[4] Τί είναι η ηδονή και ποιά τα χαρακτηριστικά της, όλα αυτά θα γίνουν πιο φανερά, αν ξαναπιάσουμε το θέμα από την αρχή: Η όραση φαίνεται πως είναι τέλεια σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή· γιατί δεν της λείπει τίποτε που, αν προστεθεί αργότερα, θα ολοκληρώσει την ουσία της. Τέτοιας λογής φαίνεται πως είναι και η ηδονή. Η ηδονή είναι, πράγματι, ένα ενιαίο όλο, και σε καμιά χρονική στιγμή δεν θα μπορούσε κανείς να έχει μια ηδονή που η ουσία της θα τελειοποιούνταν, αν διαρκούσε περισσότερο χρόνο. Αυτός είναι και ο λόγος που η ηδονή δεν είναι κίνηση. Γιατί κάθε κίνηση διεκπεραιώνεται μέσα στον χρόνο, και έχει έναν τελικό στόχο (όπως, επιπαραδείγματι, η οικοδομική διαδικασία), και είναι τέλεια, όταν έχει πραγματοποιήσει αυτό που επιδιώκει. Ή σε όλο λοιπόν το διάστημα του χρόνου ή στη συγκεκριμένη στιγμή τη αποπεράτωσης. Οι επιμέρους όμως κινήσεις που συναποτελούν τα μέρη της συνολικής διάρκειας της κίνησης είναι όλες τους ατελείς, και διαφέρουν —ως προς το είδος— από τη συνολική κίνηση αλλά και η μία από την άλλη. Η συνένωση των λίθων, επιπαραδείγματι, είναι κάτι διαφορετικό από την κατασκευή των ραβδώσεων σε μια κολόνα, και αυτά πάλι είναι κάτι διαφορετικό από την κατασκευή ολόκληρου του ναού· και η μεν κατασκευή του ναού είναι κάτι το τέλειο (γιατί δεν υπάρχει καμιά έλλειψη ως προς τον στόχο που τέθηκε από την αρχή), ενώ η κατασκευή της κρηπίδας ή των τριγλύφων είναι πράγματα ατελή (γιατί και η μία και η άλλη αναφέρονται σε ένα μόνο μέρος από το σύνολο). Διαφέρουν λοιπόν ως προς το είδος, και δεν είναι δυνατό να έχει κανείς σε μια οποιαδήποτε στιγμή του συνολικού χρόνου της κατασκευής μια κίνηση τέλεια ως προς το είδος· αυτό είναι δυνατό μόνο σε σχέση προς τον συνολικό χρόνο που απαιτεί η κατασκευή. Το ίδιο και στην περίπτωση της βάδισης, όπως και όλων των άλλων κινήσεων της ίδιας κατηγορίας. Γιατί αν η μετακίνηση είναι μια κίνηση από έναν τόπο προς έναν άλλον, υπάρχουν και σ᾽ αυτή την περίπτωση διαφορές ως προς το είδος: πέταγμα, βάδιση, πήδημα κ.ο.κ. Και όχι μόνο έτσι, αλλά και στην ίδια τη βάδιση υπάρχουν διαφορές· γιατί η κίνηση από έναν τόπο προς έναν άλλον δεν είναι η ίδια κατά μήκος όλου του σταδίου και σε ένα μέρος του· δεν είναι επίσης η ίδια σε ένα μέρος του και σε ένα άλλο μέρος του· δεν είναι επίσης το ίδιο να περάσει κανείς αυτήν τη γραμμή και να περάσει εκείνην τη γραμμή· [1174b] γιατί δεν περνάει κανείς απλώς μια γραμμή, αλλά και μια γραμμή που βρίσκεται σε κάποιον τόπο, και αυτή βρίσκεται σε διαφορετικό τόπο από αυτόν στον οποίο βρίσκεται εκείνη. Για την κίνηση μιλήσαμε με πολλές λεπτομέρειες σε άλλη μας πραγματεία, δεν φαίνεται όμως να είναι τέλεια σε μια οποιαδήποτε στιγμή της, αλλά οι πολλές κινήσεις είναι ατελείς και διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το είδος, αν βέβαια το «από πού προς τα πού» είναι αυτό που δίνει στην καθεμιά τους την ξεχωριστή της μορφή. Της ηδονής όμως η μορφή είναι τέλεια σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Είναι λοιπόν φανερό ότι η ηδονή και η κίνηση πρέπει να διαφέρουν η μια από την άλλη, και ότι η ηδονή πρέπει να ανήκει στα πράγματα που αποτελούν ένα ενιαίο όλο και είναι τέλεια. Αυτό μπορεί κανείς να το συμπεράνει και από το ότι, ενώ δεν μπορεί να υπάρχει κίνηση παρά μόνο σε συνάρτηση προς τον χρόνο, ηδονή μπορεί. Γιατί ό,τι πραγματώνεται εδώ και τώρα, είναι ένα ενιαίο όλο. Όλα αυτά κάνουν φανερό ότι δεν είναι, επίσης, σωστό αυτό που λένε, ότι η ηδονή είναι κίνηση ή, πολύ περισσότερο, «γένεση». Γιατί αυτά δεν λέγονται για όλα τα πράγματα, αλλά μόνο για τα μεριστά και γι᾽ αυτά που δεν είναι ένα ενιαίο όλο· δεν υπάρχει, πράγματι, γένεση ούτε της όρασης, ούτε του μαθηματικού σημείου, ούτε της μονάδας, και ούτε οποιοδήποτε από αυτά είναι κίνηση ή γένεση· ούτε, επομένως, και ενσχέσει με την ηδονή μπορεί κανείς να μιλήσει για κίνηση ή γένεση· γιατί η ηδονή είναι ένα ενιαίο όλο. Δεδομένου ότι η κάθε αίσθηση ενεργεί ενσχέσει προς αυτό που είναι το αντικείμενό της· δεδομένου επίσης ότι μια αίσθηση που βρίσκεται σε καλή κατάσταση ενεργεί με τέλειο τρόπο ενσχέσει προς το ωραιότερο από τα αντικείμενά της (γιατί αυτό κατά κύριο λόγο είναι, κατά την κοινή αντίληψη, η τέλεια ενέργεια της αίσθησης — και δεν κάνει καμιά απολύτως διαφορά αν πούμε ότι ενεργεί η αίσθηση ή αυτό στο οποίο η αίσθηση έχει την έδρα της), πρέπει να συναγάγουμε ότι στην κάθε επιμέρους περίπτωση η καλύτερη ενέργεια είναι όταν το όργανο που βρίσκεται σε καλή κατάσταση ενεργεί ενσχέσει με το πιο εξαιρετικό από τα αντικείμενα που εμπίπτουν στο πεδίο της. Και αυτή η ενέργεια πρέπει να είναι η πιο τέλεια και η πιο ευχάριστη. Γιατί η κάθε αίσθηση έχει την αντίστοιχή της ηδονή —το ίδιο ισχύει και για τη νόηση και τον στοχασμό—, τη μεγαλύτερη όμως ηδονή τη χαρίζει η πιο τέλεια ενέργεια, και πιο τέλεια είναι αυτή που προέρχεται από το ευρισκόμενο σε καλή κατάσταση όργανο και σχετίζεται με το πιο σημαντικό από τα αντικείμενα που εμπίπτουν στο πεδίο της· και η ηδονή κάνει τέλεια την ενέργεια. Δεν την κάνει όμως τέλεια την ενέργεια η ηδονή με τον ίδιο τρόπο που την κάνουν τέλεια το αντικείμενο της αίσθησης και η ίδια η αίσθηση (όταν, φυσικά, και τα δύο αυτά είναι αξιόλογα και καλά), ακριβώς όπως δεν είναι η υγεία και ο γιατρός με τον ίδιο τρόπο η αιτία τού να είναι κανείς υγιής. Ότι σε κάθε αίσθηση αντιστοιχεί μια ιδιαίτερη ηδονή, είναι φανερό (λέμε, πράγματι, ότι υπάρχουν θεάματα και ακούσματα ευχάριστα)· είναι επίσης φανερό ότι αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο όταν η αίσθηση είναι εξαιρετική και όταν ενεργεί ενσχέσει προς ένα αντίστοιχο αντικείμενο· και αν είναι τέτοιας λογής και το αντικείμενο της αίσθησης και το αισθανόμενο υποκείμενο, θα υπάρχει πάντοτε ηδονή, αφού θα υπάρχουν και το υποκείμενο που ενεργεί και το αντικείμενο που δέχεται την ενέργεια. Η ηδονή κάνει τέλεια την ενέργεια όχι όπως την κάνει τέλεια η αντίστοιχη ενυπάρχουσα έξη, αλλά σαν ένα επιγινόμενο τέλος, ακριβώς όπως στην ακμή της ηλικίας τους επιγίνεται στους ανθρώπους η ομορφιά. Όσο λοιπόν και το αντικείμενο της νόησης ή [1175a] της αίσθησης και το υποκείμενο που νοεί ή αισθάνεται είναι όπως θα έπρεπε να είναι, θα υπάρχει πάντοτε στην ενέργεια η ηδονή· γιατί όταν το ενεργητικό και το παθητικό στοιχείο παραμένουν τα ίδια και διατηρούν αμετάβλητη τη μεταξύ τους σχέση, προκύπτει, από τη φύση των πραγμάτων, το ίδιο αποτέλεσμα. Πώς γίνεται λοιπόν κανείς να μην αισθάνεται συνεχώς ηδονή; Μήπως γιατί ο άνθρωπος κουράζεται; Όλες, πράγματι, οι ανθρώπινες λειτουργίες δεν έχουν τη δύναμη να βρίσκονται σε συνεχή ενέργεια. Έτσι λοιπόν και η ηδονή δεν είναι συνεχής, αφού αποτελεί παρακολούθημα της ενέργειας. Ορισμένα, επίσης, πράγματα, μας ευχαριστούν όταν είναι καινούργια, αργότερα όμως δεν μας ευχαριστούν με τον ίδιο τρόπο· ο λόγος είναι ο ίδιος: στην αρχή ο νους βρίσκεται σε διέγερση και ενεργεί με ένταση ενσχέσει με αυτά — ακριβώς όπως συμβαίνει με την όραση των ανθρώπων, όταν στρέφουν με ένταση το βλέμμα τους προς κάπου, ύστερα όμως η ενέργεια δεν είναι το ίδιο έντονη, αλλά πέφτει και χαλαρώνει. Έτσι μειώνεται και η ηδονή. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι όλοι οι άνθρωποι επιδιώκουν την ηδονή, επειδή όλοι τους επιθυμούν, επίσης, τη ζωή. Η ζωή, πάντως, είναι ενέργεια, και ο κάθε άνθρωπος ενεργεί ενσχέσει με τα πράγματα και με τη βοήθεια των πραγμάτων που αγαπάει πάρα πολύ· ο μουσικός, π.χ., ενεργεί με τη βοήθεια της ακοής του ενσχέσει με τις μελωδίες, ο φιλομαθής με τη βοήθεια του νου του ενσχέσει με θέματα φιλοσοφικού και επιστημονικού χαρακτήρα κ.ο.κ. Η ηδονή, τώρα, κάνει τέλειες τις ενέργειες, άρα και τη ζωή, που όλοι οι άνθρωποι την επιθυμούν. Είναι εύλογο λοιπόν που οι άνθρωποι επιδιώκουν και την ηδονή, αφού η ηδονή κάνει τέλεια τη ζωή του κάθε ανθρώπου, η οποία είναι κάτι το επιθυμητό και πολύτιμο για τον καθένα. Το ερώτημα, ωστόσο, αν θέλουμε τη ζωή για χάρη της ηδονής ή την ηδονή για χάρη της ζωής, ας το αφήσουμε προς το παρόν έξω από την έρευνά μας· γιατί τα δύο αυτά πράγματα είναι φανερό πως είναι στενά δεμένα μεταξύ τους και δεν επιδέχονται διαχωρισμό, αφού χωρίς ενέργεια δεν υπάρχει ηδονή, και αφού την κάθε ενέργεια την κάνει τέλεια η ηδονή. |