καταλήξει ότι αυτό που είναι αγαθό για τα πάντα και που τα πάντα το επιθυμούν είναι το υπέρτατο αγαθό. Οι διδασκαλίες του, πάντως, για την ηδονή γίνονταν πιστευτές πιο πολύ λόγω του ενάρετου χαρακτήρα του παρά γι᾽ αυτό που ήταν οι ίδιες. Όλοι, πράγματι, τον θεωρούσαν έναν εξαιρετικά σώφρονα άνθρωπο· γι᾽ αυτό κανένας δεν θεωρούσε ότι αυτά που έλεγε τα έλεγε ως φίλος της ηδονής, αλλά γιατί τα πράγματα είναι στ᾽ αλήθεια έτσι ακριβώς όπως τα έλεγε. Υποστήριζε επίσης ότι το πράγμα γίνεται εξίσου φανερό και από το αντίθετο της ηδονής. Έλεγε δηλαδή ότι η λύπη είναι ένα πράγμα καθεαυτό άξιο αποφυγής, και άρα είναι με τον ίδιο τρόπο άξιο επιλογής και προτίμησης το αντίθετό της. Και ακόμη ότι άξιο επιλογής και προτίμησης είναι κατά πρώτο και κύριο λόγο αυτό που επιλέγεται όχι εξαιτίας κάποιου άλλου ούτε για χάρη κάποιου άλλου — και αυτή ακριβώς, έλεγε, είναι κατά την κοινή παραδοχή η φύση της ηδονής· γιατί, όπως έλεγε, κανένας δεν φτάνει να ρωτήσει για χάρη τίνος άλλου πράγματος αισθάνεται την ηδονή, ακριβώς γιατί η ηδονή είναι κάτι που επιλέγεται καθεαυτό. Έλεγε επίσης ότι η ηδονή, αν προστεθεί σε ένα οποιοδήποτε άλλο αγαθό (σε μια δίκαιη, π.χ., ή σε μια σώφρονα πράξη), κάνει το αγαθό αυτό ακόμη πιο άξιο επιλογής και προτίμησης, και ότι το αγαθό μόνο διά του εαυτού του μπορεί να αυξηθεί. |