Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Γιώργος Γεραλής

Ευρυδίκη


Είδα την Ευρυδίκη στην επιστροφή της,
μ’ ένα κλωνάρι φως στο χέρι, να κατηφορίζει,
σκυφτή, τα σκιερά μονοπάτια,
με τα μαλλιά της μοιρασμένα ακόμη
στους ανέμους της ζωής και του θανάτου.
Κι όσο ζύγωνε, γέμιζεν η δείλη
κελαρυσμούς, σα να ’τανε ο χιτώνας,
που διπλωνότανε στο ανάερο γόνυ,
μια λύρα, ή σαν η κόμη της να ηχούσε
ήχους φιλιών μέσα στην έρημη ώρα.
Πώς εδιάβηκε πλάι μου δε θυμούμαι,
γιατί καθώς εσήκωνε το βλέμμα
στρέφοντας ελαφρά την όψη προς εμένα,
δεν τραγουδούσε μοναχά ο χιτώνας,
μόνο το χέρι δε φεγγοβολούσε,
μα ήτανε φως και μουσική όλη η πλάση,
που είχε χωρέσει στα βαθιά της μάτια,
τόσο θαμπωτική, που τα δικά μου
αθέλητα εχαμήλωσα.

Έτσι ήταν τότε.
Ένα σχήμα θαμπό, που ξεμακραίνει,
το στυφό κατεβαίνοντας ακρογιάλι.
Εκεί τη ζώσανε οι κουφοί, μελανοί βράχοι
κι όπως μπήκε στο σύνορο, τ’ άσπρα πουλιά,
κινώντας απ’ τις τέσσερις άκρες του αγέρα,
σμίξανε πάνω απ’ τη λιγνή σκιά της
και παίρνοντάς την στα πλατιά φτερά, χυθήκανε,
βέλος γοργό, απ’ την άκρη της ελπίδας
ώς την αρχή τού τίποτα τη σκοτεινή.
Κι όλη τη νύχτα ο Άδης τραγουδούσε.

Όλη τη νύχτα η σιωπηλή χώρα ετραγούδα
κι ένα φως απαλότερο απ’ τη λύπη
χάραζε πάνω απ’ τα γρανίτινα όρη.
Όλη τη νύχτα ξαγρυπνήσαμε κοιτώντας πέρα
στην κατάνακρη χώρα τη λευκή ευδοκία
πάνω από το πηχτό σκοτάδι, ακούοντας
την απίστευτη μουσική της αβύσσου.
Όλη τη νύχτα ξαγρυπνήσαμε, εγώ
κι η Μοίρα μου —εκείνη, ακοίμητη όπως πάντα.
Και την αυγή, όλα πήρανε την πρώτην όψη
κι η γη τού τίποτα στους πρωινούς ατμούς είχε χαθεί
όπως μέσα στη βαριάν αγάπη χάνεται η καρδιά,
κι όπως μέσα στην άχνη των καιρών, η βαριά αγάπη.

Ό,τι για μια φορά μας άγγισε, ξαναγυρίζει
κι αυτό είναι το πικρότερο, που δεν πονεί,
διαβαίνει και κοιτάει αδιάφορα σα λύπη ξένη.
Όμως εγώ την είδα, ώρα γραμμένη, τη θαμπή Ευρυδίκη,
σαν προαιώνια θλίψη να περνάει από ένα
όνειρο σε άλλο, και του ονείρου ο πόνος,
με τον καιρό, βαραίνει πιο πολύ.
Και λέω πως ίσως
τη στιγμή που τα μάτια θα κλείνουν
σαν φτερά κουρασμένα, και τα χείλη
σαν τελειωμένο βιβλίο,
θα μου δοθεί απ’ τη δύσκολη Μοίρα, στερνή χάρη,
το μουσικό χιτώνα της ν’ αγγίξω,
υπόσχεση για μιαν αγάπη στο αβασίλευτο φως,
για την πικρή αθανασία του ονείρου.

Γιώργος Γεραλής.1961. Τα μάτια της Κίρκης. Αθήνα: Φέξης. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Γεραλής. 2009. Ποιήματα. Αθήνα: Ερμής.