Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Ρέα Γαλανάκη

Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα


(απόσπασμα)


[...]

Σούρουπο της Μεγάλης Πέμπτης γυρίσαμε στο χωριό. Ο Πέτρος θα περνούσε τις επόμενες γιορτινές μέρες με τους δικούς του, εγώ με την Αγγελικώ. Δεν θα συναντιόμασταν, για να σκεφτώ ανεπηρέαστη την πρότασή του. Τα είχα πελαγώσει, ομολογώ, καθώς με παρασέρνανε τα κύματα μιας αμφιβολίας, που μάταια προσπαθούσα να δαμάσω. Μου άρεσε ο Πέτρος, αλλά δύσκολα θα τον παντρευόμουν. Η βία που μας τριγύριζε, αναμφισβήτητα, ήταν ο χειρότερος σύμβουλος. Δύσκολα θα παντρευόμουν όμως και τον οποιονδήποτε αυτή τη στιγμή, και δεν ήξερα αν ήθελα να παντρευτώ ποτέ. Ο Πέτρος ψυχανεμιζόταν ασφαλώς την άρνησή μου, που δεν είχε μία μα πολλές αιτίες· από την άλλη καταλάβαινα κι εγώ πως ούτε κι εκείνος ήθελε τόσο πιεσμένο γάμο. Εκτίμησα πάντως την προσφορά του. Και είχα συγκινηθεί, αφού, παρά την πλήρη απομυθοποίηση του γάμου στη γενιά μου, πρώτη φορά δεχόμουν πρόταση. Μα ώς εκεί.

Αργά την ίδια νύχτα ανταλλάξαμε δυο τρεις ματιές από μακριά, επειδή άντρες και γυναίκες, πρόβατα και ερίφια, παρακολουθούσαν χωρισμένοι με αυστηρότητα εντός του ναού τα συγκλονιστικά Δώδεκα Ευαγγέλια.


Η Φροσύνη μου είχε μηνύσει μέσω της Αγγελικώς, που της είχε πάει το χριστόψωμο, να περάσω την Μεγάλη Παρασκευή από το σπίτι της, αλλά πολύ πρωί, μόλις ξημέρωνε, διότι μόνον αυτές τις ώρες δούλευε το μυαλό της καθαρά, ανεμπόδιστο από τις υποχρεώσεις της ζωής. Ενώ έψηνε στο μπρίκι τον καφέ μας σκέτο —«η ζάχαρη δεν επιτρέπεται τέτοια πικρήν ημέρα», είχε γνωματεύσει—, μου εκμυστηρεύτηκε ότι, επιστρέφοντας χθες αργά στο σπίτι της μετά τα Ευαγγέλια, άρχισε να σκαλίζει στα κατάβαθα της θύμησής της να ξεθάψει εκείνο που της είχε ζητήσει, και πάλι μέσω της Αγγελικώς, δηλαδή το ποίημα που έλεγε για τον Ιούδα. Λέξη ωστόσο δεν θυμόταν χθες, και είχε ντραπεί για τον εαυτό της. Σήμερα, που είχε σηκωθεί προτού χαράξει τούτη η βουρκωμένη αυγή, ξανάλεγε νεράκι πολλά κομμάτια από την «Παλαιά και Νέα Διαθήκη», ανάμεσά τους και ολόκληρο τον βίο του Ιούδα. Είχε συνδράμει της ημέρας η αγιοσύνη, μου εμπιστεύτηκε.

Το λοιπόν, είχε ακουστά ότι το ποίημα ήταν συγκαιρνό του «Ερωτόκριτου», όμως αυτό δεν τραγουδιότανε με μουσική και δάκρυ, όπως το ποίημα εκείνης της αθάνατης αγάπης. Το βιβλίο που έγραφε στα φύλλα του για τον Γιούδα, αυτή ποτέ της δεν το είχε δει, αλλά σάμπως είχε ποτές της δει και το βιβλίο του «’Ρωτόκριτου», που το θυμότανε ακόμη απέξω; Και τα δυο τα μάθαινε ακούγοντάς τα από τους γερόντους στο χωριό, που κι αυτοί τα είχαν κρατήσει στο μυαλό του από παλαιότερους· διότι μέχρι και την εποχή της δεν κατείχαν γράμματα ο κόσμος, από τα λόγια εμάθαιναν. Στο ποίημα αυτό, ο Χάροντας ο ίδιος περιγράφει κι εξηγεί σε έναν άνθρωπο, που είχε πάει αζωντανός στον Άδη, τα καθέκαστα στο τρομερό βασίλειο. Και πρώτα πρώτα παρουσιάζει τους ανά τους αιώνες περιβόητους αμαρτωλούς, ανιστορώντας και του καθενός τις αμαρτίες. Ακόμη και για την εδική μας, την Ωραία Ελένη, γράφει. «Αυτό είναι το στημόνι, αυτό και το δίδαγμα, ώστε να μην κατρακυλούμε όσοι το ακούμε, τούτο το τραγούδι, στις δικές τους τις μεγάλες αμαρτίες», είπε αφήνοντας στο τραπέζι δυο παλιά φλιτζανάκια, με ένα τριανταφυλλάκι ροζ στη λεπτεπίλεπτη κυματιστή τους πορσελάνη, μαζί με δυο ποτήρια δροσερό νερό, όλα μέσα σ’ έναν καινούριο φτηνό πλαστικό δίσκο, στρωμένο φυσικά με ένα ωραίο δαντελένιο πετσετάκι, και αρχίζοντας να πλέκει με το βελονάκι, σαν να επρόκειτο για μια τελετουργία αυτοσυγκέντρωσης. Σε λίγο άκουγα από τη γεροντική φωνή της, την τονισμένη όμως σωστά στο ρυθμό και στο μέτρο, λες και μετρούσε τους πόντους στη δαντέλα που έφτιαχνε, τους στίχους με τις αμαρτίες του Ιούδα.

Έτσι έμαθα ότι η μάνα του, η Κιμπουρέα, γκαστρωμένη στον Ιούδα, είδε σε όνειρο ότι θα γεννούσε ένα δαυλό αναμμένο, που θα έκαιγε το σπίτι της. Είπε στον άντρα της Ρουμπέμ το όνειρο. Για να ξεφύγουν από το κακό σημάδι, άμα γεννήθηκε ο Γιούδας, πισσώσανε ένα μικρό κιβούρι, βάλανε μέσα το μωρό και το ρίξανε στη φόσσα γύρω από τα τειχιά ενός κάστρου της θαλάσσης. Η τρικυμία το πήρε και το ’βγαλε εις την νήσο Σκάρα. Οι βασιλείς της Σκάρας δεν είχανε παιδί, πήρανε το μωρό και το είχανε σαν πριγκιπόπουλο. Σε λίγο κάνανε, όμως, και ένα παιδί δικό τους, ήτανε αγόρι, και τους μεγαλώσανε μαζί, σαν αδερφάκια. Μα μια μέρα ο Γιούδας ζήλεψε το αληθινό πριγκιπόπουλο, το σκότωσε κι έφυγε να γλιτώσει. Το ’φερε η τύψη κι έτσι, χωρίς να το ξέρει, γύρισε στον τόπο όπου είχε γεννηθεί. Έμαθε ο Πιλάτος για τη δύναμη και για την ομορφιά του, τον επήρε αμέσως δούλο. Δίπλα στο παλάτι ήτανε το πατρικό του σπίτι με ένα μεγάλο και ωραίο περιβόλι, σωστό παράδεισο, αλλά ο Γιούδας δεν εκάτεχε πως αυτό ήτανε το σπίτι του κύρη του. Μια μέρα βλέπει ο Γιούδας μήλα κατακόκκινα στου γείτονα το περιβόλι, ζηλεύει, μπαίνει κρυφά, τα κόβγει όλα. Μα τον ετσάκωσε ο πατέρας του — μα δεν εγνωρίζανε ο γεις τον άλλο. Σηκώνει ο Γιούδας πέτρα, πάρ’ τον κάτω τον πατέρα του. Αφού σκότωσε τον πατέρα του παντρεύγεται την ίδια του τη μάνα, την Κιμπουρέα, έκανε μάλιστα και δυο παιδιά μαζί της, ένα την κάθε μια χρονιά. Κλαίοντας αυτή μια μέρα λέει του, του αντρός και γιου της —όμως ούτε κι αυτό, πως ήτανε ο γιος της, δεν το γνώριζαν ακόμη—, του λέει ότι τα δυο παιδιά τους μοιάζουνε σε ένα άλλο κοπελάκι, που το είχε κάνει με τον πρώτο της τον άντρα, τον σκοτωμένο. Μα το ρίξανε στη θάλασσα κλεισμένο μέσα σ’ ένα πισσωμένο κιβουράκι, διότι, μόλις εγκαστρώθη η γυναίκα, είδε ένα όνειρο ολέθρου. Και της το εξήγησε ο άντρας της, ότι, αν ζήσει τούτο το παιδί, θα χαλάσει το σπίτι τους. Είχε δε πληροφορηθεί αργότερα ότι τα κύματα βγάλανε ένα τέτοιο κιβουράκι στη νήσο Σκάρα, μα δεν ήθελε ούτε να το ακούει. Και τότες εκατάλαβε τα πάντα ο άντρας και υιός της, ο ’μομίχτης ο Ιούδας, και της είπε πως αυτός ήταν εκειό το κοπελάκι. Και παρευθύς τον έπιασε μεγάλη μάνητα δια το πλήθος των κριμάτων, που, θέλοντας ή στανικώς του, τα είχε καμωμένα. Πάνω στη μάνητα, πιάνει σκοτώνει τα παιδάκια που είχε κάνει με τη μάνα του, τα αδερφάκια του, και φεύγει να ’βρει γκρεμό να πέσει. Εκεί τον έσωσε η ευσπλαχνία του Χριστού, που τον συμβούλεψε να μην σκοτωθεί, αλλά να μετανιώνει στην υπόλοιπη ζωή του και να Τον ακολουθήσει μαθητής Του. Μα ο άνομος Ιούδας συνέχιζε και ως μαθητής να είναι άνομος, ακόμη και προτού προδώσει τον Ιησού Χριστό, επειδή, λέει το ποίημα παρακάτω, αυτός κρατούσε τους λογαριασμούς των μαθητάδων κι έκλεβε τα δηνάρια για να τα στέλνει στα παιδιά του, έβανε και στη δική του τσέπη μερικά. «Μα δεν τα ’χε σκοτώσει τα παιδιά του;» μου ξέφυγε, και πολύ σωστά ή Φροσύνη δεν μου απάντησε.

«Το τί έγινε μετά, το ξέρουμε», έκλεισε την εξιστόρησή της. Ήπιε όλο το νερό από το ποτήρι της, γιατί το στόμα της είχε πυρώσει από τα αμαρτήματα που μόλις είχε ξεστομίσει, και σταύρωσε τα χείλια της για να ξορκίσει το κακό. Συγκεντρώθηκε σε μια περίπλοκη μπιρμπίλα, στα πέταλα μιας μαργαρίτας, ενώ το αυτί της έπιασε από τον δρόμο τα βήματα κάποιας γυναίκας, που πήγαινε να στολίσει τον νεκρό Θεό με μιαν αγκαλιά λουλούδια. «Κρίνα λευκά και μωβ», γύρισε το βλέμμα η Φροσύνη για να δει ποιά ήταν εκείνη που περνούσε, τί κρατούσε. «Ευλογημένο εσύ, της γης το αιώνιο πένθος, πριν από την χαρά», μουρμούρισε χωρίς να μου δίνει σημασία και συνέχισε το βελονάκι. Ρούφηξα μια γουλιά καφέ κάνοντας λίγο θόρυβο, για να της θυμίσω την παρουσία μου. «Δασκάλα όμως είσαι, μιας και νοιάστηκες, ας μάθεις και το άλλο», συνέχισε σαν να μην με είχε διόλου λησμονήσει.

Ένα, αλλά μακρινό ταξίδι τής έτυχε να κάνει στη ζωή της. Και τούτο προπολεμικά. Είχε δε φθάσει μακριά, αν και δεν βγήκε έξω από τη νήσο Κρήτη. Τόσος ήτανε ο κόσμος τότε, και μάλιστα σε όλους εφαινόταν αρκετός και μεγάλος, είχε όμως δυσκολίες και η κάθε μετακίνηση. Την αφορμή την έδωκε μια βεντένα σ’ αυτό το χωριό. Οι γονέοι κι όλο το σόι της αναγκαστήκανε προσωρινά να ξεσηκωθούν και να φύγουν για να μην αλληλοσκοτωθούνε με την άλλη οικογένεια, όπως ζητούσε ο νόμος της βεντέτας. Τους έπιασε στο μεταξύ η αναμπουμπούλα του πολέμου, δεν δύνονταν να γυρίσουν πίσω στο χωριό, γιατί στον πόλεμο τα οικογενειακά τα έλυνε πολύ πιο εύκολα η σφαίρα, και λέγανε μετά πως έφταιγε η Κατοχή, οι αντάρτες· κάτι τέτοια. Το λοιπόν, μόνον αφού ξεκουμπιστήκανε ακόμη κι από τα Χανιά οι Γερμαναράδες, οχτώ μήνες αφότου έχαιρε ελεύθερη όλη η άλλη Κρήτη, τότες μόνο γίνηκε επιτέλους ο σασμός κι επιστρέψανε ασφαλείς εδώ. Εκεί λοιπόν, στην ξενιτιά της Κρήτης που της έτυχε να ζήσει λίγα χρόνια, ξανάκουσε την ιστορία του Γιούδα, όμως αλλιώτικη σε μερικά σημεία. Της εντυπώθηκε και τούτη η δεύτερη ανιστόρηση κοντά σ’ εκείνη που ήξερε, διότι κοπελούδα ήταν τότε, το μυαλό της ένα μπουμπούκι τριαντάφυλλο και τα ρουφούσε όλα, κι αυτηνής της αρέσανε και τα τραγούδια και τα λόγια των προγόνων.

Ιδού τί είχε μάθει προπολεμικά στα πέρα μέρη: η έγκυος τον Γιούδα μάνα του ονειρεύτηκε, λέει, πως θα γεννούσε, αντί για κοπέλι, ένα δαυλό αναμμένο. Την έπιασε μεγάλη στενοχώρια. Ο προφήτης Νάθας της τ’ ορμήνεψε το όνειρο και είπε, ο γιος της θα δώσει φωτιά σε ολόκληρο τον κόσμο. Το λέει του αντρός της, παίρνουν απόφαση, άμα γεννηθεί το κοπέλι τους, να το ρίξουνε στη θάλασσα μέσα σ’ ένα κασελάκι, ώστε να γλιτώσει ο κόσμος. Το βρήκαν όμως το κοπέλι, εκεί που το ξέβρασε το κασελάκι, κάτι γαϊδουροβοσκοί και το μεγαλώνανε μαζί τους. Έγινε ντεληκανής, του είπανε πώς τον είχαν βρει, και πως καιρός του ήτανε να πάει να βρει τον εδικό του δρόμο. Φεύγει ο Γιούδας, καταλήγει δούλος στων γονέων του το σπίτι δίχως να το ξέρει. Εκείνοι είχανε καμωμένο κι άλλο γιο στο μεταξύ. Μια μέρα τον σκοτώνει ο δούλος χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν αδερφός του. Φεύγει να ξεφύγει, μπαίνει τώρα δούλος στο βασιλικό παλάτι. Στενοχωρημένοι οι γονέοι από τον σκοτωμό του γιου τους, παίρνουνε των ομμαθιών τους για να βγει και σ’ εκείνους το «περιπλανώμενοι Εβραίοι», γιατί, σημείωσέ το, και ο ίδιος ο Ιούδας περιπλανιόταν δώθε κείθε για καιρό. Καταλήγουνε να μπούνε περιβολάρηδες σε ένα ωραίο περιβόλι, αληθινό παράδεισο. Μια μέρα ο βασιλιάς της χώρας ζητά από τον δούλο του, τον Γιούδα, να του φέρει άρον άρον τριαντάφυλλα. Και τί να κάνει ο δούλος; Βλέπει σπουδαία ρόδα στο γειτονικό περβόλι, όπου περιβολάρης ήτανε ο κύρης του — δεν είχεν όμως γνώση της συγγένειας. Μπαίνει, φωνάζει, απάντηση δεν παίρνει, κόβγει από μόνος του εκατό λογιώ τα ρόδα. Τότε μόνο τον βλέπει ο γέροντας και τον αρχίζει στην κατσάδα, αγριεύει ο Γιούδας, δίνει του μια και τον σκοτώνει. Πάει μετά τα ρόδα, λέει το στον βασιλέα. Μανίζει ο βασιλιάς και τον διάταζει να πάει να παντρευτεί αμέσως την χήρα του περιβολάρη. Την στεφανώνεται, δηλαδή τη μάνα του επήρε, μα κανείς τους δεν το ήξερε — κι εδώ δεν κάνουνε παιδιά. Μια μέρα τής εξιστορεί, λέει της για το κασελάκι και τους γαϊδουροβοσκούς που τον εβρήκανε και που τον είχαν αναθρέψει. Καταλαβαίνει η δόλια η μάνα ότι επαντρεύτηκε τον γιο της, του κύρη του τον ίδιο τον φονέα αλλά και του αδερφού του. «Σκύλε, και κολαστήκαμε», γυρίζει και του λέει, μέσα στο μοιρολόι της για τέτοιο γάμο. Κι αμέσως τονε στέλνει να πάει να μπει μαθητής Εκεινού, που, έλεγε κόσμος και κοσμάκης, σώζει όλους τους αμαρτωλούς του κόσμου, εάν ειλικρινώς μετανοήσουν. Κι έτσι ακολούθησε, ο ’μομίχτης και αμαρτωλός τα θεϊκά Του βήματα, για να σωθεί ο άσωτος.

«Σώσον, Κύριε τον λαόν σου, κι εμένα την αμαρτωλή», έκλεισε την αφήγησή της η Φροσύνη αφήνοντας το βελονάκι, την δαντέλα και το νήμα μέσα σ’ ένα πανέρι. Μου εξήγησε ότι, μέρα που ήταν, ασφαλώς και ήταν μεγάλη αμαρτία να πλέκει, αλλά δεν μπορούσε να ξεδιπλώσει αλλιώς τις πεπαλαιωμένες φράσεις μέσα στο μυαλό της, παρά μόνο ρίχνοντας στον αέρα πόντους με το νήμα για να πλέκει τη δαντέλα. Το ότι της εδόθηκε η χάρις, ξημερώνοντας η Μεγάλη και Αγία Παρασκευή, να θυμηθεί την ιστορία του ’μομίχτη Γιούδα, αυτό για κείνην ήταν θεϊκό σημάδι ότι θα έπαιρνε και άφεση αμαρτιών για το πλέξιμο που έκανε, επειδή θα την βοηθούσε να θυμηθεί και να μου πει να μάθω του Γιούδα τα ανόσια κρίματα, άρα να τα διαδώσει κι αυτή προτού τα ξεχάσει και λησμονηθούνε. «Φαίνεται ότι σ’ αγαπάει κι εσένα, Μάρθα, ο Θεός, μα να προσέχεις· τέτοια λόγια έχουνε δύσκολη την πλέξη τους, αλλιώς μετρούν τους πόντους ο καθένας».

Κατάλαβα ότι ήξερε τα πάντα για μένα χωρίς να έχει μετακινηθεί ούτε σπιθαμή από το παράθυρο, χωρίς να αφήσει την δαντέλα της. Δεν είπα τίποτα. Αυτή ήταν η τρίτη προειδοποίηση που λάβαινα μέσα σε λίγες μέρες. Ενώ με συνόδευε μέχρι την πόρτα, την άκουγα να μουρμουρίζει μισοψέλνοντας, μισομοιρολογώντας, ότι έπρεπε τώρα να βιαστεί να προσκομίσει στον νεκρό Χριστό, ως γυναίκα και αυτή, μερικά λουλούδια, της γης το μυρωμένο πένθος για τα πάθη Του, της γης την νοσταλγία να Τον δεχτεί ξανά την σήμερον στα σπλάχνα της για να Τον ξαναγεννήσει την επαύριο με την Ανάσταση.


Ένας σωρείτης από σκέψεις με κατέκλυσε μόλις γύρισα στο δωμάτιό μου. Ενώ ετοιμαζόμουν να πάω στον επιτάφιο κι εγώ («ως γυναίκα»! Ζήλεψα τη σοφία, την λιτότητα και την κυριολεξία της Φροσύνης), απολάμβανα μια κούπα γαλλικό καφέ από την καφετιέρα που είχα εγκαταστήσει στο δωμάτιό μου, ακριβώς όπως τον ήθελα, με ένα κουταλάκι ζάχαρη. Απίστευτο μου φαινόταν, τόσοι και τόσοι μύθοι να έχουν λιώσει ο καθένας το διαφορετικό του μέταλλο στο καμίνι του χρόνου, για να φτιάξουν σε μια δεδομένη χρονική στιγμή αυτό το μυθικό αμάλγαμα, που άκουσα από το στόμα της Φροσύνης εν έτει δυο χιλιάδες μετά Χριστόν σε ένα μικρό ορεινό χωριό της Κρήτης. Απίστευτο ακόμη το ότι, και το αναγεννησιακό έμμετρο ποίημα που επιβίωσε αυτούσιο στη μνήμη αγράμματων ανθρώπων, αλλά και η προφορική παραλλαγή του που άκουσε η Φροσύνη στα μέσα του εικοστού αιώνα, είχαν μήτρα τους κοινή τη νήσο Κρήτη.

Ένα πάνω απ’ όλα με εντυπωσίαζε, όχι απλώς επειδή μου έλυνε την απορία γιατί τα μικρά παιδιά της τάξης μου αποκαλούσαν αιμομίκτη τον Ιούδα, χωρίς να καταλαβαίνω τί λένε. Με εντυπωσίαζε το μπόλιασμα του μύθου του Οιδίποδα στον μύθο του Ιούδα. Δηλαδή το γεγονός —έλεγα προσπαθώντας να οδηγηθώ σε κάποια πρώτα συμπεράσματα— ότι η αιμομιξία, αυτή η αρχετυπική παράβαση, που με λαμπρό τρόπο είχε επεξεργαστεί και αναδείξει η ελληνική τραγωδία, είχε μπολιαστεί πολλούς αιώνες αργότερα σε μια μεταγενέστερη και φανταστική λαϊκή αφήγηση για τον Ιούδα. Δεν απέφυγα την σκέψη ότι η απόδοση του αρχαίου αμαρτήματος από τους χριστιανούς στον Ιούδα μάλλον δεν θα περιοριζόταν αποκλειστικά στο πρόσωπό του, αλλά θα αφορούσε, και θα επιβάρυνε, την αντίληψη του κόσμου για όλους τους Εβραίους.

Όχι μόνον η αιμομιξία, συμπλήρωσα, αλλά και η αρχετυπική πατροκτονία, επίσης αντλημένη από τον μύθο του Οιδίποδα, είχαν συνδυαστεί πάνω σ’ αυτή τη νήσο, δεν αποκλείεται όμως και σε άλλα μέρη, με τον μύθο που δημιουργήθηκε μια κάποια εποχή για τον Ιούδα. Και καλά με τους αρχαιοελληνικούς μύθους. Αλλά σύμφωνα με όσα πριν από λίγο μου είχε πει η Φροσύνη, στο πρόσωπο του Ιούδα αποδίδονταν και άλλα αμαρτήματα αντλημένα μάλλον από την Παλαιά Διαθήκη, λόγου χάριν η αδελφοκτονία, ή το ρίξιμο ενός βρέφους στο νερό μέσα σε ένα σκεύος. Ήταν αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, και σε τούτη την υβριδική περί τον Ιούδα φαντασίωση, πάλι το βρέφος είχε διασωθεί από τον θάνατο. Κατέληγα σιγά σιγά σε ένα πρώτο συμπέρασμα, ότι ο Ιούδας, έτσι όπως τον έπλαθε ανά τους αιώνες η χριστιανική φαντασία, απορρόφησε σιγά σιγά όλα τα αρχετυπικά αμαρτήματα, ώστε να αποτελέσει ένα υπερεθνικό, και μαζί διαχρονικό πρότυπο «του κακού», ένα σύμβολο της απόλυτης αμαρτίας. Και προκειμένου να γίνει αυτό —προχωρούσα το συμπέρασμα μαζί με δυο ρουφηξιές καφέ— ο διαχωρισμός του κόσμου από τους ιστορικούς σε αρχαίο και σε χριστιανικό, ένας αναγκαίος αλλά κι εν μέρει αυθαίρετος διαχωρισμός, σε τίποτα δεν εμπόδισε τον κόσμο να ενώσει με απόλυτη ελευθερία στη φαντασία του αυτές τις δυο χωριστές περιόδους μέσα σε μια ενιαία, μυθική, αν και μάλλον χοντροκαμωμένη αφήγηση.

Μια σκέψη ήρθε και σφηνώθηκε στον θαυμασμό μου για την ικανότητα της φαντασίας να συνταιριάζει τα αταίριαστα. Μια σκέψη που με οδηγούσε πιο παλιά και πιο βαθιά. Συνειδητοποίησα, δηλαδή, ότι όσα λέγονταν στο ποίημα για τον Ιούδα δεν ήταν απλώς και μόνο αυτά που καταλάβαινε κανείς με την πρώτη ματιά. Ότι η δημιουργία αυτού του Ιούδα δεν υπήρξε απλώς ένα τυχαίο προϊόν της λαϊκής φαντασίας, της αυθαίρετης και γοητευτικής εκείνης φαντασίας που από τη φύση της αγνοεί ή αθετεί την ταξινόμηση. Άλλωστε, μου το είχε πει ξεκάθαρα η Φροσύνη, που σίγουρα ποτέ της δεν θα είχε ακούσει για τον τραγικό Οιδίποδα, ότι το ποίημα είχε έναν συγκεκριμένο στόχο. Αυτός ο στόχος ήταν να υπενθυμίζει στους πιστούς την τιμωρία των αμαρτωλών και να τους παραδειγματίζει. Ο παραδειγματισμός ήταν ολοφάνερος σε ένα πρώτο επίπεδο, αλλά, κατά τη γνώμη μου, υπήρχε κι ένα δεύτερο, λιγότερο ευδιάκριτο επίπεδο.

Σ’ αυτό το δεύτερο, το λιγότερο ευδιάκριτο επίπεδο, σκοπός του παραπάνω μύθου του Ιούδα ήταν να στρέψει τους χριστιανούς όχι μονάχα εναντίον των Εβραίων, αλλά κι εναντίον κάθε είδους ειδωλολατρών ή «εθνικών». Να τους στρέψει και στην εποχή που γράφτηκε, αλλά και για πάντα, αφού οι μύθοι είναι άχρονοι, σε αντίθεση με την ιστορία — γι’ αυτό και διατηρήθηκε στη μνήμη του κόσμου το ποίημα τόσους αιώνες. Και σήμερα, τί συμβαίνει σήμερα που δεν υπήρχαν πια «εθνικοί», αναρωτήθηκα. Και σήμερα ο μύθος μάλλον δεν στρεφόταν μόνο εναντίον των Εβραίων, των εξ αίματος Εβραίων. Το ιδεολογικό του υπόβαθρο, κατά τη σύγχρονη ορολογία —και τη γνώμη μου— ρατσιστικό, θα στρεφόταν σήμερα και εναντίον του οποιουδήποτε βρισκόταν έξω από τον κανόνα· κατά των πάσης φύσεως δηλαδή μειονοτήτων, κατά του πάσης φύσεως «διαφορετικού». Επέμεινα στο σήμερα, αφού αυτό αφορούσε άμεσα εμένα, μιαν Ελληνίδα χριστιανή εβραϊκής καταγωγής. Σκέφτηκα ότι οι θηριώδεις, οι ανάλγητες και ισχυρότατες στρατιωτικές επιχειρήσεις του κράτους του Ισραήλ εναντίον των Παλαιστινίων τα τελευταία χρόνια —παρά τις αντίθετες φωνές κάποιων διανοούμενων και αρκετών φωτισμένων ανθρώπων στο εσωτερικό του ίδιου κράτους—, όχι μόνον ακύρωναν με την πανωλεθρία που προκαλούσαν τα αίτια, την αφορμή που τις προκάλεσε, αλλά προπαντός ταΐζανε με φρέσκο αίμα τον μινώταυρο του παραπάνω αρχέγονου όσο κι αιωνόβιου ρατσισμού, που εκφραζότανε και μέσα απ’ αυτό το παλιό ποίημα. Με άλλα λόγια, αν και προσωπικά ήμουν αντίθετη στους παραπάνω πολέμους, αν και αναγνώριζα σε πλείστα όσα σημεία το δίκιο των Παλαιστινίων, και προπάντων πίστευα ότι επιτέλους έπρεπε να βρεθεί μια δίκαιη λύση σ’ αυτό το εξαιρετικά σύνθετο πλέον πρόβλημα, ο Χάρακας σίγουρα θα με συκοφαντούσε στο ένα καφενείο για να το μαθαίνουν και στο άλλο, ότι εγώ προσωπικά ήμουν η υπεύθυνη για όλους αυτούς τους πολέμους, μόνο και μόνο επειδή στις φλέβες μου έτυχε να κυλά, εκτός από ελληνικό, και εβραίικο αίμα.

Πρωί πρωί δεν ήθελα να αναστατωθώ πιο πολύ με τον Χάρακα. Άφησα κατά μέρος τις συκοφαντίες του για να ξαναγυρίσω στην καρδιά του μύθου. Το μπόλιασμα του Οιδίποδα στο μύθο του Ιούδα θα πρέπει να υπήρξε το κατ’ εξοχήν κομβικό σημείο. Διότι μόνο μετά την αποκάλυψη της αιμομιξίας, δηλαδή μόνο μετά την αποκάλυψη του γάμου με την ίδια του τη μάνα, τότε μόνο ο Ιούδας φεύγει από την κοινωνία για να γίνει μαθητής του Χριστού, αναζητώντας έτσι την συγχώρεσή του. Μόνο μετά την αποκάλυψη της αιμομιξίας καταλαβαίνουν γιος και μάνα ότι ο Ιούδας δεν είχε σκοτώσει μέχρι τότε κάποιους ξένους, αλλά τον αδερφό και τον πατέρα του. Τότε μόνο οι δολοφονίες από αδιάφορες γίνονται ξαφνικά δολοφονίες συγγενών τους. Τότε μόνο αντιλαμβάνεται ότι όχι μόνο είχε καταστρέψει ένα μέρος του δικού του αίματος, και μάλιστα το πολύτιμο για τις αρχαϊκές κοινωνίες αίμα των αντρών, αλλά είχε προχωρήσει σ’ ένα βήμα ακόμη πιο ολέθριο με το να παντρευτεί τη μάνα του, έστω και χωρίς να το ξέρει. Είχε προχωρήσει, δηλαδή, στο ανόσιο, το απαγορευμένο ανακάτεμα αίματος και γενεών. Δεν ήταν άλλωστε τυχαίο, κατέληξα, το ότι η οιδιπόδεια αιμομιξία, η λεπτοδουλεμένη μέχρι τελειότητας από τους τραγικούς, ανήκε στο οπλοστάσιο της αρχαιοελληνικής παράδοσης. Έτσι, το ανακάτεμα των πιο σημαντικών «αμαρτιών» από τις δυο πιο σπουδαίες προχριστιανικές παραδόσεις στη Μεσόγειο, από την ελληνική και από την εβραϊκή, δημιούργησαν το παράδειγμα της έσχατης απώλειας του ανθρώπου: τον Ιούδα του παραπάνω ποιήματος. Διότι το ρίξιμο του βρέφους μέσα σε ένα σκεύος, αλλά και η αδελφοκτονία, η στηριγμένη στην ιστορία του Άβελ και του Κάιν, ανήκαν προφανώς στην εβραϊκή μυθολογία, ενώ η πατροκτονία και η αιμομιξία στην ελληνική.

Είχανε βάση οι σκέψεις μου, ή μήπως παραλογιζόμουνα παρασυρμένη από την αντίθεσή μου για το έθιμο της ετήσιας τιμωρίας του Ιούδα διά της πυράς; Μήπως με τρόμαζε η αγαλλίαση όλου του χωριού με αυτό το έθιμο; Όσο για την ίδια την πυρά, μου ήταν ασφαλώς γνωστό ότι, σαν καθαρτήρια φωτιά, ήταν κατά πολύ παλιότερη και από τον ιστορικό χρόνο του Ιούδα. Από την άλλη, όμως, για μένα ήταν ξεκάθαρο ότι πιο πολύ συγγένευε το κάψιμο του Ιούδα με το κάψιμο των μαγισσών από τους χριστιανούς κατά τον μεσαίωνα, και πάλι για εξαγνισμό, παρά με τις αρχαίες καθαρτήριες φωτιές. Τον ακόμη ατελείωτο μεσαίωνα, όπως ξεκάθαρα είχε πει και ο Πέτρος στον δήμαρχο στο τραπέζι της Κυριακής των εκλογών. Όσο για μένα, κάλλιστα θα μπορούσαν να με αντιμετωπίσουνε σαν μάγισσα όσοι κινούσανε κρυφά τα νήματα σ’ αυτό το χωριό.

Αμφέβαλλα αν θα συμφιλιωνόμουνα ποτέ με τούτο το έθιμο. Ασυνείδητα πλην σταθερά, θα ενίσχυε και στον εικοστό πρώτο αιώνα την αρχέγονη άκριτη σκέψη, την εκδίκηση μιας ομάδας ανθρώπων εναντίον μιας άλλης ομάδας εν ονόματι του διαφορετικού· με δυο λόγια την τυφλή βία του ρατσισμού, του φανατισμού, των ακραίων αντιλήψεων.

Άλλωστε κινδύνευα. Τρεις άνθρωποι με είχαν ήδη προειδοποιήσει.

[...]


Ρέα Γαλανάκη. 2009. Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα. Αθήνα: Καστανιώτης.