Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας (422-456)


ΑΓ. τούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοί·
Καπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαις,
γίγας ὅδ᾽ ἄλλος, τοῦ πάρος λελεγμένου
425 μείζων, ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖ,
πύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽, ἃ μὴ κραίνοι τύχη·
θεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλιν
καὶ μὴ θέλοντός φησιν, οὐδὲ τὴν Διὸς
Ἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν
430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰς
μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασεν·
ἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρον,
φλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη·
χρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν "Πρήσω πόλιν."
435 τοιῷδε φωτὶ πέμπε—τίς ξυστήσεται,
τίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ;
ΕΤ. καὶ τῷδε κόμπῳ κέρδος ἄλλο τίκτεται.
τῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτων
ἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγορος.
440 Καπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ, δρᾶν παρεσκευασμένος,
θεοὺς ἀτίζων, κἀπογυμνάζων στόμα
χαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸν
πέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπη·
πέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον
445 ἥξειν κεραυνόν, οὐδὲν ἐξῃκασμένον
μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίου.
ἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ, κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ ἄγαν,
αἴθων τέτακται λῆμα, Πολυφόντου βία,
φερέγγυον φρούρημα, προστατηρίας
450 Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖς.
λέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα.

ΧΟ. ὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεται, [ἀντ. α]
κεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοι,
πρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον, πωλικῶν θ᾽
455 ἑδωλίων ‹μ᾽› ὑπερκόπῳ
δορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι.


ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Είθε λοιπόν σ᾽ αυτόν τη νίκη ο θεός να δώσει.
Έπειτα, ο Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρε
θέση απ᾽ τον κλήρο, αντίθεος πάλι αυτός άλλος
κι από τον πρι χειρότερος, που η έπαρσή του
δεν έχει μέτρο ανθρώπινο· τέτοιες φοβέρες
ρίχτει στους πύργους μας, που η τύχη ας μη αληθέψει:
Θέλει δε θέλει, λέει, ο θεός, θα την κουρσέψει
την πόλη μας αυτός κι ούτ᾽ αν στα πόδια μπρος του
σκάσει του Δία η συνερισιά, θα τον κρατήσει·
430γι᾽ αυτόνα, λέει κι οι αστραπές κι οι κεραυνοί του
με του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουν.
Κι έχει σημάδι άντρα γυμνό που κρατεί φλόγα
και λάμπ᾽ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά του
και με χρυσά ψηφιά, «Θα κάψω, λέει, την πόλη».
Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε…ποιό να στείλεις;
ποιός νά ᾽βγει εμπρός του αδείλιαστος στις καύχησές του;
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Κέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τ᾽ άλλο·
γι᾽ ανθρώπους, πὄχει πάθει ο νους και παραδέρνουν,
αληθινός κατήγορος γίνεται η γλώσσα.
440Κι ο Καπανέας είν᾽ έτοιμος απ᾽ τις φοβέρες
στα έργα να ᾽ρθει και τους θεούς καταφρονώντας
το στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζει,
κι ενώ είν᾽ αυτός θνητός, βροντοφωνάει του Δία
ψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγια.
Μα έγνοια του, ελπίζω, πως καθώς του αξίζει θά ᾽ρθει
απάνου του του κεραυνού η φωτιά, που διόλου
με ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζει.
Όσο από μας, στο πείσμα της αχρείας του γλώσσας,
έχει κι όλα ταχθεί παλληκάρι αντικρύ του,
που το λέει η καρδιά του, ο αντρείος ο Πολυφόντης
φύλακας άξιος μπιστεμού, γιατί τον σκέπει
450προστάτισσά του η Αρτέμιδα κι οι θεοί οι άλλοι.
λέγε άλλον τώρα σ᾽ άλλη πύλη κληρωμένο.

ΧΟΡΟΣ
Κακιά ώρα να τον βρει που για την πόλη
τέτοιες ξερνάει κατάρες και το βόλι
του κεραυνού ας τον σταματήσει,
πριν μέσ᾽ στα σπίτια μου χυμίσει
κι απ᾽ την παρθενικιά μου τη φωλιά
με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίσει.