ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Τώρα έρχομαι στον έχτον, άνθρωπο με γνώση
κι αντρεία ξεχωριστή, τον Αμφιάραο μάντη·
570αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωίδα
μ᾽ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέα,
το φονιά, που τη χώρα του έφερε άνω κάτω,
τον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ᾽ Άργος,
του θανάτου υπουργό, της Ερινύας κλητήρα,
το σύμβουλο, για τα κακά όλ᾽ αυτά, του Αδράστου.
Κι έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σου,
με μάτια ανάστροφα του κράζει: «Πολυνείκη»
—χωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ᾽ όνομά του—
και τέτοια λέει το στόμα του· «είν᾽ αυτό πράμα
580που να το στρέγουν οι θεοί; κι είναι τιμή σου
για να τ᾽ ακούν οι απόγονοι και να το λένε,
πως ξένον έφερες στρατό για να ρημάξεις
τη χώρα των πατέρων σου και τους θεούς της;
ποιά δίκη, πες, τα δάκρυα μάνας θα στεγνώσει;
και πώς την πατρική σου γη, εχθροπατημένη
εξ αφορμής σου, με το μέρος σου πια θα ᾽χεις;
Αλήθεια εγώ θενα παχύνω αυτό το χώμα
κάτω απ᾽ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντης·
μα εμπρός! κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξα.
590Τέτοια έλεγε, χωρίς επίδειξες κρατώντας
την ολόχαλκη ασπίδα του· κι ούτε κανένα
σημάδι ήταν επάνω της· γιατί δε θέλει
να φαίνεται ξεχωριστός, μα να ᾽ναι αλήθεια
βαθύ καρπολογώντας μες στο νου του αυλάκι,
απ᾽ ούθε οι καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν.
Σ᾽ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείλεις
—η γνώμη μου είναι— αντίπαλους· γιατ᾽ όποιος
σέβεται τους θεούς, να τον φοβάσαι πρέπει.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Αλίμονο, ποιά τύχη σμίγει εδώ στον κόσμο
τον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμους!
Σαν την κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλο
δεν είναι σε καμιά δουλειά, και να σοδέψεις
600μην καρτεράς καρπό απ᾽ αυτή· απ᾽ τα χωράφια
της αμαρτίας θάνατος καρπολογιέται.
Αν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβι
βρεθεί με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμα,
πάει, χάθηκε μαζί με την αντίθετη φάρα.
Κι αν ζει, αυτός δίκαιος άνθρωπος, με συντοπίτες
εχθρόξενους και που θεό δε λογαριάζουν,
θα πάει χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυ
κι απ᾽ το ίδιο χτύπημα θεού, που όλους θενά ᾽βρει.
Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ο γιος ο μάντης,
610φρόνιμος άντρας, δίκαιος, ευσεβής κι αντρείος,
μέγας προφήτης, μια που δίχως να το θέλει,
με ανόσιους, αυθαδόστομους έσμιξ᾽ ανθρώπους,
που τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσω,
μες στα ίδια δίχτυα θα συρθεί — αν θεός θέλει.
Μα εγώ φοβούμαι πως αυτός ούτε θα ορμήσει
στις πύλες καν, κι όχι γιατί του λείπει αντρεία
και δεν το λέει η καρδιά του, μα γιατί το ξέρει
πως άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσει,
αν του Απόλλωνα οι χρησμοί δεν είναι στείροι,
και ξέρει ή να σωπαίνει, ή τα πρεπά να λέει.
Μα όπως και να ᾽ναι, αντίκρυ και σ᾽ αυτόν θα στήσω
620εχθρόξενο φρουρό της πύλης, το Λαστένη,
γέρο στο νου, μα έχει κορμί παλληκαρίσιο,
γρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέρι
ν᾽ αρπά του εχθρού τ᾽ απόσκεπα με το κοντάρι.
Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη.
ΧΟΡΟΣ
Δώστε στην πόλη μας τη νίκη εσείς, θεοί,
τα δίκια μας ακούοντας παρακάλια
και στρέψετ᾽ όλη του πολέμου την οργή
σ᾽ αυτών, που πλάκωσαν τη γη μου, τα κεφάλια·
τον κεραυνό του ο Δίας ας ρίξει
630έξω απ᾽ τους πύργους και να τους συντρίψει.
|