Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

του Α.-Φ. Χριστίδη

11. Αττικισμός: η «καλή» και η «κακή» γλώσσα

Μια μικρή ιστορική παρένθεση

Έχουμε ήδη πει ότι η αξιολόγηση της καθαρεύουσας ως «καλής» γλώσσας, κατάλληλης για «υψηλές» γλωσσικές χρήσεις (επιστήμη, δίκαιο, διοίκηση), οφείλεται στην αξιολόγηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, και ειδικότερα της αττικής διαλέκτου του 5ου-4ου αιώνα π.Χ. στην οποία γράφτηκαν τα μεγάλα έργα της αρχαιότητας (ιστορία, φιλοσοφία, ρητορική, αρχαίο θέατρο κλπ.), ως πρότυπης γλώσσας. Με ανάλογο τρόπο τα λατινικά, η γλώσσα της ένδοξης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αξιολογήθηκαν ως πρότυπη γλώσσα και κυριάρχησαν ως γλώσσα της επιστήμης και της φιλοσοφίας στη δυτική Ευρώπη μέχρι τον 17ο αιώνα.

Αλλά για το νεαρό ελληνικό κράτος, όπως δημιουργήθηκε με την επανάσταση του 1821, η καθαρεύουσα είχε έναν πρόσθετο ρόλο να παίξει. Πολλοί Ευρωπαίοι, λάτρεις και θαυμαστές της αρχαίας Ελλάδας, αμφισβητούσαν ότι οι Νεοέλληνες και η γλώσσα τους, η ομιλούμενη γλώσσα, είχαν σχέση με την αρχαία Ελλάδα. Θεωρούσαν ότι οι Έλληνες και η γλώσσα τους είχαν «χαλάσει» από την υποταγή τους σε αλλόγλωσσους κατακτητές  . Οι Νεοέλληνες, με άλλα λόγια, δεν είχαν σχέση με τους αρχαίους Έλληνες, και η γλώσσα τους ήταν, το πολύ, μια αλλοιωμένη, χαλασμένη απόγονος της αρχαίας. Πίσω από τις απόψεις αυτές κρυβόταν μια, επιστημονικά άκυρη, αντίληψη για φυλετική καθαρότητα και για τη γλωσσική αλλαγή ως αλλοίωση και φθορά. Αλλά όπως δεν υπάρχει φυλετική καθαρότητα, δεν υπάρχει και γλωσσική καθαρότητα - τα έχουμε ήδη πει. Μπροστά στις αμφισβητήσεις αυτές, η καθαρεύουσα χρησιμοποιήθηκε για να δείξει στους αμφισβητίες Ευρωπαίους ότι, πέρα από τη «χαλασμένη» ομιλούμενη γλώσσα, υπάρχει μια «καθαρή» μορφή ελληνικής, η καθαρεύουσα, που έδειχνε, και βεβαίωνε, τη συνέχεια με την αρχαία Ελλάδα και τη γλώσσα της.

Για τους υποστηρικτές της ομιλούμενης γλώσσας, τους δημοτικιστές, δεν χρειαζόταν η εμμονή στην καθαρεύουσα για να αποδείξει κανείς στους καχύποπτους Ευρωπαίους τη σχέση της νέας με την αρχαία γλώσσα. Η ομιλούμενη γλώσσα μπορούσε να βεβαιώσει τη συνέχεια, αρκεί να αποδεχτεί κανείς ότι η γλωσσική αλλαγή δεν είναι αλλοίωση και φθορά και ότι ο γλωσσικός δανεισμός δεν είναι «ρύπανση» αλλά διαδικασία που συνοδεύει την ιστορία κάθε γλώσσας. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια και πολλοί αγώνες για να κερδίσει η ομιλούμενη γλώσσα, η δημοτική, τον ρόλο που της αναλογούσε, τον ρόλο της εθνικής γλώσσας. Θα μιλήσουμε περισσότερο για το πρόβλημα αυτό στο επόμενο κεφάλαιο.

Κυριότερος εκπρόσωπος της άποψης αυτής είναι ο J.P. Fallmerayer. Διάβασε περισσότερα για τη θεωρία του στο

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CE%BC%CF%80_%CE%A6%CE%AF%CE%BB%CE%B9%CF%80_%CE%A6%CE%B1%CE%BB%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%AC%CF%85%CE%B5%CF%81