Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

Charles Baudelaire

Ο Κύκνος

(Χαρισμένο στον Βίχτορα Ουγκώ)

Μετάφραση: Τ. Κ. Παπατσώνης


Ανδρομάχη, εσένα σκέπτομαι! Το ποταμάκι τούτο, φτωχός καθρέπτης και λυπητερός που κάποτε απόδωσε όλο λάμψη το απέραντο μεγαλείο το αναδιδόμενο από τις θλίψεις μιας βασιλικιάς χήρας, ο ψεύτης τούτος ο Σιμόεις που τον ευρήκαν τα δάκρυά σου, γονιμοποίησε ξαφνικά την ευφορία της μνήμης μου, καθώς διάσχιζα το καινούριο Καρουσέλ. Το παλιό Παρίσι δεν υπάρχει πια (η μορφή μιας πολιτείας αλλάζει, αλίμονο, πιο γρήγορα κι απ’ την καρδιά μιας πεθαμένης)· μόνο με τις θύμησες πια τώρα ξαναβλέπω τα παραταγμένα εκείνα παραπήγματα, τα μόλις σχεδιαζόμενα σχήματα από χωνιά και από τουλούμια, τα χορτάρια, τους μεγάλους όγκους που σχημάτιζαν τα πρασινισμένα βαλτονέρια, κι όλη την πραμάτεια της αγοράς που γυάλιζε ανάκατα στις μόστρες. Εκεί πιο κάτω βρίσκονταν άλλοτε το Θηριοτροφείο, εκεί ήταν, που, ένα πρωινό, καθώς ξυπνάει κάτω από καθάριους ουρανούς, η Δουλειά, καθώς οι οδοκαθαριστές σηκώναν σίφουνα σκοτεινό στο σιωπηλόν αέρα, εκεί ήταν που είδα έναν κύκνο δραπέτη απ’ το κλουβί του να βαδίζει με τα πλατιά του πόδια, να σαρώνει το ξερό το οδόστρωμα και το λευκό του πτίλωμα να το σέρνει στην τραχιά τη δημοσιά.
Άνοιγε το ζώο το ράμφος του μπροστά σ’ ένα ρυάκι ξεραμένο, έλουζε τα φτερά του σπασμωδικά στη σκόνη και με γεμάτη την καρδιά από την ωραία τη λίμνη την πατρογονική του, έλεγε: «Νεράκι, πότε θα μου βρέξεις; αστροπελέκι, πότε θα μου βροντήξεις;» Βλέπω το δύστυχο τούτο πουλί, μύθο περίεργο της μοίρας, σαν τον άνθρωπο του Οβίδιου, να τεντώνει το μακρύ λαιμό με σπασμούς για να ψηλώσει το κεφάλι προς έναν ουρανό ειρωνικά σκληρόκαρδο και καταγάλανο, σαν να ’θελε να επιτιμήσει το Θεό για τούτο το άδικο! Αλλάζει το Παρίσι, αλλ’ από τη μελαγχολία μου τίποτε δεν μετακινήθη! Παλάτια νιόχτιστα, σκαλωσιές, γιαπιά, συνοικίες, άλλοτε προάστια στον καιρό μου, όλα για μένα γίνουνται αλληγορία κι οι αγαπημένες μου θύμησες με βαραίνουν πιο δυσβάσταχτα κι από βράχους. Κι έτσι μπροστά από τούτο το Λούβρο μια εικόνα έρχεται και με καταπλακώνει, σκέπτομαι το μεγάλο μου κύκνο με τα τρελά του κουνήματα, σαν τους εξόριστους γελοίον και υπέροχο, να τον κατατρώνε οι ακατανίκητες επιθυμίες! Κι ακόμα σκέπτομαι εσένα, Ανδρομάχη, ριγμένη από την αγκαλιά ενός μεγάλου αντρός, ζώο ταπεινό κάτω απ’ την εξουσία του υπερόπτη Πύρρου, εκστατικιά να σκύβεις μπροστά σ’ έναν τάφο αδειανό· χήρα του Έχτορα, αλίμονο, ξεπεσμένη σε γυναίκα του Έλενου! Και σκέπτομαι ακόμη την αραπίνα, σκελετωμένη και φθισικιά, να βουλιάζει στις λάσπες και ν’ αναζητάει με πλάνο βλέμμα, πίσω απ’ το πηχτό τείχος της ομίχλης, τις φυτείες του κακάου της λαμπρής Αφρικής της, που απουσιάζουν.
Σκέπτομαι όλους όσους χάσαν ό,τι δεν ξαναβρίσκεται ποτέ! ποτέ πια! αυτούς που ποτίζουν τη δίψα τους με δάκρυα και που θηλάζουν τη θλίψη σα να θήλαζαν μια καλή λύκαινα· σκέπτομαι τ’ αδύναμα ορφανά που ξεραίνονται σαν τα λουλούδια! Κι έτσι μέσα στο πηχτό δάσος, οπού εξόριστο χώνεται το πνεύμα μου, μια παλιά θύμηση αντηχεί σαν τη μπορού που τη φυσάνε με όλη τη δύναμη του στήθους! Σκέπτομαι τους ναυτικούς τους αλησμονημένους σε κάποιο ξερονήσι, σκέπτομαι τους αιχμάλωτους, τους νικημένους! Και τόσα και τόσα ακόμη...

Charles Baudelaire. 1967. "Ο Κύκνος". Μετ. Τ. Κ. Παπατσώνης. Νέα Εστία 971 (Χριστούγεννα 1967): 70-71.