Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

John Keats

Ο Ενδυμίων

Μετάφραση: Σωτήρης Σκίπης

απόσπασμα

Μπροστά προβαίναν συνοδιές ολόδροσες παρθένων,
των λιβαδιών τους επωδούς και πάλι τραγουδώντας.
Το μέτωπό της καθεμιά με κλώνους είχε πλέξει,
του Απρίλη πρώτ’ ανθίσματα. — Και πίσω ακολουθούσαν
τσοπάνοι και γιδάρηδες μελαχρινοί απ’ τον ήλιο,
καθώς τους ιστορίζουνε της Αρκαδίας οι μύθοι,
ή καθώς όταν την παλαιή την εποχή τριγύρω
απ’ τον Απόλλωνα έστεκαν, εξόριστος σαν ήταν,
ν’ ακούσουνε τη σκέψη του σε μελωδία χυμένη,
που την ηχώ σας μάγευε της Θεσσαλίας, ω κάμποι!
Άλλοι τη χλόη ζαρώνανε με τα ξυστά ραβδιά τους.
Άλλοι σ’ αυλούς εβένινους εκάμαν ν’ αντηχήσουν
μύριοι σκοποί μονότονοι. Και λίγο πιο παρέκει
ένας ιερέας σεβάσμιος ξέβγαινε από το δάσος.
Εβάδιζε αργοπάτητος κι επίσημος ερχότουν
ωσάν σε τελετή· στη γης σκυμμένο είχε το βλέμμα
και τα ιερά του ντύματα διπλώναν τα χορτάρια.
Στο δεξί χέρι κύπελλο κρατούσε άσπρο σα γάλα,
γεμάτο από αρωματικό κρασί που εμοσκοβόλα,
και στο ζερβί του κάνιστρο πλεχτό, που ήταν γεμάτο,
ανθόχορτα, που διάλεξε σοφά σε βοσκοτόπια.
Τον κάρδαμο του ρυακιού, το θύμο, την οινάνθη,
τ’ άνθεμα τα λευκότερα κι από τον ερωμένο
της Λήδας. Ο αρχιτελεστής άσπρος από τα χρόνια
πιο πέρα με την πράσινη τη χλόη στεφανωμένος,
ωσάν κισσός εφάνταζε μέσα σε κρύον χειμώνα.
Πιο πίσω ακόμα ερχόντουσαν ιεροτελεστήδες άλλοι,
που ευθύς ως τους ετύχαινε, στα θρήσκα τους τραγούδια
λαβαίναν μέρος. Στοργικά το πλήθος ακλουθούσε,
τις πιο θερμές υψώνοντας δεήσεις του στα ουράνια.
Κι έν’ άρμα καλοδούλευτο τόσο αλαφρά κυλούσε,
οπού τα τρία του αλόγατα λεύτερ’ ακόμα μοιάζαν.
Στερχτός ο αρματολάτης του και λατρευτός στο πλήθος,
επάνω στης ενάρετης της νιότης του τη λάμψη,
ο Γανυμήδης φάνταζε στα είκοσί του χρόνια.
Ο πλουμιστός χιτώνας του εύγενου αρχόνου μοιάζει.
Μαλαματένιο κέρατο στου στήθους του τη μέση
αστράφτει και διπλώνεται στα γόνατά του επάνω
το δόρυ του, που αγριόχοιρους πολλούς έχει σκοτώσει.
Στα μάτια του χαμόγελο ξύπνιο κρατιέται· δόξες
νειρεύεται ή ξεκούρασμα στων μακαρίων τη χώρα;
Όμως οι σοβαρότεροι, αλίμονο, στη σκέψη,
είδαν στο ήρεμο χείλος του η φροντίδα να πλανιέται.
Κάποτε απ’ τα δαχτύλια του τ’ αμέριμνα, τα γκέμια
ξεφεύγουνε, κι οι ανθρώποι του στενάζοντας λογιάζουν
μήνες χινοπωριάτικους, λυπητερούς, ή κλάψες
μαυροπουλιώνε και φωτιών φλόγες, ω δόλια νιάτα,
ω Ενδυμίωνα από πού πρόβαλε η τόση θλίψη!

Σε λίγο εμπρός απ’ το βωμό, με σιγή θρήσκα, ολόρθοι
όλοι έμνεσκαν· στα μάτια τους πανίσχυρο ένα σέβας
αντίκριζες· εσίγαζαν οι μάνες τα παιδιά τους,
κι ένας φόβος ανόριστος χρωμάτιζε παρθένα
μέτωπα· ο απαράβγητος κι αυτός ο κυνηγάρης
ο Ενδυμίωνας ήρεμος και με χλωμή την όψη
εστέκονταν ανάμεσα από τους σύντροφούς του.
Ο σεβαστός εδέονταν ιερέας ανάμεσό τους
από μεγάλο σε μικρόν χαμογελώντας σε όλους.
Και με υψωμένα τα χλωμά χέρια απ’ την ηλικία,
ρίχνει τα λόγια αυτά: — «Ω βοσκοί της Λάτμος, άγριο σμάρι,
που η φροντίδα σάς έλαχε των πλήθιων κοπαδιών σας,
είτε από σπήλαια βαθουλά σκαρίζετε και μαύρα,
στα όρη, κι είτε η στράτα σας γραμμίζει τις κοιλάδες,
όπου αντηχεί η φλογέρα σας παντοτινά η μαγεύτρα,
είτε αν ερχόσαστε απ’ αδρούς τόπους όπου το αγέρι
κυρτώνει το άνθος κι όπου ανθούν τα σπάρτα με τα μύρια
τα κουδουνάκια τα χρυσά κι είτε τα λαμπερά σας
κοπάδια βόσκουν στις οχθιές των γάργαρων κυμάτων,
που οι καλαμιές οι πράσινες ρυθμίζουν το τραγούδι,
που ο Τρίτωνας δασκάλεψε τερπνά στους αντιλάλους,
κι εσείς πανώριες κορασιές, που τρέφετε με γάλα
το αρνί που ορφάνεψε και που σε κύπελλο φυλάτε
κρυφά το μέλι το εκλεχτό για τον ωραίο τσοπάνο,
αφουγκραστείτε με όλοι σας. Τι είναι σα φως η αλήθεια
πως είν’ οι ευχές μας στο θεό τον Πάνα όλες δοσμένες.
Και τα δαμάλια μας ποτές με τόσο πλήθιο γάλα
δεν αντημέψαν τα έργα μας. Τα πλούσιά μας λιβάδια
είν’ άσπρα από τ’ αρίφνητα κοπάδια μας· ο Απρίλης
βροχή στέλνει στη χλόη μας. Φωνή καμιά ή αντάρα
τα πρόβατά μας τα δειλά δε σκιάζει· και πιο τέλεια
του Ενδυμίωνα η ψυχή για μας ποτέ δεν ήταν.
Κι η γης είναι χαρούμενη κι σκορδαλλός ο γόης
με τη φωνή του την πρωινή τον ουρανό μαγεύει,
καθάριος που αχτινοβολεί στις μέρες της γιορτής μας.»

Έτσι σαν είπε στο βωμό θυμιάματα σωριάζει
και βαγιών φύλλα την ιερή φωτιά ωα ζωπυρώσει.
Ύστερα την αδίψαστη τη γη περιραντίζει
με το κρασί για τη σπονδή που ήταν του θείου τσοπάνου.
Και τον καιρό που τη δροσιά τούτη το χώμα ερούφαε
και στην πυράν ετρίζανε τα βάγια και τις σπίθες
τινάζαν τα θυμιάματα ανάμεσ’ απ’ τη στάχτη
και των μακριών και πράσινων χόρτων τ’ αποκαΐδια
κι ανυψωνόταν ο καπνός μια χορωδία εγρικήθη.

«Ω εσύ, που η στέγη κρέμεται του παλατιού σου κάτου
από τις ράμνες του φτελιά, όπου όλα είναι γαλήνια,
οι ατέλειωτοι αναστεναγμοί, ο θάνατος, η ζήση,
και των φυτών των άγνωρων οι ειρηνικές αγάπες,
εσύ που ξέχωρα αγαπάς τις νύφες ν’ αντικρίζεις
κάτου από μαύρες καστανιές, τα ολόξανθα μαλλιά τους
να στρίβουν, και μερόνυχτα ολάκαιρα κατέχεις
ν’ ακούς τον κοιμισμένο θρο των πράσινων κλαριώνε
στις άκρες πέρα των σταχιών, ή στις οχθιές τις έρμες,
όπου το μύρτο κι ο ύσσωπος παράξενα φυτρώνουν,
εσύ που μελαγχολικά ανανογιέσαι τότες,
τις μέρες τις λυπητερές οπού τη Σύριγγά σου
σου αρπάξαν, μά το μέτωπο το άσπρο της διαλεχτής σου
νεράιδας, μά, τ’ αλλάγματα που πήρα απ’ την τρομάρα,
παντοτινός προστάτης μας γίνου, μεγάλε Πάνα.

»Ω! εσύ Θεέ του αναπαμού, για τον οπού η τρυγόνα,
σμίγει πιστά στου τρύγονα το άσμα, τη φωνή της,
όταν κοντά στο σούρουπο αργός πας και πλανιέσαι
στους ηλιαστούς βοσκότοπους που τους περιραντίζουν
τα κύματα των οργιακιών· ω εσύ που προμαντεύεις
το γόνιμο χινόπωρο με τα πολλά τα σύκα,
για σένα πάλι η μέλισσα, με τη χρυσή τη ζώνα,
κάνει το μέλι και για σέν’ ακόμα στολισμένα
είν’ τα λιβάδια μας από κόκκινες παπαρούνες.
Απ’ το χειμώνα ατρόμητα, για σένα τα σπουργίτια
αρμόζουνε κελαηδισμούς: Η φράουλα μες στους ίσκιους
και σκλαβωμένη στο έδαφος, σου χύνει τη δροσιά της,
κι η άνοιξη η νέα αφιέρωμα τρανό σου ξαναφέρνει
της προκοπής της. Ω, γιά δες πώς σε ζητά ο λαός σου!
Μά, τον αγέρα που κουνά πα’ στα βουνά τα πεύκα,
σίμωσε Πάνα λατρευτέ κι ω θείε δασοπατέρα.

»Ω εσύ, που δουλευτάδες σου πιστούς έχεις το Φαύνο
και το σοφό το Σάτυρο, είτε να πιάστε ως πάτε
τους κοιμισμένους τους λαγούς στην κρύφια τη φωλιά τους,
είτε σκυφτοί ως σκαρίζετε στων φαραγγιών τις άκρες
να σώστε τ’ άσπρα πρόβατα απ’ των αϊτών τα νύχια,
είτε για να πειράξετε, με βρίζες σκεπασμένοι,
τους πλανεμένους τους βοσκούς στα έρμα μονοπάτια,
είτε για να χορέψετε πέρα προς τ’ ακρογιάλια
και να διαλέξτε ανάμεσα απ’ τα πιο ωραία κοχύλια,
όσα θα καθρεφτίσουνε στο φως τους τις εικόνες
των νηρηΐδων, το χορό που σέρνουνε, θαρρώντας
ότι κανείς δεν τους θωρεί... Ω, μά, τους αντιλάλους
όλους, οπού τριγύρα σου πολλά τραγούδια λένε
και ξαναλένε, γροίκα μας, ω Φαύνε βασιλιά μας!

»Εσύ που ξέρεις να γροικάς το θόρυβο που κάνει
το γιδομάλλι πέφτοντας κάτου από το ψαλίδι,
όταν ο τράγος προσκαλεί στον κάμπο τις αρνάδες,
εσύ που τον αυλό φυσάς όταν τ’ αγριογουρούνια
πατάν το στάρι το χρυσό και τους κυνηγητάδες
οργίζουν, απ’ το χτήμα μας που δύνασαι και διώχνεις
την παγωνιά και το χαμόν εσύ των γεννημάτων,
εσύ που κάνεις απ’ τη γης και βγαίνουν άγνωροι ήχοι
αλαργινοί κι αντιβοούν μες στις γυμνές πεδιάδες,
ω Θεέ και τρόμε των θνητών, που στις κρυφές τις θύρες
ξέρεις, που ανοίγει ο άνθρωπος κι αδράχνει τη Σοφία,
ω της Δρυόπης γιε, τρανέ Θεέ των κάμπων, έλα
να δεις πώς δέεται το εύλαβο το πλήθος στους βωμούς σου,
πράσινα φύλλα του κισσού στα μέτωπα φορώντας.

»Ας είναι ο ανέγγιχτος σκοπός και πάντα ο αλαργεμένος
από τον έρμο στοχαστή. Στο διψασμένο πνεύμα,
της γνώσης το αχτινόλουστο φανέρωσε κατώφλι,
κι ας πέσει ακόμα μια φορά! — Ω, μείνε πάντα ο σπόρος
οπού στο χώμα το άγονο του χαύνου ετούτου κόσμου,
ο πόθος των ιδανικών κάνεις να ξεφυτρώσει.
Μείνε της Απειρότητας το σύμβολο το μέγα,
ο ουρανός που η θάλασσα το θόλο καθρεφτίζει·
ας είσαι το λεπτό στοιχείο, που βάφει τον αιθέρα,
το άγνωστο, το μυστήριο εσύ!.. Με μέτωπα γερμένα,
με χέρια παρακλητικά προς το βωμό απλωμένα,
ξεφωνητά σκορπίζουμε που ώς τα ουράνια πάνε
και σε ικετεύουμε: Άκου μας και δέξου τη δέησή μας
απ’ το βουνό με τους θεούς που κατοικείς αντάμα.»

Ζον Κητς. 1923. Ο Ενδυμίων [Επεισόδιο της Γιορτής του Πανός]. Μετ. Ιάκωβος Παπάζογλου. Αθήνα: Όρθρος.