Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Tor Åge Bringsværd

Μινώταυρος

Μετάφραση: Αθανασία Μαργώνη

(απόσπασμα)


Μέρος πρώτο


Σαν δύο γυμνές λεπίδες.

Έτσι τους θυμάμαι. Δύο λεπίδες που ξεχωρίζουν κοφτερές από το γαλάζιο του ουρανού.

Και τη βοή των φτερών των μεγάλων πουλιών…

Τους βοηθούσα να πιάσουνε πουλιά.

Μάζευα μαζί τους κερί.

Καθόμουν δίπλα του, όταν σκάλιζε τις σκέψεις του σε έναν τοίχο.

Αλλά δεν μου δίδαξε ποτέ πώς πετάνε.

Και ένα πρωί είχαν φύγει…


Τότε ο ουρανός ήταν ακόμη ένας γαλάζιος γρίφος. Τότε μπορούσα ακόμη να ξαπλώνω ανάσκελα και να ονειρεύομαι ότι πέφτω —πέφτω— προς τα πάνω, ψηλά, προς τα σύννεφα και τον ήλιο…


Έμαθα να καταλαβαίνω τις πέτρες.

Οι πέτρες δεν είναι έτσι όπως νομίζουν οι περισσότεροι. Κι αυτές ζούνε. Κι αυτές έχουνε εσωτερική φωνή.

Όταν ακουμπάω πάνω τους το κεφάλι μου, μπορούμε να συνομιλούμε. Σιγανά. Οι πέτρες δεν φωνάζουν. Και αργά. Σαν να είχαν μπροστά τους την αιωνιότητα. Αλλά εγώ ξέρω: και οι πέτρες γερνούν, θρυμματίζονται και γίνονται σκόνη…

Οι περισσότερες που γνωρίζω είναι φυλακισμένες. Βιασμένες από μεγάλες αξίνες, σπασμένες, κουβαλημένες, βασανισμένες από σμίλες. Συμπιεσμένες. Πέτρα πάνω στην πέτρα. Σχηματισμένες σε ατελείωτα τείχη.

Οι πέτρες αγαπούν την ελευθερία.

Μιλάμε συχνά για τα βουνά. Για βράχια και απόκρημνες χαράδρες.

Μερικές φορές γελάμε μαζί.

Μερικές φορές κλαίω.

Οι πέτρες μού διδάσκουν την υπομονή.

Με τα χρόνια τα πάω καλύτερα.

Στην αρχή ήταν πολύ χειρότερα.


Ονειρεύομαι συχνά ότι είμαι ένας από αυτές. Ότι είμαι κι εγώ μια πέτρα. Ξαπλώνω κολλητά στον τοίχο, κλείνω τα μάτια… Κάποτε, πολύ καιρό πριν, λένε οι πέτρες, ήμαστε ελαφριές σαν τα πούπουλα, μπορούσαμε να στροβιλιζόμαστε και να χορεύουμε… ο αέρας έπαιζε μαζί μας, και τα κύματα… μπορούσαμε να κυλάμε όπου θέλαμε, μπορούσαμε να περάσουμε όλες τις θάλασσες… αυτά στην αρχή — πριν γίνουν όλα δύσκολα… Τότε είχαν τα βουνά φτερά, λένε οι πέτρες, και κανείς δεν μπορούσε να μας συγκρατήσει.


Έχω ακόμη στο στόμα τη γεύση δύο ονομάτων. Σαν μια πληγή στη γλώσσα. Δαίδαλος. Ίκαρος. Η εικόνα τους θα είναι πάντοτε σαν ένα κριθαράκι στο μάτι. Και το χτύπημα των φτερών. Η βοή των μεγάλων φτερών δεν θα φύγει ποτέ εντελώς από τα αυτιά μου…


Δεν θυμάμαι πόσο καιρό είμαι εδώ, δεν ξέρω πόσων χρόνων είμαι. Ξεχνάω. Σαν να περνούσε κάποιος από πίσω μου με μια σκούπα. Ξεχνάω. Ξέρω ακριβώς πώς με ονομάζουν οι άλλοι, αλλά ποτέ δεν είχα δικό μου όνομα. Ξεχνάω. Θυμάμαι μόνο εκείνη την ημέρα, όταν έφυγαν πετώντας. Και την επόμενη μέρα… όταν ήρθαν με ξύλα και σανίδες… όταν έκλεισαν έξω τον ουρανό και το φως… όταν έκαναν τα τείχη τοίχους και τους διαδρόμους σκοτεινά τούνελ — ώστε κι εγώ να μην…

Μετά ήρθαν με χώμα και τύρφη. Οι θεοί ξέρουν τι φύτεψαν. Εγώ έβλεπα μόνο τις ρίζες.

Με έκαναν τυφλοπόντικα.

Γκρίζο.


Αλλά έχω τις πέτρες.

Και δεν είναι παντού σκοτεινά. Υπάρχουν σημεία όπου διαπερνά το φως. Υπάρχουν ρωγμές και μικρές σχισμές.

Εγώ έχω τις πέτρες.

Και χωρίς το σκοτάδι ίσως να μην είχαν έρθει τα όνειρα…

Τα ονομάζω όνειρα. Αλλά είναι πολύ περισσότερο από αυτό.


Είμαι ο Μινώταυρος.

Μισός άνθρωπος. Μισός ταύρος.

Γιος και μοσχάρι.

Γι’ αυτό με κλείδωσαν μέσα. Μπορώ να τους προσάψω κάτι; Έχτισαν για μένα έναν λαβύρινθο από πέτρες.

Με άφησαν ζωντανό.


Οι κραυγές στον ανατολικό διάδρομο έχουν απομακρυνθεί λίγο. Αυτό είναι καλό. Δεν μου αρέσει να τους έχω τόσο κοντά μου. Θα ξανάρθουν. Δύο γυναίκες κι ένας άντρας. Είναι μισότρελοι και βρομάνε από τον φόβο τους. Αφού το ξέρω ότι τους χρειάζομαι. Αλλά θα προτιμούσα να μην ακούω τις κραυγές τους…


***


Ο Λαβύρινθος.

Τρυπημένος από λείες γλώσσες. Κοφτερές γωνίες. Σπασμένα νύχια. Ένα σώμα δεμένο με ατελείωτες σπείρες. Ένα μπερδεμένο μυαλό με πολλές ιδέες αλλά χωρίς έξοδο… Ένας ακατανόητος κόσμος από πέτρα, όπου οι πόρτες ανοίγουν μόνο προς μία κατεύθυνση και είναι ατελείωτος ο δρόμος της επιστροφής. Όπου είναι ανοιχτές όλες οι πιθανότητες, αλλά όπου, παρ’ όλα αυτά, είναι προκαθορισμένη η πορεία και κανείς δεν ξεφεύγει από τη μοίρα του.

Ένα δίκτυο από σκούρες φλέβες. Μια μυρμηγκοφωλιά για τυφλά μάτια.

Έτσι σκέφτομαι τον λαβύρινθο,

Κι όλοι οι λάθος δρόμοι οδηγούν στην καρδιά του.


Η καρδιά: μια σπηλιά ακριβώς στο κέντρο.

Εκεί κοιμάμαι.

Κάθομαι.

Στέκομαι.


Παλιότερα.

Παλιότερα περπατούσα περισσότερο. Έκανα βόλτες. Προσπαθούσα να θυμηθώ. Προσπαθούσα να καταλάβω. Ήθελα να φτιάξω μια εικόνα στο μυαλό μου. Προσπαθούσα να αποκτήσω εποπτεία. Σε κάθε αδιέξοδο έξυνα έναν σταυρό στην πέτρα. Έδινα στις στροφές νούμερα και ελπιδοφόρα ονόματα. Και, παρ’ όλα αυτά, έκανα κύκλους, γυρνούσα πάντα πίσω. Ο γρίφος παρέμενε άλυτος. Άλυτος για μένα. Όλα ήταν μάταια, κάθε φορά κατέληγα και πάλι στο κέντρο — στη σπηλιά…


Τώρα.

Έχω γαληνέψει. Εδώ έχω αυτά που χρειάζομαι. Πάνω απ’ όλα, νερό. Είναι ευλογία. Μια πηγή με καθαρό, διάφανο νερό. Χωρίς αυτή δεν θα τα είχα βγάλει πέρα. Δεν χρειάζεται πια να γλείφω το νερό της βροχής από τις σχισμές και τις ρωγμές, δεν χρειάζεται να βρέχω τη γλώσσα μου στις νωτισμένες πέτρες. Όπως έκανα παλιότερα… όταν περιπλανιόμουν όλη μέρα… γυρνούσα στη σπηλιά μισοπεθαμένος… και αμέσως μόλις μπορούσα να ξανασταθώ στα πόδια μου… συνέχιζα τρεκλίζοντας… στηριζόμουν με τα χέρια… τότε πίστευα ακόμη ότι θα ωφελούσε… τότε έλπιζα ακόμη να βρω μια έξοδο. Τώρα δεν έχω πια τέτοιες ελπίδες. Έχουν καεί. Κείτονται σαν λευκή στάχτη στη μνήμη μου. Δεν με ενοχλούν πια.

Τώρα έχω γαληνέψει.


Αλλά η πικρία παραμένει μέσα μου.

Δαίδαλε —εσύ, Αθηναίο σκυλί— σε εμπιστευόμουν! Ήσουν κι εσύ όπως κι εγώ ένας φυλακισμένος. Εσύ κι ο γιος σου, ο χλωμός, διαταραγμένος Ίκαρος… Και σας εμπιστευόμουν. Αφού είμαστε φίλοι, έλεγες, είμαστε στην ίδια κατάσταση, έλεγες, πρέπει να προσπαθήσουμε να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, έλεγες, πρέπει να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον…

Και σε εμπιστεύθηκα.

Αφού κατάγεσαι από τον Ήφαιστο προσωπικά —τον θεϊκό σιδηρουργό— και τον γιο του Ερεχθέα… όταν κάποτε ο θεός, λάγνος και καβλωμένος, πίεσε βίαια την Αθηνά, η οποία απέρριψε τον κουτσό μνηστήρα της. Ο Ήφαιστος, όμως, γεμάτος θυμό και απελπισία, έχυσε το σπέρμα του στη γη. Από εκεί προήλθε ο γενάρχης σου, ο ιερός βασιλιάς της Αθήνας — από μάταιο κόπο.

Έπρεπε να είχα ακούσει καλύτερα.

Έπρεπε να είχα καταλάβει τα υπονοούμενα.

Αλλά σε θαύμαζα. Ήσουν άλλωστε ο Δαίδαλος… ο έξυπνος και σοφός εφευρέτης που καταφέρνει τα αδύνατα, που φέρνει δώρα… σε σένα οφείλουμε το πριόνι και τον διαβήτη, και πολλά άλλα εργαλεία που δεν έχω δει ποτέ μου… εσύ έφτιαχνες αγάλματα από μπρούντζο και χρυσό, τόσο ζωντανά που έπρεπε να τα αλυσοδέσουνε για να μη φύγουν — αυτά λένε για σένα.

Κι εγώ συγχωρούσα, ήθελα να καταλάβω γιατί έφτιαξες τον λαβύρινθο…

Θα ήταν καλύτερα να σε είχα σκοτώσει.


Μην εμπιστεύεσαι ποτέ έναν άνθρωπο — λένε οι πέτρες. Μην εμπιστεύεσαι ποτέ έναν άνθρωπο.

Αλλά δεν είναι και οι άνθρωποι πέτρες; ρωτάω εγώ. Θυμάστε τον μεγάλο κατακλυσμό; Τότε, όταν ο Εύρος —ο ανατολικός άνεμος— ήρθε ορμητικός, με βρεγμένα φτερά και το πρόσωπο κρυμμένο στο σκοτάδι… και ο Ποσειδώνας χτύπησε την τρίαινά του στον βυθό της θάλασσας και έσπρωξε τα κύματα πάνω στη στεριά. Όταν ο Δίας άφησε όλους τους ανθρώπους να πνιγούν. Όλους, εκτός από δύο — τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα.

Θυμόμαστε — απαντούν οι πέτρες.

Και τι συνέβη μετά; ρωτάω εγώ. Όταν ο Τρίτων φύσηξε στο κοχύλι του και το νερό αναγκάστηκε να υποχωρήσει… Δεν πήγαν αυτοί οι δύο σε ένα μαντείο; Και τι απάντηση τους έδωσαν εκεί;

Υπάγετε — ψιθυρίζουν οι πέτρες. Καλύψτε τα κεφάλια σας, λύστε τις ζώνες των ρούχων σας και πετάξτε τα σεπτά κόκαλα της μητέρας σας πίσω σας.

Και πώς ερμήνευσαν την απάντηση; συνεχίζω. Τι συνέβη μετά; Εσείς οι ίδιες μού τα έχετε διηγηθεί.

Θεώρησαν μητέρα τους τη Μητέρα Γη — αναστενάζουν οι πέτρες. Και τα κόκαλα ήταν οι πέτρες που βρήκαν στο σεβάσμιο σώμα της.

Στην κάθοδο από τον ναό — λέω και ακουμπάω με το στόμα το κρύο τείχος. Στην κάθοδο από τον ναό μάζευαν πέτρες, βρεγμένες ακόμη και γλιτσιασμένες από τα πολλά νερά. Και πετούσαν τις πέτρες πίσω τους. Και την ίδια στιγμή… όταν οι πέτρες έπεφταν στο έδαφος, έχαναν τη σκληρότητά τους, γίνονταν μαλακές, έπαιρναν σχήμα και άρχιζαν να μεγαλώνουν. Για μια στιγμή κείτονταν σαν ημιτελή αγάλματα. Μετά ζωντάνεψαν οι φλέβες στις πέτρες, άρχιζε να πάλλεται το αίμα, αυτό που αρχικά ήταν πέτρινο έγινε κόκαλα τυλιγμένα σε κρέας. Οι πέτρες που έριξε ο Δευκαλίων έγιναν άντρες, οι πέτρες της Πύρρας έγιναν γυναίκες. Αργά αργά σηκώθηκαν οι καινούριοι άνθρωποι…

Έτσι έγινε — ψιθυρίζουν οι πέτρες. Το θυμόμαστε.

Γιατί τότε να εμπιστεύομαι τις πέτρες περισσότερο από τους ανθρώπους; ρωτάω εγώ προκλητικά.

Ήμουν εκεί — λέει μια φωνή που ίσα ίσα ακούγεται.

Δεν τη βλέπω, ξέρω μόνο ότι είναι μια από τις αρχαιότερες πέτρες. Μια από αυτές που κοιμούνται σχεδόν συνέχεια.

Οι άλλες πέτρες σωπαίνουν, ακούνε.

Αλλά δεν μεταμορφώθηκα — ακούγεται ψιθυριστά από κάπου στα σκοτεινά. Έμεινα πάντοτε πιστή στον εαυτό μου.

Και δεν ξέρω αν αυτός που κλαίει είναι εκείνη ή εγώ.


Αλλά δεν είχα επιλογή.

Έπρεπε να τον εμπιστευτώ.

Δικό μου είναι το φταίξιμο; μου είπε. Εγώ είμαι μόνο ένας υφιστάμενος και χτίστης. Κάνω απλώς αυτό που μου αναθέτουν.

Έναντι καλής αμοιβής — πρόσθεσα εγώ.

Ή υπό απειλή — απάντησε εκείνος.

Και έτσι έχτισε τον λαβύρινθο. Έφτιαξε έναν πέτρινο γρίφο. Έναν γρίφο του οποίου τη λύση γνώριζε μόνο εκείνος.

Και για να παραμείνει για πάντα άλυτος, για να μην τη μαρτυρήσει κανείς, και για να μη γίνει ποτέ γνωστός ο δρόμος — τον κλείδωσαν κι εκείνον μέσα. Εκείνον και τον γιο του. Τον έκλεισαν μέσα στον ίδιο του τον γρίφο. Αμέσως μόλις μπήκε στη θέση της και η τελευταία πέτρα.

Μπροστά στην είσοδο έβαλαν στρατιώτες.

Αλλά ξέχασαν τον δρόμο προς τα πάνω…

Τότε ο λαβύρινθος δεν είχε ακόμη σκεπή.

Και ο Δαίδαλος θυμήθηκε την κυψέλη από χρυσό που είχε φτιάξει κάποτε, θυμήθηκε τι του είχαν διδάξει οι μέλισσες. Σχεδίασε τα φτερά του σε στρώσεις και σε σχήμα βεντάλιας — και τα πούπουλα τα κόλλησε με κερί.

Για λίγο καιρό ένιωθα σαν ένας από αυτούς. Ήμουν σχεδόν ευτυχισμένος. Το ανθρώπινό μου κομμάτι με έκανε σχεδόν έναν από αυτούς. Τον Δαίδαλο και τον Ίκαρο. Αλλά μια μέρα είχαν φύγει. Εγώ έμεινα πίσω. Στην πραγματικότητα δεν υπήρξα ποτέ ένας από αυτούς.

Και μετά ήρθε η σκεπή. Το σκοτάδι. Η πικρία.


Το χειρότερο:

ότι πλέον δεν χρειάζεται να φρουρούν την είσοδο. Ότι δεν χρεάζονται πλέον στρατιώτες που να προσέχουν να μην ξεφύγω.

Ο Δαίδαλος γνώριζε τον δρόμο.

Οι στρατιώτες ήταν εκεί εξαιτίας του.

Μετά την εξαφάνισή του δεν ήταν πλέον αναγκαίοι οι φύλακες.

Ζούμε εδώ σαν φυλακισμένοι. Αλλά είμαστε ελεύθεροι, λένε, ελεύθεροι — αν ήμαστε ποτέ σε θέση να βρούμε τον δρόμο για την έξοδο…

Ζούμε εδώ σαν σκιές.

Είμαστε φυλακισμένοι της ίδιας μας της ανικανότητας.

Είμαστε καταδικασμένοι για πάντα να χάνουμε τον δρόμο μας.

Για να μας χλευάζουν και να μας περιγελούν εκείνοι εκεί έξω.


Έχω τόσο περίεργα όνειρα.

Πού και πού ονειρεύομαι ότι είμαι ένας αρουραίος. Ένας λευκός αρουραίος που μπορεί να σκάψει και να περάσει κάτω από τα τείχη και τις πέτρες. Που ροκανίζει τις ρίζες, απομακρύνει το χώμα και τα μπάζα με δυνατά, μικρά νύχια.

Τον δρόμο προς τα πάνω τον έχουνε φράξει.

Τον δρόμο προς τα κάτω όμως;


Σήμερα το πρωί ξύπνησα επειδή ήρθε μια από τις γυναίκες και ξάπλωσε δίπλα μου.

Οι άλλοι την ονομάζουν Λαβίνια.

Θέλει να κάνει παιδί μαζί μου.

Τα μάτια της είναι σαν δύο φοβισμένα πουλιά.

Αλλά είναι δυνατή.

Πιστεύει ότι με αυτόν τον τρόπο θα πετύχει μια καλύτερη θέση. Ελπίζει ότι έτσι θα τη γλιτώσει.

Την έδιωξα.

Δεν θέλω να βλέπω κανέναν τους όσο είναι δυνατόν.

Αυτό μόνο δυσκολότερα τα κάνει όλα.

Άλλωστε, δεν είναι καιρός τώρα για τέτοια.


***


Βρίσκομαι στην καρδιά — στην πιο κεντρική αίθουσα. Είναι σχετικά μικρή. Εφτά βήματα από τοίχο σε τοίχο. Έχω κρεμάσει ένα μακρύ υφαντό ρούχο στην είσοδο. Κάνει κρύο εδώ μέσα. Γι’ αυτό κάθε φορά κρατάω τα ρούχα τους. Τα έχω απλώσει στο πάτωμα σαν χαλιά. Με ζεσταίνουν κάπως. Προσπαθώ να ξεχάσω ποιος τα φορούσε.


Μερικές φορές εύχομαι να ήμουν πιο σκληρόπετσος. Να μην ήταν μόνο το κεφάλι μου διαφορετικό. Γιατί το σώμα μου είναι εντελώς φυσιολογικό. Από τους ώμους και κάτω. Δέρμα. Χλωμό και ευαίσθητο. Μερικές φορές νιώθω αηδία για το ίδιο μου το σώμα. Τόσο τρυφερό, τόσο ευάλωτο. Σε σύγκριση με το κεφάλι.


Εδώ, σε αυτή την αίθουσα, μου κατέβαζαν κάποτε το φαγητό. Ένα μεγάλο πλεχτό καλάθι. Δυο φορές τη μέρα. Συνήθιζαν να κάθονται πάνω για να με παρακολουθούν κατά τη διάρκεια του φαγητού. Τους το επέτρεπα. Δεν υπήρχε, άλλωστε, και η δυνατότητα να κρυφτεί κανείς. Αν ήθελα να απομακρυνθώ, πηδούσαν σαν τα κατσίκια πίσω μου. Στέκονταν με ανοιχτά τα πόδια και ανοιχτό το στόμα αποπάνω μου, πάνω στο τείχος, και έκαναν χειρονομίες. Μερικές φορές έκαναν σαν να μην είχαν φέρει τίποτα μαζί τους. Κατέβαζαν άδειο το καλάθι. Γελούσαν όταν ξεφυσούσα αγριεμένος. Ή τραβούσαν το καλάθι πάλι προς τα πάνω την τελευταία στιγμή, όταν πήγαινα να το πιάσω. Ήθελαν να τους κάνω ακροβατικά. Ήθελαν να πέφτω στα τέσσερα και να χτυπάω οργισμένος με το πόδι. Τους άρεσε όταν φώναζα και ξεφυσούσα. Μουγκάνιζαν τότε, όπως οι αγελάδες. Ήθελαν να τρέχω και να χτυπάω με το κεφάλι μου στον τοίχο. Αλλιώς δεν μου έδιναν τίποτα.

Συχνά ήταν πολλοί εκείνοι που στέκονταν εκεί πάνω.

Όταν προσπαθούσα να τους μιλήσω ή να τους φωνάξω, γελούσαν περισσότερο.

Η γλώσσα μου είναι πολύ μεγάλη.

Ο σχηματισμός των λέξεων θέλει χρόνο.


Κάποτε έσπρωξαν μέσα προς τα μένα ένα νεαρό μοσχαράκι. Ήθελαν να το καβαλήσω. Το είχαν στολίσει με στεφάνια από λουλούδια και με ένα πέπλο.

Στρατιώτες ήταν. Απλοί άνθρωποι.

Μεταξύ των γευμάτων με άφηναν στην ησυχία μου.


Τότε έτρωγα φρούτα και λαχανικά.

Και αυτό σήμερα είναι διαφορετικό.

Μετά το χτίσιμο της σκεπής.

Είναι η μια ταπείνωση χειρότερη από την άλλη;

Αν μπορούσα να επιλέξω;


Δεν ξέρω πόσα χρόνια. Δεν έχω όρεξη να τα μετρήσω. Διότι δεν υπάρχει επιστροφή.

Τι το ιδιαίτερο έχουν οι πέτρες;

Όταν σπάνε μια πέτρα από το βουνό, δεν μπορεί να επιστρέψει ποτέ. Κι εκεί που ήταν δεν φυτρώνει καινούρια…

Είμαι μια πέτρα.

Έτσι είναι.


Οι κραυγές τους με αγχώνουν σήμερα. Περισσότερο από άλλες φορές. Ξεχωρίζει ξεκάθαρα η φωνή της Λαβίνια. Βραχνή και γεμάτη μεμψιμοιρία. Ξέρουν ότι σύντομα θα ψάξω να βρω έναν από αυτούς. Έναν από τους τρεις. Τον Κράτωνα, τον ναυτικό με τα τραχιά χέρια, τη Μένθη, που κάποτε μου τραγούδησε όλα τα τραγούδια της, τη Λαβίνια, την υφάντρα που δεν θέλει ποτέ να εγκαταλείψει την ελπίδα… Καταλαβαίνω από τις φωνές τους ότι έχουν σκοπό να με προλάβουν. Αυτό είναι καλό. Έτσι το αποφεύγω εγώ. Στην αρχή συνήθως παραμένουν ενωμένοι. Όταν είναι δεκατέσσερεις. Η πρώτη φορά είναι πάντα σοκ για κείνους. Οι περισσότεροι αρνούνται να φάνε. Έτσι κερδίζω την απαραίτητη υπεροχή. Σιγά σιγά, η πείνα και ο φόβος τούς κάνει να χωρίζουν. Και όταν φτάνουν στο σημείο που είναι τώρα, συνήθως διαλέγουν μεταξύ τους. Ο καθένας τους θέλει να είναι ο τελευταίος, αν γίνεται. Ρώτησα τις πέτρες: Γιατί; — Υπάρχει ένας θρύλος, λένε οι πέτρες. Όλοι ονειρεύονται ότι ο τελευταίος θα γλιτώσει. Πιστεύουν ότι υπάρχει ένας δεύτερος λαβύρινθος που βρίσκεται πιο βαθιά, αποκάτω μας. Πιστεύουν ότι ο τελευταίος θα μεταφερθεί σ’ εκείνον τον βαθύτερο λαβύρινθο. Εκεί θα συναντήσει και τους άλλους «τελευταίους» που γλίτωσαν από εκείνον. Και θα ζήσουν αιώνια.

Το συζήτησα αυτό με τη Λαβίνια. Τότε, που ήταν ακόμη εφτά. Όταν ήταν ακόμη δυνατό να συζητώ με κάποιους από αυτούς.

Στην αρχή νόμιζε ότι ήθελα να κάνω πλάκα μαζί της. Αλλά γρήγορα συνειδητοποίησε ότι ίσως τη δοκιμάζω. Και ένιωσε εκλεκτή…

Πώς είναι εκεί κάτω, Λαβίνια;

Είναι σαν ένας ξεχωριστός κόσμος, με ουρανό, φως και αστέρια.

Και αυτοί που μένουν εκεί κάτω, Λαβίνια;

Τα έχουν όλα όσα χρειάζονται.

Ο λαβύρινθος όμως, Λαβίνια;

Είναι ένα δάσος από όμορφους κίονες. Σαν ναός. Μια ιερή πόλη.

Και οι δρόμοι, Λαβίνια;

Είναι από χρυσάφι.

Αυτός ο θρύλος εμφανίζεται κάθε φορά όταν πλησιάζουμε προς το τέλος. Παίρνει διάφορες μορφές και χρώματα, αλλά πάντοτε πρόκειται για το ίδιο όνειρο. Δεν ξέρω από πού προέρχεται και πώς μεγαλώνει. Ξέρω μόνο ότι όλοι το ονειρεύονται.

Σύντομα θα τελειώσει και αυτός ο γύρος.

Σύντομα θα είμαι μόνος.

Και μετά, μια μέρα, θα φέρουν δεκατέσσερις καινούριους.

Για εκείνους ξέρω μόνο αυτό: και εκείνοι θα έχουν αυτό το όνειρο. Αποτελεί μέρος του λαβύρινθου.

Κάποτε —εδώ και πολλούς γύρους— ήταν ένας ανάμεσά τους που είχε ένα ιδιαίτερα χρωματιστό όραμα: όταν θα έχουν πεθάνει όλοι οι άλλοι, έλεγε, όταν θα έχει μείνει μόνο ένας… τότε θα έρθει αυτός ο τελευταίος ενώπιον του Κυρίου του λαβύρινθου (έτσι με έλεγαν τότε)… και οι δύο αυτοί θα αλλάξουν θέση… Ο τελευταίος θα γίνει Κύριος του λαβύρινθου και ο παλιός θα κατέβει στον παράδεισο κάτω από τη γη… Ο νέος Κύριος του λαβύρινθου θα κάνει αυτό που πρέπει να γίνει, μέχρι να αντικατασταθεί από κάποιον «τελευταίο», ώστε να μπορέσει γαλήνιος να κατέβει προς τα κάτω.

Έμοιαζε ειλικρινής όταν τα έλεγε αυτά, και αναρωτιόταν πώς δεν μπορούσα να θυμηθώ ποιος ήμουν πριν…

Τον ζήλευα για το όνειρό του αυτό.

Ευχαρίστως να το είχα πιστέψει.

Διότι ήταν ένα όμορφο όνειρο. Με μια λύση.

Γι’ αυτό έδειξα ευαισθησία.

Ας κρατούσε το όνειρό του.

Μέχρι την τελευταία στιγμή.

Θυμάμαι το γεμάτο προσμονή χαμόγελό του. Αλλά ενώπιος ενωπίω είναι ζήτημα ζωής και θανάτου.

Έτσι είναι. Και έχουν περάσει πολλοί γύροι, και πριν και μετά.

Οι κραυγές έχουν σταματήσει τώρα. Έγινε πάλι ησυχία. Άρα τελείωσε γι’ αυτή τη φορά… Τώρα έχουν μείνει μόνο δύο… Σύντομα θα ακούσω βήματα να σέρνονται… και όχι μακριά από την καρδιά θα τον ή την ακουμπήσουν. Θα κάνουν μερικά βήματα πίσω και θα περιμένουν… θα περιμένουν σαν πεινασμένα, ανήσυχα, κλαψιάρικα σκυλιά που κουνάνε την ουρά τους… θα περιμένουν να εμφανιστώ εγώ και να πάρω το μερίδιό μου.

Και μετά θα ξεκινήσει για όλους μας καινούρια προθεσμία.


*


Τι ονειρεύεται μια πέτρα;

Κλείνω τα μάτια και βλέπω τον εαυτό μου σαν αρουραίο… Ένα λευκό, τεράστιο ζώο με λείο, λαμπερό τρίχωμα… Ένας αρουραίος με δυνατά, ανθεκτικά νύχια… και μάτια σαν κόκκινα αστέρια.

Αυτό είναι το όνειρο του υπόγειου διαδρόμου.

Το όνειρο του συντομότερου δρόμου.


***


Γιατί κρέμομαι τόσο από τη ζωή; Γιατί κουβαλάω τη φλόγα μου σαν ένα καιόμενο πουλί στα χέρια;

Μόνο επειδή έχω το κεφάλι ενός ταύρου;


Είμαι σαν μια εικόνα που έχει σπάσει σε κομμάτια. Δεν θα βρω ηρεμία προτού μπουν τα κομμάτια πάλι στη θέση τους.


Εγώ —ο Μινώταυρος— τα έχω γράψει αυτά.

Εγώ — ο παράξενος και τρομερός ταύρος του βασιλιά Μίνωα. Το βδέλυγμα. Με το οποίο τρομάζουν τα παιδιά τους. Το τέρας. Το οποίο κάνει τους εχθρούς μας να τρέμουν.

Ναι, λέω μας. Λέω εμείς.

Γνωρίζω τη θέση στην οποία με έχουν βάλει.

Ωστόσο, είμαι ο γιος μιας βασίλισσας.

Αυτό δεν μπορεί να μου το πάρει κανείς.

Η μητέρα μου είναι βασίλισσα.

Εδώ στην Κρήτη.


Αυτή είναι η ιστορία μου.

Διακλαδώνεται σαν τρίαινα.

Η πρώτη μύτη βρίσκεται στην Κνωσό, σε μια κούνια με αγριόχορτα που λυγίζουν σαν φίδια, που ταλαντεύεται αργά αργά σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο λάπις λάζουλι, κάτω από έναν θόλο με ζωγραφισμένο πάνω τον Προμηθέα, όπως είναι αλυσοδεμένος στον βράχο και ένας αετός τού τρώει το συκώτι.

Η δεύτερη μύτη φτάνει στο χάος, εξαφανίζεται σε μια γκρίζα χαράδρα που συνεχώς γίνεται σκοτεινότερη.

Η τρίτη μύτη είναι μπηγμένη μέσα μου, σαν ένας πόνος.

Αν τα καταφέρω ποτέ να λυγίσω αυτές τις τρεις μύτες στη θέση τους, ίσως να γίνονταν μία λαβή. Τη χρειάζομαι για να κρατηθώ αποπάνω της.


(η μετάφραση έγινε από τα γερμανικά)


Tor Åge Bringsværd. 1989. Minotauros. Übers. Lothar Schneider. Berlin: Suhrkamp Verlag. Μετάφραση αποσπάσματος: Αθανασία Μαργώνη, Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2016.