ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Ο έβδομος τώρα που στην έβδομη την πύλη
στέκετ᾽ αντίκρυ, ο ίδιος ο αδερφός σου, άκου
τί καταριέται κι εύχεται να βρουν την πόλη:
Αφού τους πύργους μας πατήσει και της χώρας
άρχοντας κηρυχθεί, της νίκης ν᾽ αλαλάξει
τον παιάνα, κι έπειτα να μετρηθεί με σένα
κι ή σε σκοτώσει και νεκρός δίπλα σου να πέσει,
ή, ζωντανός, σου εκδικηθεί την ατιμία
της εξορίας του διώχνοντας έτσι και σένα.
Τέτοια φωνάζει κράζοντας ο Πολυνείκης
640τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας
για να επιβλέψουν τις ευχές του πέρα ώς πέρα.
Και νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδα
μ᾽ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο:
έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι
μια γυναίκα οδηγά, που σεμνά πάει εμπρός του
πως να ᾽ναι τάχα η Δίκη αυτή, καθώς το λένε
τα γράμματα «Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρει
πίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτια».
Τέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνων·
650μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχεις
γι᾽ αυτά τα νέα που σου έφερα· μα ο ίδιος τώρα
κρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψεις.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Ω θεομίσητη εσύ και πολύ θεοβλαμμένη
του Οιδίπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μου,
οϊμέ! και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρες.
Μα δεν ταιριάζουν κλάματα ούδε μοιρολόγια
μήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάσει θρήνος.
Όσο γι᾽ αυτόν, που αξίζει αλήθεια τ᾽ όνομά του,
τον Πολυνείκη, γρήγορα θα ιδούμε ώς πόσο
το έμβλημα θα του στρέξει κι αν τον φέρουν πίσω
660τα χρυσά γράμματα που πάνω στην ασπίδα
με της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσα.
Γιατί αν του παραστέκονταν του Δία η κόρη,
Δίκη η παρθένα, στα έργα του και τις βουλές του,
ίσως να γίνουνταν κι αυτό· μα ούτε σα βγήκε
απ᾽ της μητέρας τα σκοτάδια, ούτε στα χρόνια
που μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νιάτα
κι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενιού του,
η Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξει·
κι ουδέ τώρα πιστεύω, που ήρθε να χαλάσει
την πατρική του γη, πως πλάι του θενά στέκει·
ή ολωσδιόλου ψευτονόματη θενά ᾽ταν
670η Δίκη, αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντρα,
που η τόλμη του δε σταματά μπρος σ᾽ όποιο κρίμα.
Σ᾽ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιος
να του έβγω αντίκρυ· και ποιός άλλος με ποιό δίκιο;
άρχοντας μ᾽ άρχοντα και μ᾽ αδερφό αδερφός του
κι εχθρός μ᾽ εχθρό θα χτυπηθώ. Φέρτε μου αμέσως
τις κνημίδες, σκεπή για πέτρες και σαΐτες.
ΧΟΡΟΣ
Μη πολυαγάπητε, του Οιδίπου γιε, μη γίνεις
όμοιος στο νου μ᾽ αυτόν, που όσ᾽ άκουσε του αξίζουν·
είν᾽ αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους να ᾽ρθούνε
680στα χέρια· κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμα·
μα δυο αδερφιών ο θάνατος έτσι απ᾽ το ίδιο
το χέρι τους, ποτέ το κρίμ᾽ αυτό δε λιώνει.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Αν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νά ᾽ρθει
καλώς! γιατ᾽ είν᾽ για τους νεκρούς το μόνο κέρδος·
μα κακό με ντροπή, μην πεις πως δόξα φέρνει.
|