Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Τάκης Δόξας

Στη χώρα του Αυγεία


(απόσπασμα)


ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΑΘΗΜΑ της άλλης μέρας μίλησε στα παιδιά για τον μύθο του Αυγεία.

— Ήταν ένας βασιλιάς, τους είπε, που ’χε πατέρα τον Ήλιο...

— Μα έχουμε βασιλιάδες σήμερα, κυρ; Ξεφύτρωσε απότομα ένας σβόμπιρας και ρώτησε.

— Κι εγώ δεν ξέρω! Απάντησε με δικό του νόημα ο δάσκαλος. Αλλού είχαν και τους σκότωσαν. Αλλού τους έχουν και τους τιμάνε. Κι αλλού τους διώχνουν... Μα δεν μιλάμε για σήμερα, παιδί μου.

— Α!

— Ο βασιλιάς, λοιπόν, εκείνος λεγόταν Αυγείας και είχε το βασίλειό του στη χώρα της Ηλείας. Στην πατρίδα μου, να πούμε. Ήταν απ’ τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου τότε, που δεν ήξερε τι να κάμει τους θησαυρούς του. Εκτός απ’ τ’ άλλα αγαθά, είχε κληρονομήσει απ’ τον πατέρα του κι ένα κοπάδι με τρεις χιλιάδες βόδια, που για τριάντα ολόκληρα χρόνια έμεναν ακόμα ακαθάριστες οι κοπριές τους.

Ο σβόμπιρας ξαναξεφύτρωσε:

— Ου... ου... βρόμα που θα είχε η πατρίδα σου, κυρ!

— Αφού το λες εσύ, Αντωνάκη! Καταλαβαίνετε τώρα τι γινόταν με τις κοπριές: είχανε μαζευτεί τόσες πολλές, που κλείσανε τους στάβλους του βασιλιά! Κι ήταν τόσο απελπισμένος ο Αυγείας, που κόντευε να χάσει τα μυαλά του... Ώσπου, νά σου μια μέρα και περνάει απ’ το παλάτι του ο Ηρακλής. Ο Ηρακλής ερχόταν από ένα μεγάλο ταξίδι που είχε κάμει στη Φολόη και στις Μυκήνες.

— Και πού είναι αυτά τα μέρη, κυρ; Φώναξαν δυο τρεις.

— Η Φολόη είναι οροπέδιο ανάμεσα στην Ηλεία και την Αρκαδία, και οι Μυκήνες είναι πόλη του νομού Αργολίδος.

Ένας της πέμπτης θυμήθηκε τους Κένταυρους της Φολόης που σκότωσε με τα βέλη του ο Ηρακλής, κυνηγώντας τους ώς εδώ κάτω στο Γκαβομαλιά. Θυμήθηκε επίσης και τον Ερυμάνθιο Κάπρο, που τον έπιασε ο Ηρακλής μες στο χιόνι και τον πήγε στον βασιλιά Ευρυσθέα στις Μυκήνες.

Κι ο δάσκαλος συνέχισε:

— Ο Ηρακλής, που λέτε, είδε τις κοπριές και λέει στον Αυγεία: «Καλέ μου βασιλιά, μπορώ σε μια μέρα να σου καθαρίσω τους στάβλους. Δέχεσαι να μου δώσεις για πληρωμή 300 βόδια;». Ο Αυγείας γέλασε κάτω απ’ τα μουστάκια του με τα λόγια του Ηρακλή, μα του είπε «ναι». Και του το ’πε γιατί δεν πίστευε ότι θα πετύχαινε ένα τέτοιο φανταστικό κατόρθωμα. Ο Ηρακλής όμως ήταν ένας ήρωας, όπως ξέρετε, παιδί του θεού Δία και μιας πεντάμορφης γυναίκας, της Αλκμήνης. Και είχε μια δύναμη όσο χίλιοι άνθρωποι.

Ύστερα ο δάσκαλος διηγήθηκε παραστατικά στα παιδιά τον τρόπο που ο Ηρακλής έκαμε τον πέμπτο άθλο του. Πώς δηλαδή μπροστά στα μάτια του Φιλέα, γιου του βασιλιά, γκρέμισε έναν τοίχο απ’ τους στάβλους με τις κοπριές κι έπειτα έριξε εκεί μέσα τα νερά του Αλφειού και του Πηνειού που κύλαγαν ορμητικά σε κείνο τον τόπο. Τα νερά των ποταμιών, τους είπε, χύμηξαν στους στάβλους, σπρώξανε τις κοπριές και τις πήρανε τρέχοντας για να τις αδειάσουν στις εκβολές τους.

— Και πήρε τα 300 βόδια ο Ηρακλής; Ρώτησε η Μελπούλα του Γλυκόζη.

— Όχι, Μελπούλα! Ο Αυγείας δεν κράτησε τον λόγο του, και μια μέρα ο Ηρακλής σκότωσε τον βασιλιά. Μα αυτό δεν έχει σημασία για το μάθημά μας. Εγώ ήθελα να σας πω κάτι άλλο σήμερα.

— Για τον Ηρακλή πάλι;

— Για τις χώρες του Αυγεία με τις κοπριές που υπάρχουν και σήμερα, παιδιά. Που ίσως να μη λείψουν ποτέ απ’ τον κόσμο.

— Δηλαδή;

— Νά τι ακρβώς εννοώ: Όπως τα βόδια του βασιλιά Αυγεία γέμισαν τους στάβλους με τις κοπριές τους, έτσι συμβαίνει και με ορισμένους ανθρώπους που βρομάνε με τις πράξεις τους μια πόλη ή ένα χωριό. Τρεις χιλιάδες ήταν τα ζώα του Αυγεία που μάζεψαν τόσες κοπριές στη χώρα του. Απ’ τους ανθρώπους, για να κάμουν τόσες κοπριές και να μαγαρίσουν έναν τόπο, φτάνουν και λίγοι...

Τα παιδιά πέσανε σε περίσκεψη. Δούλεψε κι η φαντασία τους, ερεθίστηκε η περιέργειά τους, άναψε το φιλότιμό τους.

— Και πού είναι σήμερα οι χώρες του Αυγεία, κυρ; Φώναξε ο πιο αψίκορος της έκτης.

— Όπου μυρίζουν κοπριές, Αντρέα μου. Αρκεί να’ χει κανείς καλή μύτη και να τις μυρίζεται.

— Ε, και πώς γίνεται μ’ αυτές! Ο Ηρακλής έχει πεθάνει, κυρ. Θα πάμε να τον ξεθάψουμε για να τις καθαρίσει;

— Εκείνος, βρε Αντρέα, ήταν ένας υπερφυσικός, ένας παραμυθένιος ήρωας, και γι’ αυτό έκανε τόσους άθλους που τους θαυμάζουμε. Μα Ηρακλής είναι κάθε δυνατός άνθρωπος που μπορεί να ξεπαστρέψει έναν τόπο από τις βρομιές.

— Να πούμε, και συ, κυρ;

— Είπαμε: ο καθένας!

— Κι ο Τσιλιβήθρας ακόμα;

— Κι αυτός, όταν μεγαλώσει. Αν θέλει, βέβαια. Κι αν παλέψει. Αν τα βάλει με τις κοπριές.

[...]


Καλοκαίρι ’73.


Τάκης Δόξας. 1973. Στη χώρα του Αυγεία. Σχέδια: Γιώργη Βαρλάμου. Αθήνα.