Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

André Gide

Ο Προμηθέας ελεύθερος δεσμώτης

Μετάφραση: Γεωργία Ζακοπούλου


ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΑ

VI


«Κύριοι, όπως σας είπα, τον αετό μου δεν τον έβλεπα πάντα. Πριν απ’ αυτόν ήμουν ξένοιαστος και όμορφος, ευτυχισμένος και γυμνός, χωρίς να το ξέρω. Μαγευτικές μέρες! Στις πλαγιές του Καυκάσου με τα κελαρυστά νερά, ευτυχισμένη και γυμνή κι εκείνη, με αγκάλιαζε η αισθησιακή Ασία. Μαζί σεργιανίζαμε στις κοιλάδες, νιώθαμε τον αέρα να τραγουδάει, το νερό να γελάει, τα πιο ταπεινά λουλούδια να μοσχοβολούν. Συχνά πλαγιάζαμε κάτω από μεγάλα κλαριά, ανάμεσα στα λουλούδια, όπου πετούσαν μουρμουρίζοντας σμήνη εντόμων. Η Ασία μού δινόταν, όλο γέλια· ύστερα, το θρόισμα από τα σμήνη, τα φυλλώματα και τα αμέτρητα ρυάκια έσβηνε γλυκά, καλώντας μας στον γλυκύτερο ύπνο. Γύρω μας όλα ευνοούσαν τη μοναξιά, μας προστάτευαν από τους ανθρώπους. — Ξάφνου, μια μέρα η Ασία μου είπε: “Πρέπει ν’ ασχοληθείς με τους ανθρώπους”.

»Πρώτα πρώτα, χρειάστηκε να τους αναζητήσω.

»Ήθελα πολύ ν’ ασχοληθώ μαζί τους, αλλά ήταν να τους λυπάσαι.

»Ήταν ελάχιστα φωτισμένοι· επινόησα γι’ αυτούς μερικές φωτιές· κι από τότε άρχισε ο αετός μου. Από εκείνη τη μέρα κατάλαβα πως ήμουν γυμνός».

Στα λόγια αυτά, χειροκροτήματα ακούστηκαν από διαφορετικά σημεία της αίθουσας. Ξάφνου ο Προμηθέας ξέσπασε σε λυγμούς. Ο αετός χτύπησε τις φτερούγες του, γουργούρισε. Με μια φριχτή κίνηση, ο Προμηθέας άνοιξε το γιλέκο του και έτεινε στο πουλί το πονεμένο συκώτι του. Τα χειροκροτήματα δυνάμωσαν. Ύστερα ο αετός στροβιλίστηκε στις μύτες, γύρω από τον Προμηθέα, τρεις φορές· εκείνος ήπιε μια γουλιά νερό, στάθηκε να πάρει μια ανάσα και συνέχισε την ομιλία του μ’ αυτά τα λόγια:


VII


«Κύριοι, μέχρι στιγμής επικράτησε η μετριοφροσύνη μου· συγχωρήστε με: είναι η πρώτη φορά που μιλάω δημοσίως. Τώρα όμως θα επικρατήσει η ειλικρίνειά μου. Κύριοι, ασχολήθηκα με τους ανθρώπους πολύ περισσότερο απ’ ό,τι σας είπα. Κύριοι, έχω κάνει πολλά για τους ανθρώπους. Κύριοι, έχω αγαπήσει του ανθρώπους παθιασμένα, σφοδρά, οικτρά. — Κι έχω κάνει τόσα γι’ αυτούς, που δεν θα υπερέβαλλα αν έλεγα ότι οι άνθρωποι είναι δικό μου δημιούργημα· επειδή, πριν από μένα, τι ήταν; — Υπήρχαν, αλλά δεν είχαν συνείδηση της ύπαρξής τους. — Έφτιαξα αυτή τη συνείδηση, κύριοι, μ’ όλη μου την αγάπη γι’ αυτούς, σαν μια φωτιά για να τους φωτίζει. — Η πρώτη συνείδηση που απέκτησαν ήταν η συνείδηση της ομορφιάς τους. Χάρη σ’ αυτήν κατέστη δυνατός ο πολλαπλασιασμός του είδους. Ο άνθρωπος διαιωνιζόταν με τους απογόνους του. Η ομορφιά των πρώτων επαναλαμβανόταν απαράλλαχτη, αδιάφορη και χωρίς ιστορία. Αυτό θα μπορούσε να συνεχίζεται στο διηνεκές. — Ανήσυχος τότε, φέροντας ήδη μέσα μου, χωρίς να το γνωρίζω, το αυγό του αετού μου, θέλησα κάτι περισσότερο ή κάτι καλύτερο. Αυτός ο πολλαπλασιασμός, αυτή η κατακερματισμένη παράταση μου φάνηκε πως έδειχνε σαν κάτι να περίμεναν — ενώ στ’ αλήθεια ο μόνος που περίμενε ήταν ο αετός μου. Εγώ δεν ήξερα· αυτή την αναμονή των ανθρώπων την πίστευα, αυτή την αναμονή την τοποθετούσα μέσα στον άνθρωπο. Άλλωστε, έχοντας φτιάξει τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου, καταλαβαίνω τώρα πως μέσα σε κάθε άνθρωπο υπήρχε κάτι που περίμενε να εκκολαφτεί· στον καθένα τους υπήρχε το αυγό του αετού… Και πάλι, δεν ξέρω· δεν μπορώ να τα εξηγήσω όλα αυτά. — Αυτό που ξέρω είναι ότι επειδή δεν ήμουν ικανοποιημένος που τους είχα δώσει τη συνείδηση της ύπαρξής τους, θέλησα να τους δώσω κι έναν λόγο ύπαρξης. Τους έδωσα τη φωτιά, τη φλόγα κι όλες τις τέχνες που τρέφονται απ’ αυτή. Θερμαίνοντας το πνεύμα τους, έκανα να εκκολαφτεί μέσα τους η αδηφάγος πίστη στην πρόοδο. Κι αισθανόμουν μια παράξενη χαρά που η υγεία του ανθρώπου φθειρόταν για να την παραγάγει. — Όχι πια πίστη στο καλό, αλλά μια άρρωστη ελπίδα για το καλύτερο. Η πίστη στην πρόοδο, κύριοι, ήταν ο αετός τους. Ο αετός μας είναι ο λόγος της ύπαρξής μας, κύριοι.

»Η ευτυχία του ανθρώπου λιγόστευε, λιγόστευε, κι εγώ αδιαφορούσα: ο αετός είχε γεννηθεί. Δεν αγαπούσα πια τους ανθρώπους, αγαπούσα εκείνο που ζούσε απ’ αυτούς. Είχε γίνει για μένα μια ανθρωπότητα χωρίς ιστορία… Η ιστορία του ανθρώπου είναι η ιστορία των αετών, κύριοι».


VIII

Στο σημείο αυτό ξέσπασαν μερικά χειροκροτήματα. Συγχυσμένος, ο Προμηθέας δικαιολογήθηκε:

«Κύριοι, δεν σας είπα την αλήθεια: συγχωρήστε με: όλα αυτά δεν συνέβησαν τόσο γρήγορα: όχι, δεν αγαπούσα πάντα τους αετούς: για πολλά χρόνια προτιμούσα τους ανθρώπους· η πληγωμένη ευτυχία τους ήταν για μένα πολύτιμη επειδή, έχοντας βάλει κι εγώ το χεράκι μου, θεωρούσα ότι ευθυνόμουν γι’ αυτή, και κάθε φορά που το σκεφτόμουν, το βράδυ, λυπημένος σαν τύψη ερχόταν να φάει ο αετός μου.

»Εκείνη την εποχή ήταν αδύναμος και μελαγχολικός, ανήσυχος, δύσθυμος· ήταν άσχημος σαν γύπας. — Κύριοι, δείτε τον τώρα και θα καταλάβετε για τι μιλάω· γιατί σας συγκέντρωσα εδώ, γιατί σας εκλιπαρώ να με ακούσετε: επειδή ανακάλυψα το εξής: ο αετός μπορεί να γίνει πολύ όμορφος. Όλοι σας έχετε έναν αετό· μόλις σας διαβεβαίωσα γι’ αυτό. Αετό; — Προσοχή! μπορεί να είναι γύπας! Όχι, όχι γύπα, κύριοι! — Κύριοι, πρέπει να έχετε αετό…»


«Και τώρα θα θίξω το σοβαρό ερώτημα: — γιατί αετό! Α! Γιατί άραγε; Ας μας το πει ο ίδιος. Ιδού ο αετός μου, κύριοι, σας τον φέρνω ενώπιόν σας… Αετέ! Θα απαντήσεις τώρα;…»

Όλο αγωνία, ο Προμηθέας στράφηκε στον αετό του. Ακίνητος, ο αετός παρέμενε σιωπηλός… Ο Προμηθέας συνέχισε με λυπημένη φωνή:

«Κύριοι, μάταια ρωτάω τον αετό μου… Αετέ! μίλα αμέσως: σε ακούν όλοι… Ποιος σε στέλνει; Γιατί επέλεξες εμένα; Από πού έρχεσαι; Πού πηγαίνεις; Λέγε, ποια είναι η φύση σου;… (Ο αετός έμενε σιωπηλός.) — Όχι, τίποτα! Ούτε μια λέξη! Ούτε μια κραυγή! Νόμιζα ότι, αν μη τι άλλο, θα μιλούσε σ’ εσάς· γι’ αυτό τον έφερα εδώ… Μόνο εγώ θα μιλάω εδώ; Παντού σιωπή! Παντού σιωπή! — Τι να πει κανείς;… Μάταια ρωτάω».

Ύστερα, στρεφόμενος στην ομήγυρη:

«Ω! Κύριοι, ήλπιζα πως θα αγαπούσατε τον αετό μου, πως η αγάπη σας θα έδινε λόγο ύπαρξης στην ομορφιά του. — Ιδού γιατί του παρέδιδα τον εαυτό μου, γιατί τον μπούκωνα με το αίμα της ψυχής μου… Βλέπω όμως ότι είμαι ο μόνος που τον θαυμάζει… Ω! Μα δεν σας αρκεί που είναι όμορφος; — Ή μήπως αμφισβητείτε την ομορφιά του; — Αν μη τι άλλο, κοιτάξτε τον… ζούσα μόνο γι’ αυτόν — και τώρα σας τον φέρνω εδώ: ορίστε, νά τος! — Εγώ ζούσα γι’ αυτόν — αυτός, όμως, γιατί ζει; — Αετέ! που σε έθρεψα με το αίμα μου, με την ψυχή μου, που σ’ αγκάλιασα μ’ όλη μου την αγάπη… (εδώ οι λυγμοί διέκοπταν τον Προμηθέα) — πρέπει λοιπόν να φύγω απ’ αυτή τη γη χωρίς να μάθω γιατί σε αγαπούσα; ούτε τι θα κάνεις, ούτε τι θ’ απογίνεις μετά από μένα πάνω στη γη… πάνω στη γη· μάταια… μάταια ρωτάω».

Τα λόγια πνίγονταν στο λαιμό του· τα δάκρυα εμπόδιζαν τη φωνή του να βγει.

«Συγχωρήστε με, κύριοι», συνέχισε κάπως πιο ήρεμος· «συγχωρήστε με που σας μιλάω για τόσο σοβαρά πράγματα· αλλά και σοβαρότερα να ήξερα, να είστε σίγουροι ότι πάλι για εκείνα θα μιλούσα».

[…]


André Gide. 2010. Ο Προμηθέας ελεύθερος δεσμώτης. Μετ. Γεωργία Ζακοπούλου. Αθήνα: Καστανιώτης. Τίτλος πρωτυτύπου: Le Prométhée mal enchaîné (L’Ermitage, 1899).