Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Μαρία Κέκκου

Αντιγόνη ή το τέλος της αυταπάτης


(αποσπάσματα)


ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ


[...]


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Με βρήκες εδώ; Στη χώρα του ανέγγιχτου; Εδώ το μόνο, που μπορείς να βρεις, είναι την κτητική διάθεση της Περσεφόνης. Τίποτε άλλο! Άλλωστε πάντοτε και παντού, ό,τι θελήσεις να αγγίξεις πεθαίνει. Τα πάντα γεννήθηκαν ελεύθερα και εσύ ποτέ δεν το κατάλαβες αυτό. Όταν τα εγγίζεις ενοχλούνται όλα τα λουλούδια του αγρού και όταν τα κόψεις δεν τα αποκτάς βεβαίως!


ΑΙΜΩΝ

Εσύ θέλησες να μας αφήσεις! Εσύ παράστησες πρώτη το κομμένο νούφαρο, κάτω από την πλάνα επιγραφή:

«ΘΥΣΙΑΖΟΜΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΥΝΕΙΚΗ».

Ποιον Πολυνείκη και πράσινα άλογα! Για δες τάφο που έχει ο Πολυνείκης! (Δείχνει τον τύμβο.) Όταν εσύ δεν δέχτηκες ακόμα ούτε μια νεκρική χοά, ούτε μια προσφορά.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ, γέρνει πάνω στην πλάκα —ακούγονται λυγμοί— σύρει το μάγουλο πάνω στο μάρμαρο και συνεχίζει:

Άφησε τον τάφο του Πολυνείκη να αναπαυθεί στο Θρήνο μου! Έμεινε μόνο τ’ άσπρο μάρμαρο απ’ το αλαβάστρινο σώμα. Αυτόν τον τάφο τον έσκαψα με τα δόντια. Οι Φύλακες με προστάτευαν κάπως, δεν λέω —μα, μ’ έβριζαν κιόλας— με λέγανε τρελή και άλλα πολλά. Μερικοί με βοήθησαν λίγο, το πιο πολύ βλαστημώντας βοηθούσαν. Μα εγώ δεν άκουγα. Εγώ είχα φύγει. Ώρα κι ώρα... ήμουν μακριά... πολύ μακριά... είχα φύγει. Τον δρόμο τον δοκίμασα, τον γεύτηκα καλά, βλέποντας το νεκρό σώμα του Πολυνείκη να αποσυντίθεται κάτω απ’ τον ήλιο, που έλαμπε. Καθώς τον είδα να αλλοιώνεται, είχα μια εμπειρία θανάτου. Το πτώμα του Πολυνείκη κείτονταν παραμορφωμένο, φρικτά τυμπανισμένο, πασαλειμμένο με λίγη σκόνη, δήθεν για να φύγει το μίασμα. Και τότε αισθάνθηκα όλα τα νοήματα πάνω σ’ αυτό το σώμα να συμπυκνώνονται, όλες τις αξίες. Όλες οι αξίες και όλα τα νοήματα στο κορμί του Πολυνείκη ενσωματώθηκαν, ακολουθώντας την ίδια πορεία. Όλα όσα σήμαινε για μένα ο Πολυνείκης, πήραν την ίδια πορεία. Όλα τα πράγματα γύρω μου μίκραιναν κι έχαναν νόημα. Η ελπίδα έγινε έχιδνα άρνησης. Άρχισα να γυρίζω σε μνήμες ψάχνοντας δυνάμεις. Θυμόμουν κάθε φορά, που ανίχνευα στα βλέμματα των άλλων την απόρριψη, του Πολυνείκη η διαρκής παρουσία μου έδινε δύναμη σαν αγέρας καλοκαιρινός κάλυπτε τα ρήγματα, που μου άφηναν οι συγκρούσεις και οι ανεπάρκειές μου. Με στήριζε με μια διακριτική παρουσία, μ’ ένα γέλιο ή μ’ έναν ανέμελο χαιρετισμό, που δεν άφηναν καμιά υποψία αμφιβολίας και με βεβαίωναν ότι όλα κυλούν όπως πριν, όταν ήμασταν παιδιά, ΑΘΩΑ ΠΑΙΔΙΑ, ανίδεα για τα πυρακτωμένα σχήματα της στοργής, για τη βεβαιότητα των αισθημάτων. Πόσο μ’ αγαπούσε ο Πολυνείκης. Πόσο απλά και αβίαστα με νοιάζονταν. Προπάντων, όταν ήμαστε μικρά, μα κι αργότερα κι ύστερα. (Παύση.) Ύστερα ανδρώθηκε... και μαζί του ανδρώθηκε και η χαρά μου για τη δύναμή του, την αίγλη του. Ω! αγαπημένο μου κορμί, τέτοιο παράστημα, που λίγο πριν σ’ άγγιζα ζεστό και ζωντανό, καθώς περνούσες δίπλα μου, ερωτικός έφηβος, μια δύναμη όλος, ομογεννημένη, που με συνέπαιρνε...


ΑΙΜΩΝ

Σ’ άλλη περίπτωση θα σ’ είχα παρεξηγήσει...


ΑΝΤΙΓΟΝΗ, σαν να μην άκουσε:

Αυτό το υπέροχο κατορθωμένο σώμα κείτονταν εκεί! Φρικτά τυμπανισμένο, ανίκανο να κρύψει από τα βέβηλα βλέμματα την ασκήμια του, αδύναμος, περίγελως των εχθρών του, έκθεμα απαίσιο, πιο απαίσιο κι απ’ όσο ο πιο βαθύς εχθρός του, νοστάλγησε ποτέ του να τον δει. Και όμως ο πατέρας σου τον φρόντισε, έριξε σκόνη επάνω του! Μια σκόνη, που του αλλοίωνε ακόμα περισσότερο την όψη και που από μας θα έδιωχνε την κατάρα των θεών, ξορκίζοντας τη συμφορά. Μα η συμφορά δεν ξορκίζεται με σκόνες και τέτοια, έχει το βήμα σταθερό! Και όποιος τολμήσει να μετρηθεί μαζί της, ίσως το νιώσει, ίσως το βρει, το αληθινό νόημα της ζωής!


ΑΙΜΩΝ

Και γι’ αυτό έτρεξες εσύ αμέσως; Μήπως χάσεις την ευκαιρία; Και δεν βρεις το νόημα! Και θέλει πολύ θάρρος να σκοτωθεί κανείς για να γλιτώσει το λιντσάρισμα από αυτούς τους μουζίκους; Δεν λες πως το ’σκασες την τελευταία στιγμή γιατί φοβήθηκες τα χειρότερα. Κυνηγημένη απ’ τα οργισμένα δρεπάνια, σαν αγρίμι χώθηκες εδώ και ξέροντας καλά το μέλλον ποιο ήταν... έκανες την ηρωική σου επιλογή!


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Η ζωή μου είχε χαθεί πολύ πιο πριν...

[...]


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Με ήθελες πάντα για να παριστάνω το μπαστούνι σου. Κουράστηκα σ’ αυτό το ρόλο του υποζυγίου. Τι όνειρα που είχα Θεέ μου! Ονειρεύτηκα τη δικαίωση! Αναζήτησα την ταυτότητά μου σε σένα. Με κοίταζες και υπήρχα, έστρεφες το βλέμμα σου και χανόμουνα, έτσι που κατάντησα απόλυτα χωρίς βλέμμα, βαθμιαία έβλεπα μέσα από σένα, έβλεπα τον κόσμο μέσα απ’ τα μάτια σου. Έβλεπα τη ζωή να περνά μέσα από τις δικές σου τις αισθήσεις, να εγκρίνονται και να απορρίπτονται οι εμπειρίες μου, από ξένα κέντρα. Μάταια προσπαθούσα να αντιδράσω. Όλο και πιο πολύ, όλο και πιο πολύ έχανα έδαφος... Η κάθε κραυγή απελπισίας μου χανόταν, έσβηνε μόλις λίγα βήματα, πριν απ’ τη γλώσσα, κάθε κίνηση για βοήθεια έσβηνε, πριν από τις απολήξεις των μυώνων, και κατέληγε σ’ ένα σπασμωδικό τρέμουλο, ένας τάφος ανέκφραστων κραυγών και ναυαγισμένων προσπαθειών απόδρασης έγινε η ψυχή μου. Κι εσύ έτσι αναίσχυντα χωρίς αιδώ και περιστολή καμιά, ερχόσουν συχνά εκεί, στο μυστικό μου βασίλειο, έπαιρνες και τις τελευταίες δυνάμεις που μου έχουν απομείνει... Κάθε φορά που ένιωθες αδυναμία ερχόσουν. Χωρίς καν να σε φωνάξω, χωρίς να το θέλω, ίσως... με τη συγκλονιστική σου παρουσία γέμιζες όλους τους χώρους και μου έπαιρνες και την τελευταία ικμάδα της ζωής, αντλούσες, όλα τα χαμόγελα, που τα ’χα φυλαγμένα για τις ημέρες της βροχής και ύστερα μ’ άφηνες εκεί σε μια γωνιά, αδειανό φουστάνι, να καιροφυλακτώ τις πιθανότητες για να αναπνεύσω. Κάθε μέρα όλο και λιγότερο ζούσα. Αλλά, νά που βρήκα τη δύναμη, γονάτισα μες στην ψυχή μου και έφτασα ώς εκεί, σκάβοντας νύχτα και μέρα, βρήκα τελικά τη μυστική μου ρίζα. Σε αναγνώρισα τότε! Αλλά αυτό πια δεν είχε σημασία! Ήσουν ο Φοίβος, ο πανωραίος Απόλλωνας, αλλά αυτό πια δεν έχει σημασία...

Ήμουν κι εγώ κόρη της γης, δεν θα μπορέσεις να με απορροφήσεις να με εξαϋλώσεις με το μαγικό σου φως και τη μουσική, που γλυκά γλυκά σε ναρκώνει, αυτή τη μουσική της λησμονιάς, που αρχικά με εξαπάτησε. Εγώ είμαι μια κόρη της γης, δεν θα παραδοθώ, θα αγωνιστώ με όλες μου τις δυνάμεις, θα υποφέρω. Θα συμμαζέψω με τα νύχια μου τα κομμάτια μου, αλλά δεν θα παραδοθώ. Θα είμαι ο εαυτός μου. Δεν το αντέχω άλλο πια να είμαι η σάρκα και το αίμα, που προσφέρει ζωή. Πάντα χαμένη μέσα σ’ αυτόν τον ίδιο σκοτεινό ρόλο. Μια μήτρα, που εκτρέφει στα ερεβώδη διαστήματα του υποσυνείδητου τη Δύναμη. Μια δύναμη ετεροιωμένη, μια δύναμη αλλοτριωμένη απόλυτα, που ξέφευγε από μένα και κάθε μέρα όλο και πιο δυνατό σε αναδείκνυε, όλο και πιο κατάλληλο για εξουσία, με αυτό το αναγνωρισμένο ταλέντο σου στα καθημερινά ζητήματα, να διευθετείς άριστα τις υποθέσεις του κράτους, και εγώ να είμαι εκεί αναλώσιμη ύλη να σε στηρίζω, υποστυλώνοντας με αίμα τις εκβάσεις των πραγμάτων, χωρίς να μπορώ να υποστυλώσω την ψυχή μου στα δικά μου πόδια. Τον κόσμο να νιώθω μετέωρα ανάμεσα στη βούληση και την επιθυμία σου, αλλά μ’ αυτά τα χέρια θα γαντζωθώ απ’ την ρίζα μου (ανυψώνει τα χέρια προς το πέπλο. Μοιάζει απόλυτα με φτερωτό άγαλμα).

Στη Μάνα μου, τη γη, φωνάζω να με κάνει Δάφνη!

Ιερό φυτό να γίνω να με πάρει κοντά της.

[...]


Μαρία Κέκκου. 1992. Αντιγόνη ή το τέλος της αυταπάτης. Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη.