Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Zachary Mason

Τα χαμένα βιβλία της Οδύσσειας

Μετάφραση: Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος


18

Η Ιλιάδα του Οδυσσέα


Συχνά έχω αναρωτηθεί αν όλοι οι άντρες είναι δειλοί όπως είμαι εγώ. Ο ανθός των Αχαιών, οι εκλεκτοί του Άρη, οι πειθαρχημένοι, σκληραγωγημένοι άντρες που δεν ξέρουν τι είναι ο φόβος — όλοι τους μια απάτη, ένα κατασκεύασμα για βάρδους και φανφαρόνους που δεν έχουν καμιά σχέση με την πεζή φρίκη του πολέμου.

Δεν έχω ταλέντο στις στρατιωτικές τέχνες. Προκαλούσα απελπισία στον στρατιωτικό εκπαιδευτή μου, αλλά ήμουν ο διάδοχος του πατέρα μου στη βασιλεία και προς μεγάλη λύπη του δεν ήταν σε θέση ν’ απαλλαγεί από εμένα. Όταν μου έπεφτε από το χέρι το σπαθί, όταν χτυπούσα το κεφάλι μου με το δόρυ ή ξεσπούσα σε δάκρυα απογοήτευσης, χαμογελούσε δύστροπα, και με προσποιητή αισιοδοξία έλεγε: «Ο καθένας μπορεί να μάθει να πολεμάει με αρκετή προσπάθεια». Και, ναι, ο καλός άνθρωπος είχε δίκιο, παρά την αδεξιότητά μου, το πάχος, τους δύσκαμπτους μυς και την τάση μου να βάζω τα κλάματα σε στιγμές άγχους, τελικά απέκτησα ένα μέτριο επίπεδο ικανότητας στα όπλα, χάρη κυρίως στον πατέρα μου, που παρακολουθούσε τις ασκήσεις μας και ενθάρρυνε τον εκπαιδευτή μου να με χτυπάει ώσπου να ματώσω, αν απέδιδα λιγότερο από το καλύτερο που μπορούσα. Και πραγματικά με χτυπούσε, και μάλιστα συχνά, αν και, προς τιμήν του, δεν νομίζω ότι το απολάμβανε. Μετά τον ξυλοδαρμό με βοηθούσε να σηκωθώ, έδενε τα τραύματά μου και έλεγε: «Λυπάμαι, μικρέ, αλλά είναι διαταγή του πατέρα σου, και θα έχεις ν’ αντιμετωπίσεις χειρότερα απ’ αυτά όταν πας στον πόλεμο». Ονειρευόμουν να γίνω βασιλιάς για να βάλω να τον μαστιγώσουν και να τον πουλήσω δούλο έξω από την Ιθάκη.

Η εξαίρεση στη γενική στρατιωτική ανεπάρκειά μου ήταν το τόξο, γιατί ξεχώριζα στην τοξοβολία. Όταν τέντωνα τη χορδή, ο κόσμος γύρω μου γαλήνευε, και το μόνο που έβλεπα ήταν ο στόχος, τον οποίο κοίταζα με ενδιαφέρον αλλά χωρίς κακία, μια και το βέλος μου έβρισκε κατά κανόνα οτιδήποτε στόχευα στο κέντρο. Δυστυχώς για μένα, το γεγονός αυτό ενίσχυε ακόμη περισσότερο τη φήμη μου για θηλυπρέπεια· επειδή επιτρέπει σε κάποιον να χτυπά και να επιτίθεται με ασφάλεια, το τόξο είναι όπλο δειλού, απ’ αυτά που χρησιμοποιούν νομάδες και Ασιάτες. Μπορούσα, λοιπόν, να χτυπήσω κοράκια στο μάτι από εκατό βήματα όποτε ήθελα και, παρ’ όλα αυτά, να με περιφρονούν.

Οι επονείδιστες κλίσεις μου δεν τελείωναν με την τοξοβολία, γιατί διέθετα και καλή άρθρωση. Ποτέ δεν είχα πρόβλημα με μια ιστορία, ένα ψέμα ή ένα συνώνυμο. Μπορούσα να διηγηθώ τους άθλους του Ηρακλή έχοντας ακούσει μόνο τέσσερις φορές τη σχετική αφήγηση. Είχα όλα τα προσόντα για να γίνω αυλικός ποιητής, ένα επάγγελμα κατάλληλο μόνο για δουλοπάροικους, περιπλανώμενους ανθρώπους χωρίς αφέντες, που ζουν για να διασκεδάζουν κτηματίες και προύχοντες, όπως μου θύμιζε ο πατέρας μου όταν έθιγα το θέμα. Αυτός και οι άντρες του συνήθιζαν να λένε κουβέντες όπως: «Είμαστε εδώ για να ζούμε τις ιστορίες, όχι να τις συνθέτουμε». Τραγουδήστε, Μούσες, την οργή του θεϊκού σκατόμυαλου, κληρονομικού άρχοντα των πανίσχυρων Κοπροφάγων, που σούβλισε έναν σωρό άλλους με το δόρυ του το προοριζόμενο για αγριόχοιρους και θεώρησε πως είναι σπουδαίος για όσα έκανε.

Όταν έκλεισα τα είκοσι, ο μεγάλος βασιλιάς Αγαμέμνων ήρθε στο νησί να μαζέψει στρατό. Η γυναίκα του αδερφού του είχε προτιμήσει έναν βασιλόπαιδα της Τροίας, με έντονα μαύρα μάτια και ανάκτορο, και εγκατέλειψε τον νόμιμο σύζυγό της, τον βασιλιά της Σπάρτης, που ζούσε σε μια καλύβα από πηλό και κοιμόταν μαζί με τα γουρούνια του για να μην κρυώνει. Προσωπικά, επικροτούσα την κοινή λογική της έξυπνης εκείνης κυρίας.

Ο πατέρας μου αποφάσισε να ηγηθώ εγώ των στρατιωτικών μας. Η μεγάλη ηλικία του τον επηρέαζε αρνητικά και τελευταία είχε μεταβιβάσει σ’ εμένα πολλές διοικητικές ευθύνες, αλλά δεν περίμενα να γίνω τόσο γρήγορα στρατιωτικός ηγέτης. Είχα προσπαθήσει να συμπεριφέρομαι όπως νόμιζα ότι θα συμπεριφερόταν ένας σκληροτράχηλος πολέμαρχος, περιγελώντας μεγαλόφωνα τον κίνδυνο, και, παρόλο που νόμιζα ότι η προσπάθειά μου ήταν αρκετά διαφανής ώστε να την καταλαβαίνει ακόμη κι ένα παιδί, φαίνεται ότι είχα πείσει και τον πατέρα μου και τους άντρες τις φρουράς· πανηγύρισαν όλοι τους μόλις άκουσαν το νέο και αμέσως άρχισαν να μοιράζουν μεταξύ τους τις κόρες και τους θησαυρούς του ηλικιωμένου βασιλιά Πριάμου.

Ν’ αρνηθώ να πάω στον πόλεμο ήταν αδύνατον. Η μοναδική δικαιολογία θα έπρεπε να είναι τρέλα ή αδυναμία, και θα ήταν πολύ ύποπτο αν προσβαλλόμουν από μια φοβερή ασθένεια την ώρα που ετοιμαζόμασταν ν’ αποπλεύσουμε. Σ’ αυτό το σημείο ένας φυσιολογικός άνθρωπος θα είχε συνειδητοποιήσει ότι η κατάσταση ήταν αδιέξοδη και θα είχε υποταχθεί στη μοίρα, αλλά η δειλία μου με έκανε ικανό για όλα.

Ο πατέρας μου οργάνωσε μια γιορτή προς τιμήν του μεγάλου βασιλιά, και ήταν η πρώτη φορά που τον είδα καλά. Ήξερα τη φήμη του ως πολεμιστή, αλλά στο πρόσωπό του υπήρχε μια ισχυρογνωμοσύνη που δεν είχα ξαναδεί σε άλλον άνθρωπο. Σίγουρα θα αντιδρούσε με όλη του τη δύναμη αν κάποιος τον αμφισβητούσε έστω και προς στιγμήν.

Έπαιξα τον ρόλο του νεαρού πουβιάζεταινακερδίσειτηδόξα ή να δείξει την αξία του. Πόσο, δήθεν, ανυπομονούσα να φύγω από τη βαρετή και ήσυχη Ιθάκη, να δω τον κόσμο, να αποκτήσω φήμη με τα πολεμικά κατορθώματά μου, και άλλα τέτοια. Κοιτάζοντας για μια στιγμή μακριά στον ορίζοντα, είπα: «Και η Τροία είναι μακριά, πολύ μακριά; Αν κάποιος αρρώσταινε εκεί, υποθέτω ότι δεν θα είχε άλλη επιλογή παρά να μείνει και να πολεμήσει;» και έριξα μια γρήγορη, ερωτηματική ματιά στον Αγαμέμνονα. Ο Παλαμήδης, ο υπαρχηγός του Αγαμέμνονα, ένας φαλακρός, σιωπηλός άντρας που σκεφτόταν πολύ και μιλούσε λίγο, με κοίταξε σαν να είχα γίνει ξαφνικά ενδιαφέρων τύπος.

Έπειτα από μερικά λεπτά, φρόντισα να δείξω όσο το δυνατό πιο άρρωστος και ζήτησα συγγνώμη. Βγήκα, έκλεισα την πόρτα πίσω μου και, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, σωριάστηκα κάτω σπαρταρώντας, χτυπώντας τις φτέρνες μου στο πάτωμα. Η πόρτα άνοιξε· ήταν εκεί ο Αγαμέμνων και ο Λαέρτης, ο Παλαμήδης και ο δάσκαλός μου των πολεμικών τεχνών, όλοι οι άντρες με τους οποίους είχα μεγαλώσει με κοίταζαν να σπαρταρώ στο πάτωμα, τα σάλια να κυλούν στο σαγόνι μου. Μέσα στους σπασμούς μου, μούγκρισα: «Κλείστε την πόρτα. Κλείστε την πόρτα!». Σαστισμένοι, υπάκουσαν αφήνοντάς με να ολοκληρώσω μόνος την κρίση μου. Ύστερα από ένα λεπτό ηρέμησα, ανακουφισμένος.

Το επόμενο πρωί εμφανίστηκα στις ασκήσεις όπως συνήθως, χλωμός, πολύ σοβαρός. Ο πατέρας μου ήταν εκεί, σχεδόν αποθαρρυμένος από τη στενοχώρια· ο γιος του ήταν άχρηστο προϊόν, τελείως δυσκολοπάντρευτος, και ακατάλληλος για πόλεμο. Ο Αγαμέμνων άπλωσε προστατευτικά το χέρι του στον ώμο μου και με ρώτησε πώς τα πήγαινα, ο Παλαμήδης ρώτησε αν αισθανόμουν ποτέ το άγγιγμα του θεού όταν μ’ έπιαναν κρίσεις. Ήξερα ότι οι κρίσεις συνοδεύονταν συχνά από επιφάνειες, δηλαδή εμφανίσεις θεών, και έτσι παραδέχτηκα απρόθυμα ότι είχα αυτή την εμπειρία· ορισμένες φορές, τους είπα, ήταν σαν να μου μιλούσε η ίδια η Παλλάδα Αθηνά όσο διαρκούσε η κρίση μου, ψιθυρίζοντάς μου μυστικά στ’ αυτί. Ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό. Κέρδισα την προσοχή τους, γεγονός που μου έδωσε αυτοπεποίθηση και, σαν ηλίθιος, διάνθισα με λεπτομέρειες την επικοινωνία μου με τη θεά. Ο Αγαμέμνων χαμογέλασε, και έντρομος είδα στο πρόσωπό του ένα συναίσθημα που θεωρούσα πως του ήταν άγνωστο, τη γενναιοδωρία. «Παιδί μου, είσαι τυχερός. Ο Παλαμήδης μού μίλησε για έναν πολεμιστή ονόματι Λάωνα, ο οποίος έπασχε από την ίδια ασθένεια που πάσχεις κι εσύ. Εκείνον δεν τον κατέβαλε ποτέ, ούτε για μια φορά. Βλέπεις, λοιπόν, ότι δεν υπάρχει λόγος ν’ ανησυχείς. Και μου είπε επιπλέον ότι είναι τυχερή η αρρώστια που φέρνει το άγγιγμα του θεού. Και στην εκστρατεία αυτή νομίζω ότι θα χρειαστούμε όση τύχη μπορούμε να βρούμε». Με ξαναχτύπησε ενθαρρυντικά στον ώμο και έφυγε για να πάει ν’ ασχοληθεί με τα πλοία του. Ο Παλαμήδης μού χαμογέλασε πριν τον ακολουθήσει και αποφάσισα πως, αν ποτέ μού δινόταν η ευκαιρία, θα τον σκότωνα.

Είχα ελπίσει πως ο πόλεμος θα ήταν σύντομος και θα μπορούσα να επιστρέψω στην Ιθάκη με μια αδικαιολόγητη φήμη για γενναιότητα. Ο Αγαμέμνων και ο υπαρχηγός του ανέμεναν έναν γρήγορο θρίαμβο, αλλά σύντομα κατάλαβα ότι δεν θα υπήρχε κάτι τέτοιο. Τα τείχη της Τροίας ήταν υψηλά και χοντρά, οι πολιορκητικές μηχανές μας εντυπωσιακά ανεπαρκείς, και δεν υπήρχε ούτε ένας έμπειρος σκαπανέας στον στρατό μας. Οι Τρώες είχαν τόση συναίσθηση των αδυναμιών μας όση άγνοια είχαμε εμείς των δυνατοτήτων τους· έβγαιναν από τα τείχη τους μόνο όταν μπορούσαν να κινητοποιήσουν μεγάλη δύναμη έτσι ώστε να μη διακινδυνεύουν. Τον περισσότερο καιρό περιορίζονταν να μας επιτρέπουν να σπαταλούμε τις δυνάμεις μας εναντίον των απόρθητων τειχών τους.

Η πόλη τους ήταν μεγάλη και οι οχυρώσεις της ισχυρότερες από οποιεσδήποτε άλλες στις περιοχές των Αχαιών· συνειδητοποίησα ότι ο Αγαμέμνων βάσιζε τη στρατηγική του στην πείρα του από τις επιθέσεις εναντίον των μικρών πόλεων στις ακτές της Αττικής. Ήμουν ο πρώτος, αλλά σε καμία περίπτωση ο τελευταίος, που συνειδητοποίησε ότι η αποτυχία μας ήταν βέβαιη. Προσπάθησα να πείσω τον Αγαμέμνονα και τους ανθρώπους του με λογικά επιχειρήματα, αλλά με ειρωνεύθηκαν διερωτώμενοι ρητορικά σε ποιες εκστρατείες είχα πολεμήσει και αν θα προτιμούσα να γύριζα σπίτι μου αφήνοντας χωρίς εκδίκηση την τιμή και τη δόξα μας πεσμένη καταγής. Μάταια υποστήριξα ότι η τιμή μπορούσε να υπηρετηθεί εξίσου καλά χωρίς τη σπατάλη χρόνου, ανθρώπων και εφοδίων.

Το στρατόπεδο έζεχνε από τους άπλυτους άντρες, πράγμα που ήταν αρκετά άσχημο, και η κατάσταση γινόταν ακόμη χειρότερη από τους μεθυσμένους στρατιώτες, που δεν μπορούσαν να καλύψουν τρικλίζοντας τα εκατό βήματα ώς τα αποχωρητήρια του στρατοπέδου. Μόνο εγώ έδειχνα να ενοχλούμαι από την μπόχα· οι άλλοι την εισέπνεαν σαν να ήταν άρωμα. Τους αρκούσε να περνούν κάθε νύχτα πίνοντας και λέγοντας ψέματα για τις πόλεις και τις γυναίκες που είχαν κατακτήσει. Στη διάρκεια της ημέρας πολεμούσαν, και όσοι ήταν αρκετά τυχεροί ώστε να επιβιώσουν επέστρεφαν στο στρατόπεδο για να επαναλάβουν τον ίδιο κύκλο την επόμενη μέρα· ήταν ένας εφιαλτικός κόσμος χωρίς τέλος.

Πολλές φορές βρέθηκα στα πρόθυρα της παραίτησης· να τα βροντήξω και να γυρίσω στην Ιθάκη. Δεν το έκανα μόνο και μόνο επειδή θα ρεζιλευόμουν στον πατέρα και τους υπηκόους μας. Όπως ο πατέρας και εγώ ξέραμε καλά, και όπως προσπαθούσαμε να μην τους το θυμίζουμε, δεν υπήρχε κανένας λόγος για τους υπηκόους μας να πληρώνουν τους φόρους τους, να κωπηλατούν στα πλοία μας, να πολεμούν στους πολέμους μας ή να υποκλίνονται μπροστά μας. Μόνος λόγος γι’ αυτό ήταν η παράδοση, μα εξίσου και η απειλή της βίας (αυτή που ασκείται πολιτισμένα από τις παλαιότερες και καλύτερες οικογένειες, όπως η δική μου, εις βάρος του λαού). Όσο και αν απεχθανόμουν τον πόλεμο, υπήρχε τουλάχιστον η προοπτική μιας υποφερτής ζωής μετά το τέλος του. Ο πατέρας μου θα με αποκλήρωνε αν ντρόπιαζα τον οίκο μας, και θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να ξεπέσω.

Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι γενναίοι άντρες δεν υπάρχουν, αλλά ο Αχιλλέας, ο γιος του Πηλέα, ήταν μια εξαίρεση. Ο νεαρός αρχηγός των Μυρμιδόνων ήταν γεροδεμένος σαν βουνό αλλά γρήγορος σαν τον άνεμο. Οι γυναίκες τον έβρισκαν γοητευτικό, αλλά εκείνος προτιμούσε τη φιλία και τη συντροφιά δύο νεαρών ανδρών, του Πατρόκλου και του Αντιλόχου. Στον πόλεμο ήταν ο ψυχρότερος και ο πλέον τρομακτικός άντρας που είχα δει. Απέκτησα τη συνήθεια ν’ ακολουθώ τα βήματά του στη μάχη· κέρδισα τις πρώτες χαρακιές στην ασπίδα μου αποτελειώνοντας τους Τρώες που εκείνος πλήγωνε. Ήταν ο άντρας, σκεφτόμουν, που ακολουθούσε έναν δρόμο τελείως διαφορετικό από τον δικό μου.

Τον μελέτησα. Φαινόταν αφιερωμένος σε μια θαλάσσια θεά, τη Θέτιδα, μπροστά στον φορητό βωμό της οποίας καθόταν καθημερινά επί ώρες, προσευχόμενος βουβά. Τον παρακολουθούσα να γυμνάζεται με τον Πάτροκλο και τους Μυρμιδόνες του. Πήγαινε νωρίς στα γυμνάσια, και για κάθε δόρυ που έριχναν οι άντρες του, ακόμη και οι καλύτεροι, εκείνος έριχνε τρία. Ήταν, με τον τρόπο του, αδυσώπητος όσο και ο θάνατος. Να τον φέρω με το μέρος μου υπήρξε εύκολο, μια και οι άλλοι αρχηγοί τον έβρισκαν υπεροπτικό, εγκρατή, και επειδή διέθετε ελάχιστους φίλους. Εύκολα τον έκανα να ανοιχτεί, είχα αποκομίσει την εντύπωση ότι του άρεσε να μιλάει για τον εαυτό του, αλλά σπάνια του δινόταν η ευκαιρία. Μου είπε ότι είχε ευλογηθεί κατά τη γέννησή του από τη Θέτιδα, η οποία τον έκανε αθάνατο, άτρωτο σε οποιοδήποτε όπλο. Αλλά εντούτοις, η αθανασία του ήταν περιορισμένη — η μέρα του θανάτου του ήδη είχε προσδιοριστεί από τη Μοίρα, κάτι που ακόμη και οι θεοί δεν μπορούσαν να το αλλάξουν. Κατά συνέπεια, σκόπευε να κερδίσει όση δόξα μπορούσε στις ήδη καθορισμένες ημέρες της ζωής του. Αμφισβήτησα την αξία μιας αθανασίας που διαρκούσε ακριβώς ώς την ημέρα του θανάτου κάποιου, ακόμη και του Αχιλλέα, αλλά η μοιρολατρία του συγκεκριμένου ήρωα ήταν ακαταμάχητη· γέλασε ακούγοντάς με και με αποκάλεσε σοφιστή.

Ο πόλεμος παρατάθηκε για χρόνια. Μόνο οι αριθμοί μας μάς εμπόδιζαν από το να καταστραφούμε ολοσχερώς. Χάναμε πέντε άντρες για κάθε έναν δικό τους, πράγμα που θεωρούνταν, ανησυχητικά, κατά την άποψή μου τουλάχιστον, ένα αποδεκτό ποσοστό φθοράς, μια και υπερείχαμε αριθμητικά με αναλογία δέκα προς έναν. Δεν ήθελα να καταμετρηθώ ανάμεσα στους θυσιασμένους κι έτσι εξελίχτηκα σε επιτήδειο τακτικιστή, προβλέποντας τα μέρη στα οποία θα επιτίθεντο οι Τρώες και φροντίζοντας να βρίσκομαι πάντα αλλού. Κατά καιρούς υπολόγιζα πού θα ήταν αδύνατοι οι Τρώες και τους παγίδευα μόνο και μόνο για ν’ αποφύγω ν’ αποκτήσω τη φήμη του ανθρώπου που απέφευγε τις συμπλοκές. Με τα χρόνια οι διαχωριστικές γραμμές της φυλετικής εξουσίας ξεπεράστηκαν, και άντρες με προνοητικότητα και ανάλογες διαθέσεις προσχώρησαν στις δυνάμεις μου.

Ήμουν με τον Αχιλλέα όταν τον βρήκε η μοίρα του. Ο Έκτωρ, το στήριγμα του τρωικού στρατού, είχε εμφανιστεί στην κορύφωση της μάχης και είχε σκορπίσει τους Έλληνες. Ο Αχιλλέας έσπευσε αμέσως να τον αντιμετωπίσει, αλλά οι σωματοφύλακές του χτυπήθηκαν και βρέθηκε, λίγο ή πολύ, μόνος. Εγώ, όπως πάντα, παρέμενα πίσω, περιμένοντας να δω τις εξελίξεις. Παίρνοντας θάρρος από τον Έκτορα, οι Τρώες βαθμούχοι και στρατιώτες επιτέθηκαν στον Αχιλλέα, ο οποίος εξαφανίστηκε ανάμεσά τους. Ετοιμαζόμουν να φωνάξω ότι θα έπρεπε να έρθουν να πολεμήσουν μαζί μου (ο δρόμος για το στρατόπεδο ήταν ανοιχτός πίσω μου), αλλά οι γραμμές τους σκόρπισαν καθώς ο Αχιλλέας ξεπρόβαλε ανάμεσά τους στροβιλίζοντας το δόρυ, ουρλιάζοντας την άγρια πολεμική κραυγή του, και προς στιγμή νόμισα πως δεν μπορεί να ήταν άνθρωπος αυτός, πως μόνο ο θεός του πολέμου μπορεί να ήταν. Έσφαξε πολλούς, έτρεψε σε φυγή τους υπόλοιπους και διαπέρασε τελικά με το δόρυ το σαγόνι του μεγάλου Έκτορα.

Περίμενα πως θα καταδίωκε τους επιζήσαντες, αλλά παρέμεινε ακίνητος στηριζόμενος στο δόρυ του. Τον βρήκα χλωμό και τρέμοντα, το αριστερό του πόδι μουσκεμένο στο αίμα· τελικά είχε πληγωθεί και ήταν ένα άσχημο τραύμα εκείνο, ο τένοντας του αριστερού αστραγάλου του είχε κοπεί. Πέρασα το μπράτσο του πάνω από τον ώμο μου και τον βοήθησα να φτάσει κουτσαίνοντας στο στρατόπεδο. Οι γιατροί έδεσαν το τραύμα, αλλά μολύνθηκε, και όταν πήγα να τον επισκεφτώ μου μύρισε η γάγγραινα. Τον ικέτεψα να δεχτεί να του κόψουν το πόδι, όπως έλεγαν οι γιατροί ότι έπρεπε να κάνει (ή αυτό ή θα πέθαινε), αλλά αρνήθηκε λέγοντας ότι ο θάνατος ήταν καλύτερος από τη ζωή του ανάπηρου κι έτσι παρέμεινε αρτιμελής αλλά την τρίτη ημέρα πέθανε.

Είχαν συμπληρωθεί πια πέντε χρόνια πολέμου. Κάθε λογικός άνθρωπος θα είχε κρίνει πως ο πόλεμος είχε χαθεί, ή ίσως να έβρισκε κάποιο τρόπο να τον εμφανίσει ως θρίαμβο και να γυρίσουμε έτσι στην πατρίδα, αλλά ο Αγαμέμνων ήταν αμετακίνητος. Δεν ήμουν ο μόνος που προσπάθησε να τον πείσει να τερματίσουμε την πολιορκία, αλλά ήταν σαν να μιλούσαμε με πέτρα.

Αποφάσισα να τερματίσω τον πόλεμο μόνος μου. Ξέροντας ότι δεν θα καταλαμβάναμε ποτέ την πόλη, αποφάσισα να προσεγγίσω την ίδια την αιτία του πολέμου, κι έτσι ένα βράδυ φόρεσα τα κουρέλια κάποιου ζητιάνου και τρύπωσα στην Τροία μ’ ένα πουγκί χρυσάφι και ένα κοφτερό μαχαίρι. Πήγα στο ανάκτορο και στάθηκα στα σκαλιά του, ικετεύοντας την ελεημοσύνη των περαστικών (πολλούς από τους οποίους αναγνώρισα από το πεδίο της μάχης, αλλά κανένας τους δεν γύρισε να με κοιτάξει). Η Ελένη πέρασε από κοντά μου μαζί με τις υπηρέτριές της, όλες σκλάβες, τρεις Αχαιές ανάμεσά τους.

Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα κάτω από έναν εγκαταλειμμένο πάγκο της αγοράς, με αδέσποτα σκυλιά να τριγυρίζουν κοντά μου. Οι Έλληνες μάλλον θα νόμιζαν ότι είχα λιποτακτήσει, αλλά ήμουν πιο γενναίος και περισσότερο δόλιος απ’ όσο υπέθεταν. Νωρίς το άλλο πρωί, μία από τις Αχαιές υπηρέτριες βγήκε να κάνει τα ψώνια της. Την πήρα στο κατόπι και, όταν μου δόθηκε η ευκαιρία, την παρέσυρα σ’ ένα δρομάκι κλείνοντάς της το στόμα με το χέρι μου. «Μη φωνάξεις, αδελφή», είπα στα ελληνικά. «Έχω δώρα για σένα, πρώτα χρυσάφι και μετά την ελευθερία σου, και το μόνο που θέλω σ’ αντάλλαγμα είναι ένα άλλου είδους χρυσάφι». Της είπα τι να κάνει για να κερδίσει την επιστροφή της στην πατρίδα. Δεν είπε τίποτε, αλλά πήρε το πουγκί και το μαχαίρι και είδα στα μάτια της ότι ήταν μια οχιά, πως μισούσε την Ελένη και τη σκλαβιά της και θα έκανε το φρικτό πράγμα που της ζήτησα.

Επέστρεψα κρυφά στο ελληνικό στρατόπεδο και δεν ρωτήθηκα από κανέναν πού είχα πάει. Την επόμενη νύχτα η υπηρέτρια σύρθηκε στη σκηνή μου από έναν φρουρό που την είχε βρει να τριγυρίζει έξω από το στρατόπεδό μας. Μου έδωσε ένα σκούρο υφασμάτινο σάκο μέσα στον οποίο υπήρχαν μπούκλες μπερδεμένα, ματωμένα ξανθά μαλλιά με κομμάτια από κρανίο στις άκρες τους. Το χώμα και η λαμπρότητα των μαλλιών πιστοποιούσαν πως ήταν της Ελένης της Τροίας, της πρώην Ελένης από τη Σπάρτη, που δεν ήταν πια η ωραιότερη γυναίκα εξαιτίας του πρόσφατου θανάτου και του ακρωτηριασμού της αλλά, απ’ όσο ήξερα, το ομορφότερο φάντασμα. Πρόσεξα το ξεραμένο αίμα κάτω από τα νύχια της υπηρέτριας και έδωσα εντολή να της ετοιμάσουν ένα μπάνιο, λέγοντάς της ότι το ζεστό νερό θα ξέπλενε τη σκλαβιά της όπως η θάλασσα θα ξέπλενε όλες τις ταπεινώσεις της στη διάρκεια του επικείμενου ταξιδιού της στην πατρίδα.

Το βράδυ συγκάλεσα μια γενική συνέλευση. Με τη ζέστη της φωτιάς στην πλάτη μου και τα μάτια όλων των Ελλήνων πάνω μου, τους είπα ότι, σε μία από τις κρίσεις μου, η Αθηνά μού είχε αποκαλύψει πως, παρόλο που η Τροία δεν μπορούσε να καταληφθεί, ο πόλεμος μπορούσε να κερδηθεί. Η ανακοίνωσή μου έγινε δεκτή με χλευαστικά γιουχαΐσματα. Δυνατές φωνές αναρωτήθηκαν πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο. Φώναξα: «Βάζοντας τέλος στην αιτία αυτού του πολέμου, στην Ελένη, κόρη του Τυνδάρεω!» και σήκωσα ψηλά τα μαλλιά της, που αμέσως τα αναγνώρισαν όλοι. Ένα μουγκρητό ακούστηκε από τους άντρες, και ο Μενέλαος πετάχτηκε όρθιος τρέμοντας, αναποδογύρισε το κρασοπότηρό του και φώναξε να του δώσουν «ένα σπαθί, ένα σπαθί!» Πέταξα τα μαλλιά της στα πόδια του λέγοντας: «Η ακόλαστη γυναίκα σου είναι νεκρή και η τιμή σου αποκαταστάθηκε. Ο πόλεμος κερδήθηκε, πάμε πίσω στην πατρίδα». Οι Σπαρτιάτες συγκεντρώθηκαν γύρω του και κάποιος ανόητος του έβαλε στο χέρι ένα σπαθί. Οι υπόλοιποι άντρες μαζεύτηκαν πίσω μου, κυριευμένοι από νοσταλγία για την πατρίδα και αηδία για τον πόλεμο, και έριχναν σκληρές ματιές στους Σπαρτιάτες.

Ήλπιζα πως οι Σπαρτιάτες, υστερώντας αριθμητικά, θα υποχωρούσαν. Ο Μενέλαος και ο Αγαμέμνων θα μου κρατούσαν κακία μέχρι να πεθάνουν, αλλά ας το έκαναν· στα μάτια όλων των άλλων θα ήμουν ήρωας. Ο Οδυσσέας, που είχα κερδίσει τον πόλεμο μ’ ένα χτύπημα και είχα ταπεινώσει τον μεγάλο βασιλιά. Δυστυχώς, είχα υποτιμήσει τη σπαρτιάτικη πειθαρχία και την εξουσία που ασκούσαν οι Σπαρτιάτες βασιλείς στους άντρες τους. Άρπαξαν τα όπλα τους και οι υποστηρικτές μου πήραν τα δικά τους και η μάχη ήταν αναπόφευκτη, όταν ξαφνικά επιτέθηκαν οι Τρώες.

Πρέπει να υπήρχε κάποιος κατάσκοπος στο στρατόπεδό μας· δεν θα μπορούσαν να βρουν καταλληλότερη στιγμή οι Τρώες. Ήμασταν αποδιοργανωμένοι, αναστατωμένοι, κακώς οπλισμένοι και διασπασμένοι. Μας επιτέθηκαν απ’ όλες τις πλευρές. Η μάχη ήταν σκληρή, και στα πρώτα λεπτά νόμισα ότι θα μας κατατρόπωναν. Κατάφερα ν’ απομακρυνθώ από τη φωτιά και βρήκα μια αποθήκη όπου κρύφτηκα, καθώς οι στριγκλιές γέμιζαν το σκοτάδι πίσω μου.

Η νύχτα πέρασε με παγερή βραδύτητα, με μοναδική εξαίρεση τον θάνατο ενός Τρώα όταν έκοψα τον λαιμό του. Μπήκε στην αποθήκη ψάχνοντας για πλιάτσικο. Ήλπιζα ότι η αριθμητική υπεροχή μας θ’ αποδεικνυόταν ουσιαστικότερη από τον αιφνιδιασμό τους, αλλά, όταν το πρώτο φως της αυγής φώτισε τον ουρανό, τα πράγματα δεν ήταν πολύ πιο ήσυχα· οι Τρώες έκαναν μια υπέρτατη προσπάθεια να μας γονατίσουν. Είναι περίεργο να πω ότι μου πέρασε από το μυαλό να βρω τους άντρες μου και να τους συσπειρώσω κάτω από το λάβαρο των Λαερτιαδών, αλλά γρήγορα έπνιξα την άσκοπη αυτή παρόρμηση.

Δανείστηκα τον ματωμένο μανδύα και το κράνος του νεκρού Τρώα, εγκατέλειψα απρόθυμα τη σχετική ασφάλεια της σκηνής και κατευθύνθηκα προς την άκρη του στρατοπέδου. Οι Τρώες έβλεπαν το κράνος μου και υπέθεταν ότι ήμουν ένας απ’ αυτούς. Οι Έλληνες δεν μου επιτίθεντο γιατί τους μιλούσα στη γλώσσα τους. Προσπέρασα μερικά σημεία συμπλοκών, με τα αδέρφια μου να επιδίδονται σε ευγενικές πράξεις και να πεθαίνουν. Έτρεμα για τη ζωή μου και δεν έκανα τίποτε για να τους βοηθήσω, αν και οι συνθήκες του θανάτου τους είναι χαραγμένες στη μνήμη μου. Σκαρφάλωσα στα πρόχειρα ξύλινα τείχη, στην άκρη του στρατοπέδου, και πήδησα στην αμμουδιά. Μέσα από το τείχος έρχονταν κραυγές αγωνίας και το βουητό από τις φλόγες· οι Τρώες πρέπει να είχαν φτάσει στα πλοία. Έξω όλα ήταν γαλήνια, μια μεγάλη άδεια παραλία εκτεινόταν μπροστά μου, και η Τροία μόλις που διακρινόταν στ’ αριστερά. Μου φαινόταν αφύσικο που μπορούσα να φύγω τόσο εύκολα. Πέταξα το δανεικό κράνος μου στο νερό κι άρχισα να περπατάω.

Μετά μία ώρα ο πόλεμος έμοιαζε σαν να ήταν ένα όνειρο. Κοίταξα πίσω μου και είδα μαύρες στήλες καπνού πάνω από το στρατόπεδο και την Τροία.

Εξέτασα την κατάστασή μου. Είχα ένα σπαθί, ψωμί και ένα πουγκί με ασήμι. Βρισκόμουν σε μια ακτή όπου δεν είχα φίλους αλλά πολλούς εχθρούς, παρόλο που ελάχιστοι απ’ αυτούς γνώριζαν το όνομά μου. Μη έχοντας άλλη επιλογή, συνέχισα να βαδίζω νότια, κατά μήκος της ακτής. Είχα ακούσει για μια πόλη όχι μακριά από την Τροία, και σε δύο μέρες έφτασα εκεί. Ο φρουρός στην πύλη με ρώτησε ποιος ήμουν και τι ήθελα. Μου ήρθε μια τρελή παρόρμηση να πω, είμαι ένας κακόβουλος ξένος ο οποίος πολεμά εδώ και καιρό εναντίον της κύριας πόλης της χώρας σου με στόχο την αρπαγή, τη λεηλασία και τη βουτηγμένη στο αίμα εκδίκηση, αλλά αντίθετα είπα ότι ήμουν ένας περιοδεύων τραγουδιστής που έβγαζα το ψωμί μου τραγουδώντας. Ο φρουρός κοίταξε το σπαθί μου και είπε ότι κουβαλούσα ένα παράξενο είδος λύρας. Απάντησα ότι κυκλοφορούσαν ληστές, πολλοί απ’ αυτούς οπλισμένοι και επικίνδυνοι λιποτάκτες από τον πόλεμο στον βορρά, και είχα διαπιστώσει από πείρα ότι ήταν αποτελεσματικότερο ν’ αμύνεσαι με σπαθί παρά με μουσικό όργανο. Η λύρα μου δεν είχε βγει σώα από την πρώτη δοκιμασία, αλλά με χαρά μου μπορούσα να πω ότι το σπαθί μου ήταν σε καλή κατάσταση ακόμη και ύστερα από πολλά τραγούδια μου· η δημοφιλέστερη μπαλάντα μου ήταν Προσποιήσου ότι χτυπάς την καρδιά και κόψε τον τένοντα του ποδιού, αλλά το Ρίξε άμμο στα μάτια τους και κάρφωσε το οπλισμένο χέρι ανέβαινε στις προτιμήσεις των ακροατών.

Βρήκα μια θέση κοντά στον άρχοντα της πόλης. Είχα φοβηθεί ότι θα ήταν εξευτελιστικό να κάθομαι στο κατώτερο τραπέζι, αλλά τελικά διαπίστωσα ότι η θέση ενός περιφερόμενου αοιδού-τραγουδιστή σε μια αυλή είναι αδιαμφισβήτητη· μου δόθηκαν όλα όσα χρειαζόμουν, και δεν υπήρχε καμιά προσβλητική οικειότητα. Στην αρχή τραγούδησα τις παλιές δοκιμασμένες επιλογές, Ο Θησέας στον επαναλαμβανόμενο Λαβύρινθο, ή Η Ιστορία για τη σκιά της Μέδουσας, ή Ο εραστής της Αθηνάς και άλλα τέτοια. Κέρδισα την προσοχή όλων, από τον άρχοντα ώς τον βοηθό του σερβιτόρου. Ακόμη και τα σκυλιά κάτω από τα τραπέζια παρακολουθούσαν με σηκωμένα τα αυτιά τους.

Πρόσφυγες συνέρευσαν μέσα στις επόμενες βδομάδες, και από τις περιγραφές τους κομμάτι το κομμάτι συνέραψα την ιστορία του τέλους του πολέμου. Οι Τρώες είχαν εμπιστευτεί υπερβολικά τις δυνάμεις τους· πυρπόλησαν τα ελληνικά πλοία, αλλά, προελαύνοντας στην παραλία, άφησαν πολλούς Έλληνες στρατιώτες πίσω τους, άθικτους και απελπισμένους. Ο Διομήδης, ένας από τους στρατηγούς των Ελλήνων, άνθρωπος με ανοιχτό μυαλό, διέγραψε τα πλοία ως απώλεια και διέταξε τους άντρες του να συγκεντρωθούν και να επιτεθούν στην Τροία, που ήταν άδεια από άντρες και οι πύλες της ανοιχτές. Οι Έλληνες εισέβαλαν στην πόλη και άφησαν να ξεσπάσει η μανία τους ελεύθερη. Όταν οι Τρώες είδαν τον καπνό, έτρεξαν πίσω για να σταματήσουν τη λεηλασία, και ακολούθησαν ημέρες άγριων συγκρούσεων από σπίτι σε σπίτι, ώσπου η Τροία και τα ελληνικά πλοία έγιναν όλα στάχτη, οι στρατιώτες σφάχτηκαν ή σκόρπισαν, και οι δύο δυνάμεις κατέρευσαν. Το μοναδικό ελληνικό πλοίο που διασώθηκε ήταν του Αγαμέμνονα, το οποίο ήταν αγκυροβολημένο ανοιχτά στον κόλπο. Ο ίδιος και μια χούφτα άντρες απέπλευσαν τη νύχτα, με τα πανιά τους να φουσκώνουν από τον φορτωμένο με σπίθες άνεμο ο οποίος φυσούσε από τη φλεγόμενη πόλη, αφήνοντας τους συμπατριώτες τους να γυρίσουν στην πατρίδα με όποιον τρόπο μπορούσαν.

Ανησυχούσα ότι οι πρόσφυγες θα μ’ αναγνώριζαν, αλλά κανένας δεν σκέφτηκε ν’ αναζητήσει έναν Έλληνα στρατηγό στο πρόσωπο του τραγουδιστή που κοιμόταν σε προβιές δίπλα στο τζάκι. Ωστόσο, όταν πια πέρασε ένας μήνας, η πόλη είχε γεμίσει από άστεγους Τρώες και τότε αποφάσισα να φύγω.

Ελάχιστοι ήταν οι τραγουδιστές που υπήρχαν στην περιφέρεια του ελληνόφωνου κόσμου, και έτσι έγινα περιζήτητος. Ποτέ δεν απέτυχα ν’ αποσπάσω το χειροκρότημα όταν τους τραγουδούσα τις κλασικές μπαλάντες, και σύντομα απέκτησα αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να εφεύρω νέες. Ποτέ δεν έφτασα στο σημείο να ερευνήσω το γενεαλογικό δέντρο του τοπικού άρχοντα και να τραγουδήσω έναν παιάνα· προτίμησα να κρατήσω μια συναισθηματική απόσταση από τους πάτρωνές μου. Καθιέρωσα την αφήγηση της ιστορίας του Οδυσσέα, του εξυπνότερου ανάμεσα στους Έλληνες, του οποίου τα κόλπα είχαν προκαλέσει τον θάνατο πολλών. (Την ίδια στιγμή που απέδιδα στον εαυτό μου το συγκεκριμένο επίθετο, σκέφτηκα ότι η υπηρέτρια που είχε προδώσει την Ελένη θα πρέπει να είπε στους Τρώες πότε να επιτεθούν. Αναρωτήθηκα αν τώρα ήταν πλούσια ή νεκρή, ή ίσως και τα δύο, θαμμένη με χρυσό και κιούπια κρασιού στοιβαγμένα γύρω της).

Όταν ήμουν φιλοξενούμενος στην Τύρο ήταν που άκουσα για πρώτη φορά έναν άλλον τραγουδιστή να τραγουδάει ένα από τα τραγούδια μου, και συνειδητοποίησα ότι είχα στα χέρια μου το μέσο να γίνω ένας επικός ήρωας. Τι αξία έχει η αλήθεια, όταν αυτοί που ήταν παρόντες είναι νεκροί ή εξαφανισμένοι; Βάλθηκα ν’ ανασκευάσω τα γεγονότα της πτώσης της Τροίας, παραλείποντας τις προδοσίες μου και τη δολοφονία της γυναίκας εκείνης και συνθέτοντας μια καλή ιστορία. Η περιγραφή των ηρωικών κατορθωμάτων του Οδυσσέα άλλαζε σύμφωνα με τις διαθέσεις μου. Μερικές φορές ήμουν επικεφαλής της άμυνας, άλλοτε έβαζα τον εαυτό μου στη θέση του Διομήδη και έμπαινα επικεφαλής στην αντεπίθεση εναντίον της Τροίας. Μερικές φορές η Αθηνά μ’ αγαπούσε τόσο πολύ που γκρέμιζε τα τρωικά τείχη μ’ έναν κεραυνό για χάρη μου.

Το ιππικό του Διομήδη, το πουγκί με το χρυσάφι της υπηρέτριας και οι ώρες που έμεινα κρυμμένος στην πνιγηρή σκηνή συνδυάστηκαν με κάποιον τρόπο και μου έδωσαν την ιδέα να κρύψουμε ορισμένους Έλληνες πολεμιστές μέσα σ’ ένα προδοτικό και επίβουλο, σ’ ένα δόλιο ξύλινο άλογο. Το κόλπο μού άρεσε καιν παρόλο που ποτέ δεν μπόρεσα να καταλήξω σε μια απόλυτα ικανοποιητική εξήγηση για τον λόγο που οι Τρώες θα έσερναν μέσα στην πόλη τους ένα τόσο ύποπτο ξύλινο άγαλμα μεγάλου ύψους, ξεπέρασα τις επιφυλάξεις τους και η ιστορία έγινε αποδεκτή απ’ όλους. Είπα την ιστορία τόσες πολλές φορέςν ώστε κάποτε νόμιζα ότι πραγματικά θυμόμουν τον Μενέλαο ν’ ανασαίνει γρήγορα μέσα στο πνιγηρό σκοτάδι της κοιλιάς του αλόγου.

Ταξίδεψα πολύ και κέρδισα τη γενική επιδοκιμασία. Έζησα ανάμεσα σ’ άλλους ανθρώπους, αλλά δεν ήμουν σαν εκείνους κι αυτό με βόλευε ιδιαίτερα. Στο νησί Χίος αγόρασα μια αγροικία, όπου περνούσα τους χειμώνες. Υπήρξαν γυναίκες, μερικές φορές η ίδια για χρόνια, αλλά δεν παντρεύτηκα καμία και τα ονόματά τους μπερδεύτηκαν.

Τον δέκατο χρόνο μετά την αναχώρησή μου από την Ιθάκη συνειδητοποίησα ότι είχα βαρεθεί το τραγούδι και τις νέες ακτές και πόλεις. Χάρισα την αγροικία στη γυναίκα με την οποία ζούσα τότε, και δεν υπήρξαν άσχημα συναισθήματα όταν έφυγα για το λιμάνι, εξασφαλίζοντας μια θέση σ’ ένα φοινικικό πλοίο που πήγαινε προς τα μέρη μου. Στο ταξίδι ξάπλωνα ανάσκελα στο κατάστρωμα και κοίταζα τον γκρίζο ουρανό, ενώ συνέθετα μια περιγραφή των πέντε τελευταίων χρόνων. Από έναν μυώδη Σκύθη ληστή, ο οποίος με είχε πιάσει να κλέβω τυριά από τη σπηλιά του, σκάρωσα ένα μονόφθαλμο ανθρωποφάγο τέρας. Από τους κρύους χειμώνες στη Χίο, όπου δε μιλούσα με άλλον άνθρωπο εκτός από την ερωμένη μου, σκάρωσα ναυάγια και απομονώσεις μου σε νησιά με ευγενικές μάγισσες (δεν υπάρχουν, απ’ όσο έχω δει, και ώς τώρα έχω δει πολλά, ούτε θεοί, ούτε πνεύματα, ούτε μάγισσες, αλλά φαίνεται να είμαι ο μόνος που το ξέρει — το καλύτερο που μπορώ να πω για τις δυνάμεις του σκότους είναι ότι φτιάχνουν ωραίες ιστορίες).

Τελικά οι έμποροι μ’ άφησαν στις ακτές της Ιθάκης, και έκρυψα τα κιβώτια με το χρυσάφι μου σε μια σπηλιά που θυμόμουν. Πέταξα τον παλιό μου μανδύα στο δάσος καιν χρησιμοποιώντας για καθρέφτη μια λιμνούλαν ξύρισα τη γενειάδα που είχα αφήσει όταν αποβιβάστηκα στις ακτές της Ασίας. Καλοξυρισμένος, έδειχνα παράλογα νέος. Πήγα στο ανάκτορο του πατέρα μου, και ακολούθησε η προβλέψιμη αναστάτωση: έκπληξη, δάκρυα, χαρούμενες επανασυνδέσεις, ερωτήσεις, περισσότερα δάκρυα, γιορτές, ομιλίες. Βαρεμάρα. Έπαιξα τον ρόλο μου όσο καλύτερα μπορούσα, αλλά στην πραγματικότητα ήθελα όλα αυτά να τελειώσουνν έτσι ώστε να περάσω τα υπόλοιπα χρόνια μου με το σπαθί και την άρπα στον τοίχο, δανείζοντας με υψηλό τόκο και μεγαλώνοντας γιους. Δεν ξανατραγούδησα, φοβούμενος μήπως και μ’ αναγνωρίσουν, αλλά εξασφάλισα μια φήμη από δεύτερο χέρι σαν προστάτης περιφερόμενων αοιδών. Και ήμουν πάντα πολύ γενναιόδωρος όταν τραγουδούσαν αυτολεξεί τα τραγούδια μου.


Zachary Mason. 2011. Τα χαμένα βιβλία της Οδύσσειας. Μετ. Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος. Αθήνα: Σύγχρονοι ορίζοντες.