Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Πέτρος Πικρός

Η εταίρα που κυβέρνησε την Ελλάδα


(απόσπασμα)


Η δόξα απ’ την ανάποδη

Τι λένε;

— Ποιος ντεμπουτάρει σήμερα;

— Ο Λυσικλής!

— Γαργάλα με κουμπάρε να γελάσω!...

Μα τον είχε καταφέρει η γυναίκα του.

— Τι κι αν σε φτύσουν κακομοίρη! Θα πλυθείς, θα φύγει. Ξύλο μια φορά δε θα φας!

Σούρωσαν αλήθεια τα ιοβόλα χείλη των οι Αθηναίοι μόλις ανέβηκε ο Λυσικλής στο μαρμαρένιο σκαλοπάτι να βγάλει λόγο. Κι όπου τρέξει τρέξει, η Αγορά ολόκληρη στο πανηγύρι.

Μα πρώτη η καλύτερη η μαρίδα, η λετσαρία και τ’ αλάνια:

— Άιντε ντελμπετέρη Λυσικλή, κι εδώ σε θέλω!... Έκανε και σένα ρήτορα η Ασπασία!

— Πες τα, καρδερίνα μου, πες τα!...

Πώς να μη χαίρονται οι μανάβηδες! Πήραν κιόλας τ’ απάνου οι σάπιες ντομάτες, τ’ αβγά τα κλούβια κι οι λεμονόκουπες. Κι ούτε για τον όρκο χάμω καρπουζόφλουδα.

Ξερόβηξε απαίσια ο νεοφώτιστος ρήτορας, κι έκαμε το νόημα για να σωπάσει ο κόσμος:

— ... Ω! Άνδρες Αθηναίοι!...

— Ίσαμ’ εδώ καλά τα πάει.

— Είναι και κουτσοδόντης ο έρμος!

— Αμ τώρα στα γεράματα, μάθε μας γέρο γράμματα!

— ... και πάνυ και μέντοι! Αυτό γίνεται πάντα! «Κοντεύει ο πόλεμος», «Θα τον έχουμε σίγουρα»—. Το είπαν ανέκαθεν και θα το λένε ακόμη στους αιώνες, όσο που θα γίνονται πολέμοι! «Α, μπα» —σου λένε οι άλλοι— «βλέπει κανείς σας πόλεμο; Ποτέ δεν έγιναν τόσα σύμφωνα ειρήνης, φιλίας και διαιτησίας...» Κι ένα καλό πρωί, εκεί που δεν το περιμέναμε!... σκάει η μπόμπα!

— Μωρέ για στάσου! Σαν κάτι φαίνεται να λέει!...

Ένας μόρτης είχε πετάξει κιόλας τη ντομάτα του. Μα ήταν πρόωρο:

— Οικονομία στα σάπια, παιδιά!... Σε λίγο θα φουντώσει το γλέντι.

Ο Λυσικλής ατάραχος, σα να την είχε φάει με το κουτάλι τη ντροπή:

— ... Κηρύσσεται ο πόλεμος! Ο Πελοποννησιακός, όπως τον ονομάσανε πολλοί.

Ας τον πούμε καλύτερα, ω άνδρες Αθηναίοι: ο Μεγάλος Πόλεμος, γιατί ο Πελοποννησιακός είναι ο φοβερός, είναι ο τραγικός παγκόσμιος πόλεμος της εποχής μας. Τον είπαν: τελευταίο, δίχως να λογαριάσουν τον προσεχή «τελευταίο», π’ αρχίζει κιόλας με τα Θηβαϊκά...

Λέγε να δούμε παρακάτω!... —ανυπομονούσαν τα μπουλούκια.

— Ήταν σκληρός, αιματηρός και απάνθρωπος ο πόλεμος εκείνος, κι έβαλε στα αίματα όλους τους λαούς του πολιτισμένου κόσμου... Ήμουνα τότες ειρηνόφιλος, όπως πολλοί από σας. Είχαμε ορκιστεί την Αμφικτιονία. Μα τη στιγμή που έπρεπε, οι αρχηγοί μας έστριψαν. Κι εμείς, ο λαουτζίκος, ανάψανε τα αίματά μας, τρέξαμε στο στρατόπεδο, ανεβήκαμε στις τριήρεις της Σαλαμίνας και πήγαμε όπου μας έστελνε ο Περικλής, όπως θα πάμε πάλι αύριο όπου θα μας στείλει ο Δημοσθένης.

— Ας όψεται ο γιος της Αγαρίστης!

— Μα τότες δεν τα μιλούσαμε έτσι! Η κάθε μας κουβέντα ήταν και μια κατάρα για τη Σπάρτη, τη δασκάλα της ψευτιάς, όπως τη λέγαμε. Κι ωστόσο, μέσα στους κόλπους μας είχε οργανωθεί η ψευτιά. Κάθε μέρα μάθαινε ο λαός και μια νίκη απ’ τους ντελάληδες. Κι όταν δεν επρόκειτο για θριάμβους, τ’ ανακοινωθέντα ήταν καθησυχαστικά: «Ηρεμία στο Δυτικό Μέτωπο!» ή κιόλας «Τίποτε το νεώτερον στο Ανατολικό». Από νίκη σε νίκη, κι από ηρεμία σε ηρεμία, ξέσπασε η καταστροφή. Νικητές και νικημένοι, στο τέλος βαρεθήκαμε, νικημένοι όλοι...

Όσο μιλούσε, τόσο έκαμαν κατάπληξη τα λόγια του, τόσο απλωνότανε κι η σιωπή. Μα στο σημείο αυτό τράνταξε η βροντή:

— Κατάρα στη νέα Ομφάλη! Αέρα στην καινούρια Ελένη, που άναψε φωτιά! Κακόχρονο να ’χει η Ασπασία!

Κάτι προσπάθησε να πει πάνω σ’ αυτό ο Λυσικλής, να εξηγήσει πως η Ασπασία...

— ... Δε φταίει αυτή, πιστέψτε με!

Μα τώρα όχι πια μόνο λεμονόκουπες και ντομάτες, αλλά μαγκούρες στον αέρα.

— Βαράτε τον! Γι’ αυτό μας τα φέρνεις τόση ώρα βόλτα, θεομπαίχτη! Άρχισες να κατηγοράς τον πόλεμο για να παινέσεις τους υπαίτιους!

— Η Ασπασία είναι γυναίκα του!

— Καλέ, δεν το ξέρετε; Τώρα στα γεράματα παντρεύτηκε τούτον τον τρύπιο τζέτζερε!

— Έχει και δυο παιδιά μαζί του...

— Του τα ’μαθεν η ίδια τα γράμματα, να βγει να την ξεπλύνει!

— Κι είδες με τι μαστοριά ο μασκαράς;

— Του τον είχε γράψει η ίδια το λόγο, όπως έγραφε και τους λόγους του Περικλή.

Μα ποιος ν’ ακούσει τίποτα μέσα σ’ εκείνη τη μανιασμένη οχλοβοή. Κι έφαγε της χρονιάς του ο αυτοσχέδιος αγορητής, έβαλε και στον κόρφο του.

Τον είχαν κάμει μπλε μαρέν, κι ούτε κατάλαβε καλά καλά πώς τα κατάφερε να στρίψει. Δεν ήταν καν ανάγκη να πει λεπτομέρειες στη γυναίκα του, που τον περίμενε ανυπόμονα.

— Δάκρυά μου τα προοίμια της Τέχνης, ω Ασπασία!

— Έλα, καημένε, και δεν είναι τίποτα! Ένα ξεσκόνισμα.

— Θα συνηθίσω λες;...

Κι έπειτα τον πήρε το παράπονο.

— Εγώ που είχα ήσυχο το κεφαλάκι μου και πούλαγα κι αγόραζα τις γίδες μου, να με κάνεις τώρα εμένα ρήτορα, μωρή Ασπασία!

— Θα γίνεις και θα πεις κι ένα τραγούδι!

— Όχι άλλη φορά, Ασπασία μου!... Όχι άλλη φορά τέτοιο ξύλο!

Αμ τι τον πήρε; Τώρα, βέβαια, ήταν και τ’ άλλα: Κακός ψυχρός ο Λυσικλής, ήταν ο μόνος που της πρόσφερε στεφάνι και παπά —που λέει ο λόγος. Αυτή ήταν η μανία της: να παντρευτεί! Ένα γαμπρό, κι ας ήταν και ξυλένιος.


Πέτρος Πικρός. 1976. Η εταίρα που κυβέρνησε την Ελλάδα. Αθήνα: Κάκτος. [1η έκδ.: 1930, Αθήνα: Φλάμμα.]