Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαϊκής Λυρικής Ποίησης

Επιμ. Σωτήρης Τσέλικας

ΣΟΛΩΝ

απ. 36 West

ἐγὼ δὲ τῶν μὲν οὕνεκα ξυνήγαγον
δῆμον, τί τούτων πρὶν τυχεῖ̣ν̣ ἐ̣παυσάμην;
συμμαρτυροίη ταῦτ᾽ ἂν ἐν δίκηι Χρόνου
μήτηρ μεγίστη δαιμόνων Ὀλυμπίων
5 ἄριστα, Γῆ μέλαινα, τῆς ἐγώ ποτε
ὅρους ἀνεῖλον πολλαχῆι πεπηγότας,
πρόσθεν δὲ δουλεύουσα, νῦν ἐλευθέρη.
πολλοὺς δ᾽ Ἀθήνας πατρίδ᾽ ἐς θεόκτιτον
ἀνήγαγον πραθέντας, ἄλλον ἐκδίκως,
10 ἄλλον δικαίως, τοὺς δ᾽ ἀναγκαίης ὑπὸ
χρειοῦς φυγόντας, γλῶσσαν οὐκέτ᾽ Ἀττικὴν
ἱέντας, ὡς δὴ πολλαχῆι πλανωμένους·
τοὺς δ᾽ ἐνθάδ᾽ αὐτοῦ δουλίην ἀεικέα
ἔχοντας, ἤθη δεσποτέων τρομεομένους,
15 ἐλευθέρους ἔθηκα. ταῦτα μὲν κράτει
ὁμοῦ βίην τε καὶ δίκην ξυναρμόσας
ἔρεξα, καὶ διῆλθον ὡς ὑπεσχόμην·
θεσμοὺς δ᾽ ὁμοίως τῶι κακῶι τε κἀγαθῶι
εὐθεῖαν εἰς ἕκαστον ἁρμόσας δίκην
20 ἔγραψα. κέντρον δ᾽ ἄλλος ὡς ἐγὼ λαβών,
κακοφραδής τε καὶ φιλοκτήμων ἀνήρ,
οὐκ ἂν κατέσχε δῆμον· εἰ γὰρ ἤθελον
ἃ τοῖς ἐναντίοισιν ἥνδανεν τότε,
αὖτις δ᾽ ἃ τοῖσιν οὕτεροι φρασαίατο,
25 πολλῶν ἂν ἀνδρῶν ἥδ᾽ ἐχηρώθη πόλις.
τῶν οὕνεκ᾽ ἀλκὴν πάντοθεν ποιεόμενος
ὡς ἐν κυσὶν πολλῆισιν ἐστράφην λύκος.

Εγώ για κείνα που ᾽κανα λαομάζωξη,

σαν ποιο τους πριν να το πετύχω ανάσανα;

Τούτα μπορεί στο δικαστήριο των καιρών

η μάνα των θεών του Ολύμπου η σεβαστή

να τα βεβαιώσει, η Γης η ολόμαυρη, που εγώ

πλήθος τής έβγαλα σημάδια εγώ μπηχτά·

σκλάβα ήταν πριν και τώρα λευτερώθηκε.

Και στην Αθήνα πίσω, τη θεόχτιστη

πατρίδα, έφερα τόσους που ᾽χαν πουληθεί,

ποιος άδικα, ποιος δίκια, ή εξορίστηκαν

από σκληρήν ανάγκη και την αττική

την ξέχασαν τη γλώσσα οι πολυπλάνητοι·

κι όσους εδώ υπομέναν άτιμη σκλαβιά,

του αφεντικού τους τρέμοντας το φέρσιμο,

τους λύτρωσα. Και με τη δύναμη όλ᾽ αυτά

του νόμου τα ᾽πραξα, —ως το τέλος, όπως το έταξα—,

με δικαιοσύνη αντάμα κι εξαναγκασμό.

Και νόμους ίδιους γι᾽ αγαθούς και για κακούς,

κρίση σωστή για τον καθένα ορίζοντας,

σύνταξα. Αν άλλος είχε πάρει σαν εμέ

βουκέντρα, ένας κακότροπος κι αχόρταγος,

δε θα τον βάσταε το λαό· τι αν δεχόμουν

όσα ήταν τότε στους πολέμιους του αρεστά

ή κι όσα ακόμη οι αντίπαλοί τους λόγιαζαν,

θα θρήναε τούτ᾽ η πόλη άντρες πολλούς.

Γι᾽ αυτό δείχνοντας όλη την αξιάδα μου,

γυρνούσα ολούθε, λύκος μες στο σκυλολόι.

 

Σαν ποιο άφησα στη μέση απ᾽ όσα μ᾽ έκαμαν

να συγκαλέσω το λαό σε σύναξη;

Μπρος στου Καιρού το δικαστήριο μάρτυρα

άριστον έχω την τρανή μητέρα εγώ

των θεών του Ολύμπου, τούτη δω τη μαύρη Γη,

που πάνωθέ της πέτρες σήκωσα πολλές,

χρεών σημάδια· σκλάβα πρώτα αυτή ᾽τανε

και τώρα λεύτερη είναι. Κι Αθηναίους πολλούς,

που δίκια ή άδικα είχαν πουληθεί μακριά,

στη θεόχτιστη πατρίδα τούς ξανάφερα·

άλλοι, που χρέη αβάσταχτα τους πιέζανε,

μόνοι είχαν φύγει και, γυρνώντας δω κι εκεί,

την αττική τους γλώσσα είχαν ξεχάσει πια,

κι απ᾽ της σκλαβιάς άλλοι υποφέραν την ντροπή

εδώ στον τόπο, μπρος στο αγρίεμα τρέμοντας

των αφεντάδων. Όλους τούς λευτέρωσα.

Και βία μαζί και δίκιο συνταιριάζοντας

τα ᾽φερα τούτα εγώ ως την άκρη, δυνατά,

έτσι όπως είχα τάξει. Νόμους όρισα

ίδιους για τους μεγάλους και για τους μικρούς

το δίκιο δρόμο στον καθένα δείχνοντας.

Αν τη βουκέντρα κάποιος άλλος έπιανε,

άνθρωπος φιλοχρήματος, κακόβουλος,

αντίς για με, το λαό δε θα τον δάμαζε·

γιατί αν παραδεχόμουν όσα θ᾽ άρεσε

σ᾽ αυτούς εδώ να πάθουνε οι αντίπαλοι

κι όσα για τούτους βάζαν οι άλλοι με το νου,

η πόλη απ᾽ άντρες πλήθος θα ᾽μενε ορφανή.

Γι᾽ αυτό άμυνα κρατούσα απ᾽ όλες τις μεριές,

λύκος ζωσμένος από σκυλολόι πυκνό.