Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου

Έκτωρ, ο αγαπημένος των θεών


(απόσπασμα)


ΕΙΚΟΝΑ ΔΕΥΤΕΡΗ

(Ο ΕΚΤΩΡ ανασηκώνεται. Φαίνονται οι πληγές φρέσκιες και το σώμα γεμάτο χώματα.)


ΕΚΤΩΡ

Μάνα... (Σιωπή νεκρική.) Μάνα, έλα πιο κοντά, κρυώνω. (Σιωπή.) Ακούω τον θρήνο σου. Πού είσαι; Η φωνή σου τρυπάει τους αιώνες μου. Τι όνειρο, Θε μου! Ο Άδης σηκώθηκε όρθιος σαν ποτάμι μανιασμένο και περνούσε μέσα από την Τροία... Κι εγώ να προσπαθώ ν’ αδειάσω το νερό με μια πήλινη κούπα τόση δα... Ω, τι όνειρο... και τι ύπνος βαθύς.

Θυμούμαι τα χέρια σου, μάνα.

Με τις παλάμες ζητούσες να σπρώξεις τον Άδη... το θυμωμένο ποτάμι του...

Δεν υπάρχει κανείς;

Εδώ μ’ εγκατέλειψαν στη μέση του δρόμου... μ’ έναν ανήμπορο γέροντα να σέρνει το άρμα...


(Φωνή δυνατή.)


Δεν υπάρχει κανείς;

Είμαι ο Έκτωρ ακόμα!

Ο αγαπημένος των θεών!

Ω, οι θεοί!

Με αφάνισαν με τρυφερότητα.

Με συμπόνια.

Μ’ έσυραν από το άρμα του εχθρού μου για να μπορέσουν να με κλάψουν αθώο.

Το σώμα μου όλο μια πληγή γεμάτη χώματα κι αγκάθια. Κι ο θείος Δίας να με αποκαλεί «αγαπημένο του...» με δάκρυα στα μάτια.

Πόσο ξεπουλημένα όλα.

Όμως πού είσαστε;

Θέλω ν’ αγγίξω το χέρι σας.

Να πονέσω μαζί σας.

Είμαι ο νικημένος εγώ.

Ο ταπεινωμένος.

Την ταπείνωση του θανάτου μου δεν την άντεξα.

Αυτή κι απ’ τις πληγές μου πιότερο πονούσε.

Και τώρα ξέρω.

Ας μη με λυπηθούνε πια οι θεοί.

Μιαν οργή σέρνω μέσα μου.

Και μιαν άσβεστη φλόγα.

Ελάτε! Είμαι ο θνητός εγώ.

Ο άνθρωπος.

Κανείς. Είμαι μονάχος.

Εγώ, κι αυτός εδώ, με το λευκό κεφάλι, είναι ο γερο-πατέρας μου που πενθεί.

Έδωσε όλους τους θησαυρούς της Τροίας για να πάρει ετούτο το πληγιασμένο σώμα μου, το ταπεινωμένο.

Τόσο πολύ άξιζα νεκρός!

Η περηφάνια των ανθρώπων να πεθάνουν τιμημένοι! Πόσο μακριά είμαι.

Καημένε πατέρα... Τίποτα δεν κατάλαβες.

Όπως δεν κατάλαβα κι εγώ.

Την προδοσία των θεών πολύ αργά την είδα. Όταν σερνόμουνα πάνω στη γη, σ’ εκείνη την ελάχιστη στιγμή που ήμουνα ακόμα ζωντανός και σπάραζα από ντροπή και πόνο.

Ήτανε εκείνη η στιγμή της αλήθειας μου.

Κι είδα το μάκρος της μάταιης ζωής μου, της προδομένης.

Πού είσαι, Ανδρομάχη...

Αγαπημένη της νιότης μου.

Θέλω ν’ ανασάνω την άνοιξη στο σώμα σου.

Ποθώ να σε ιδώ άλλη μια φορά πριν με πάρει ο δρόμος.

Να σε σφίξω στα μπράτσα μου....

Είμαι ο άνδρας ακόμα...

Κι η οργή που έχω μέσα μου με κάνει πιο δυνατό.

Μόνο πρόσεξε τον γιο μας... Κρύψε τον καλά, μην τον αγγίξει μάτι μπάσταρδου θεού... Είδα το φίδι που σερνότανε δίπλα μου... το είδα. Είδα το μάτι του καρφωμένο στο δικό μου γεμάτο φαρμάκι.

Πρόσεξε την κούνια του παιδιού, καλή μου.

Ο γιος μου πρέπει να ξέρει από πού θα φυλαχτεί.

Ο θνητός γιος μου.

Όμως πού βρίσκομαι;

Ποιος μάγεψε τη στιγμή του θανάτου μου και μ’ έφερε πίσω....


(Η ΓΥΝΑΙΚΑ τον πλησιάζει αργά.)


ΓΥΝΑΙΚΑ

Εγώ! Κι όταν το Φίδι το Ιερό φτάσει στο τέλος του δρόμου, θα ’χει τελειώσει ο χρόνος σου, αγαπημένε πρίγκιπα. Επτά φορές το μπόι του, ο δρόμος.


ΕΚΤΩΡ

Και ποια είσαι εσύ που μπορείς να ορίζεις τον θάνατό μου;


ΓΥΝΑΙΚΑ

Η παλιά μάγισσα. Προφήτευα για σένα τότε...


ΕΚΤΩΡ

Η Κασσάνδρα!


ΓΥΝΑΙΚΑ

Πες με όπως θες. Δεν έχω όνομα πια. Μόνο το μίσος που ακόνισα τους αιώνες μου, για να σε βρω.


ΕΚΤΩΡ

Και τι θες από μένα;


ΓΥΝΑΙΚΑ

Σου χαρίζω τη ζωή!

Μόνον εγώ μπορώ να το κάνω αυτό.

Σου χαρίζω τον δρόμο του Ιερού Φιδιού.

Μπορεί μια μέρα, μπορεί μια νύχτα.

Μπορεί μια μικρή αιωνιότητα, ποιος ξέρει...

Ήταν ο αρχαίος χρησμός αυτός.... πρέπει να τον θυμάσαι... το Ιερό Φίδι. Όταν φτάσει στο τέρμα του δρόμου, η ζωή σου θα ’χει τελειώσει.

Όμως ζήσε ετούτη τη μέρα!

Ζήσε τη μαγεμένη νύχτα που έρχεται με τον έρωτα τρυφερό... Βγάλε από μέσα σου την οργή να γαληνέψει η ψυχή σου. Είσαι ζωντανός, το βλέπεις. Κι οι αιώνες σου οι άσωτοι μαλάκωσαν τις πληγές στο σώμα.


ΕΚΤΩΡ

Τι λες, Γυναίκα; Ξέρεις τι λες; Ώστε εσύ... εσύ με μάγεψες να ξυπνήσω από ’να θάνατο που θα με λύτρωνε;


ΓΥΝΑΙΚΑ

Δεν λυτρώνει ο θάνατος. Μόνο η ζωή. Γι’ αυτό σε ξύπνησα. Για να καταλάβεις...


ΕΚΤΩΡ (κάμπτεται)

Για να καταλάβω...


ΓΥΝΑΙΚΑ

Έγινες πιο σοφός μέσα στον θάνατό σου, δεν το βλέπεις;

Η ιστορία του κόσμου επάνω σου γράφτηκε.

Μια άβυσσος από κόκαλα η σιωπή.


ΕΚΤΩΡ

Ω, γιατί με βάζεις πάλι μέσα στον σπαραγμό;


ΓΥΝΑΙΚΑ

Η ζωή είναι σπαραγμός, ναι. Μα τόσο γλυκός! Θα ζήσεις. Η Ανδρομάχη σου θα ’ρθει σε λίγο και θα ’ναι όμορφη. Θα σου φέρει λάδι για τις πληγές, βάλσαμο. Κι η ανάσα του γιου σου που κοιμάται θα σου χαρίσει την πιο μεγάλη ανθρώπινη ευτυχία.


ΕΚΤΩΡ

Πώς με παγίδεψες, Γυναίκα. Εγώ που έσπασα πια κάθε δεσμό μου με τον κόσμο ετούτο και αποκήρυξα τον οίκτο των θεών... τώρα νά με, εδώ, αιχμάλωτος ενός αρχαίου χρησμού...

Να ζήσω τη μοίρα του θνητού. Άλλη μια φορά...


(Δυνατά, με πόνο.)


... τη μοίρα του θνητού.

Γιατί ’μαι ο θνητός εγώ.

Ένα πλάσμα εύθραυστο και τρυφερό, κλεισμένο σε μια γυάλινη πραγματικότητα...

Μα δεν θ’ αντέξω... δεν θ’ αντέξω ετούτη τη φορά.

Με τα χέρια μου θα την κομματιάσω...

Ετούτα τα ίδια τα χέρια που σύρθηκαν μέσα στον ατιμωτικό θάνατο...


(Λυγίζει.)


Κι ωστόσο... το θέλω τόσο πολύ να ιδώ την Ανδρομάχη μου... Ν’ ακούσω την ανάσα του κοιμισμένου γιου μου...

Το θέλω τόσο πολύ, Γυναίκα...

Κάνε να ’ρθει... Κάνε να ’ρθει...

Κι ας είναι μόνο ώσπου να φτάσει το Ιερό το Φίδι στο τέρμα του δρόμου.

Τούτο το λίγο είναι στ’ αλήθεια τόσο πολύ.


(Η ΓΥΝΑΙΚΑ απομακρύνεται, πηγαίνει και πάλι κοντά στον ΑΝΤΡΑ που κοιτάζει σαστισμένος.)


ΑΝΤΡΑΣ

Δεν το πιστεύω... Εσύ εξουσιάζεις ετούτη τη στιγμή;


ΓΥΝΑΙΚΑ

Αιχμάλωτη κι εγώ στην ίδια μου τη δύναμη. Μη ρωτάς άλλο. Σε λίγο θα είναι αργά.


ΑΝΤΡΑΣ

Κι αφού έχεις τόση δύναμη, γιατί να είναι αργά σε λίγο;


ΓΥΝΑΙΚΑ

Ούτε κι οι ίδιοι οι θεοί μπορούν όσο το θέλουν. Κι εγώ σήμερα είμαι ένας μικρός θεός που παίζει με τον Άδη... Αιώνες μελετούσα τις γραφές των οστών.


(Ακούγεται στεναγμός του ΓΕΡΟΝΤΑ.)


ΑΝΤΡΑΣ

Ο γερο-Πρίαμος... Ένας αξιοθρήνητος πατέρας, που σέρνει ο ίδιος το άρμα με το σώμα του γιου του μέσα... Έχασε τον δρόμο...

Πάμε να βοηθήσουμε...


ΓΥΝΑΙΚΑ

Σσς... Κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει. Μείνε εδώ...


ΑΝΤΡΑΣ

Μα δεν βλέπεις...


ΓΥΝΑΙΚΑ

Ναι. Η άμαξα πάλιωσε αιώνες ν’ αλέθει τον χρόνο. Όλα πάλιωσαν. Μόνο η δίψα για μια στάλα ζωή μένει αλύτρωτη.


ΓΕΡΟΝΤΑΣ

Θαρρώ πως ξεστρατίσαμε.


ΕΚΤΩΡ

Ξεστρατίσαμε. Αλλού μας έβγαλε ο χρόνος. Γείρε να κοιμηθείς, σου λέω. Ετούτη η μέρα είναι δική μου. Κι η νύχτα που έρχεται ώς το τέλος του δρόμου.


ΓΕΡΟΝΤΑΣ

Νερό... λίγο νερό...


(Πλησιάζει η ΓΥΝΑΙΚΑ και του δίνει νερό μέσα σε μια κούπα. Επιστρέφει στη θέση της. Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ γέρνει πάλι, βυθίζεται.)


ΓΥΝΑΙΚΑ

Θα ’ρθουν οι Τρωαδίτισσες να λατρέψουν το ωραίο νεκρό σώμα του γιου του... Λόγια που έμειναν κούφια... σαν την ομορφιά της Ελένης. Λόγια μετέωρα πάνω από την άβυσσο των σκοτωμένων. Πού να ’ξερε πως μόνον εγώ θα μείνω στο τέλος δίπλα του, να τον συμπονέσω. Εγώ, η άνομη.


ΑΝΤΡΑΣ

Αν του έλεγα ποιος είμαι. Αν του θύμιζα τον όρκο της φιλίας μας...


ΓΥΝΑΙΚΑ

Δεν ωφελεί. Ο χρόνος του είναι πολύτιμος και βιάζει.


ΑΝΤΡΑΣ

Κι όμως, θα πάω...


(Τον πλησιάζει αργά. Κοιτάζονται.)


ΕΚΤΩΡ

Τι θέλεις μπροστά μου τούτη την ώρα;


ΑΝΤΡΑΣ

Σου είχα πει να γυρίσεις στην πόλη... Φέρθηκες με αποκοτιά... Σου τον είχα πει τον θάνατό σου... Η περηφάνια σε τύφλωσε.


ΕΚΤΩΡ

Δεν ξέρεις τι λες. Ήμουνα ο αθώος εγώ. Ο νήπιος. Που πιάστηκα άδολος στο παιχνίδι των θεών. Μα δεν θέλω να θυμούμαι. Γιατί ταράζεις την ψυχή μου, ξένε;


ΑΝΤΡΑΣ

Είμαι ο φίλος σου εγώ, δεν είμαι ξένος.


ΕΚΤΩΡ

Δεν έχω φίλους πια. Πήγαινε. Είμαι μονάχος καταμεσής σ’ έναν έρημο θάνατο. Και μόνον εκείνη περιμένω πια.. Εκείνη και τον γιο μου.

Ο γιος μου θα πάρει στο αίμα του την οργή ετούτη για την προδοσία των θεών, θα ξέρει.

Πήγαινε, σου λέω. Δεν θέλω να θυμούμαι.


ΑΝΤΡΑΣ

Πώς μπορείς να ξεχάσεις την δόξα των Αχαιών...


ΕΚΤΩΡ

Θέλεις να μάθεις; Δεν τους μισώ πια τους Αχαιούς. Ήταν κι αυτοί παγιδευμένοι και την πλήρωσαν τη δόξα τους. Σκέφτομαι την Ιφιγένεια και την Ηλέκτρα. Την προδομένη Κλυταιμνήστρα. Σκέφτομαι τους ποταμούς του αίματος που πέρασε από τα δώματα των παλατιών τους. Δεν τους μισώ, όχι. Ο θάνατος ξεπλένει τα εφήμερα κι αφήνει στην ψυχή μιαν άπειρη συμπόνια.


ΑΝΤΡΑΣ (έντρομος)

Τι λες; Ξέρεις τι λες; Είσαι ο Έκτωρ εσύ; Ο Έκτωρ που ταπείνωσαν... που έλιωσαν πάνω στο χώμα...


ΕΚΤΩΡ

Θ’ άξιζε να ξυπνήσω από χίλιους θανάτους μόνο και μόνο για να γνωρίσω αυτό το καινούριο μου πρόσωπο...

Ναι, είμαι ο Έκτωρ εγώ. Ο νικημένος.

Όμως, θέλεις να σου πω;

Προτιμώ την ήττα μου, ξένε. Για να μπορώ να είμαι ελεύθερος κι απ’ τους θεούς κι απ’ τους ανθρώπους.

Σήμερα το έμαθα αυτό: πως είμαι ελεύθερος!

Κι ό,τι ποθώ είναι εκείνη... μόνον εκείνη.

Κι ο γιος μου, ο τρυφερός Αστυάναξ...

Πήγαινε, σου λέω.


(Ο ΑΝΤΡΑΣ απομακρύνεται.)


ΑΝΤΡΑΣ

Ελεύθερος... Ακούς, ελεύθερος...


[...]


Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου. 2010. Θέατρο. Αθήνα: Κέδρος.