Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Marguerite Yourcenar

Το Μυστήριο της Άλκηστης

Μετάφραση: Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή

(απόσπασμα)


ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΠΕΜΠΤΗ

Άλκηστη, Ηρακλής, αόρατος ο Θάνατος


ΗΡΑΚΛΗΣ

Είμαι μόνος… Αυτή ήταν μόνο η πρώτη δοκιμασία… Τώρα πρέπει να προσπαθήσω να ξυπνήσω αυτή τη γυναίκα, να βρω εκείνη ακριβώς την κραυγή που χρειάζεται για να την βγάλω από τον ύπνο της… Λίγο θάρρος, Ηρακλή… Ας σηκώσουμε το σεντόνι… Ας την κοιτάξουμε, πρώτα… Α, είναι όμορφη…


Ο Θάνατος γελάει στη γωνιά του.


Μοιάζει με την μητέρα μου που πέθανε νέα.


Ο Θάνατος γελάει πιο δυνατά.


Και οι ζητιάνοι την έκλαιγαν και οι δούλες ήξεραν ότι ποτέ ξανά δεν θα τους λάχαινε τόσο καλή αφέντρα… Και ούτε έχει αλλοιωθεί, μόνο που είναι απρόσιτη… Άλκηστη… Άλκηστη…


Η Άλκηστη σαλεύει μέσα στον ύπνο της.


Στηρίξου πάνω στον αγκώνα σου, Άλκηστη, ανασηκώσου… Τίναξε αυτά τα βαριά μαλλιά που μούσκεψαν μέσα στο θάνατο… Έλα στα σύγκαλά σου Άλκηστη… Άλκηστη…


ΑΛΚΗΣΤΗ

καθώς ανασηκώνεται:

Θόρυβος… Ο αντίλαλος μιας φωνής πάνω από τη βουή του ποταμού… Α, σιωπή!


Ξανακοιμάται.


ΗΡΑΚΛΗΣ

Άλκηστη… Σε καλούν, Άλκηστη!


ΑΛΚΗΣΤΗ

Ποιά είναι η Άλκηστη;


ΗΡΑΚΛΗΣ

Είναι το όνομα που σου έδωσε η μητέρα σου όταν χοροπηδούσες, ένα τόσο δα κομματάκι σάρκας γυμνό, κοντά στη ζέστη της εστίας, είναι το όνομα που έμαθες να γράφεις πάνω στην πλάκα του σχολείου, το όνομα που επαναλαμβάνει μέσα στα δάκρυά του ο σύζυγός σου…


ΑΛΚΗΣΤΗ

Τη γνώρισα αυτήν τη γυναίκα… Γιατί μιλάς γι’ αυτήν;


ΗΡΑΚΛΗΣ

Τα παιδιά σου σε ζητούν, Άλκηστη… Τα δυο παιδιά σου φωνάζουν με το στόμα ορθάνοιχτο, σαν πουλάκια στην άκρη μιας εγκαταλειμμένης φωλιάς.


ΑΛΚΗΣΤΗ

Τα δυο μου παιδιά… Παιδιά μου είναι όλα τα πεθαμένα…


ΗΡΑΚΛΗΣ

Τα παιδιά σου, αυτά τα δυο δεμάτια ζωής όπου απόθεσες τα μάτια και την ψυχή σου, σε χρειάζονται… Και ο άντρας σου, ο Άδμητος, είναι σαν άνθρωπος που χάνει το φως του.


ΑΛΚΗΣΤΗ

Τον θυμάμαι αυτόν τον Άδμητο… Με έκανε να υποφέρω.


ΗΡΑΚΛΗΣ

Θυσιάστηκες γι’ αυτόν… Έγινες παράδειγμα για όλες τις γυναίκες… Μπορείς να ξαναμπείς στη ζωή με καθαρά χέρια…


ΑΛΚΗΣΤΗ

Δε θυσιάστηκα… Ήθελα να πεθάνω…


ΗΡΑΚΛΗΣ

Αυτό σ’ έκανε να το πιστέψεις ο Θάνατος… Σήκω… Τίναξε από πάνω σου το αόρατο χιόνι που σε κάνει τόσο λευκή, νεαρή μου Άλκηστη… Δεν βλέπεις ότι μοιάζεις με ταξιδιώτισσα πλαγιασμένη κάτω από μια χιονοστιβάδα, που η παγωνιά της νύχτας τη δελεάζει θανάσιμα να αποκοιμηθεί;…


ΑΛΚΗΣΤΗ

Είναι ωραία η παγωνιά της νύχτας… Είναι ωραίο να μην έχεις πια να κουβαλάς το ασήκωτο σώμα σου, μόριο αδρανές του βάρους της γης, του μαύρου βάρους των άστρων… Είναι ωραίο να μην χρειάζεται πια να παλεύεις με την κακορίζικη ανθρώπινη ζεστασιά σου ενάντια στην ψύχρα του μαρμάρου, να γίνεσαι και συ μάρμαρο…


ΗΡΑΚΛΗΣ

Βόηθα με Πατέρα αιώνιε! Οι αστραπές σου έρπουν χαμηλά στον ορίζοντα, γραφή θεϊκή, μα εγώ δεν μπορώ να διαβάσω τις εντολές που είναι χαραγμένες στον ουρανό… Αγκαλιάζω τα γόνατά σου, Άλκηστη, σου φιλώ τα χέρια, ρίχνω πάνω στους ώμους σου τον παλιό μου μανδύα που έχει ποτίσει η μυρωδιά του ανθρώπου, αντιτάσσω την κακορίζικη ζεστασιά για την οποία μιλάς στο ατελείωτο ψύχος του θανάτου… Α!, τα άκαμπτα μπράτσα σου γίνονται τώρα πιο ευλύγιστα, σαν κληματίδες γύρω απ’ τη βελανιδιά… Άλκηστη!


ΑΛΚΗΣΤΗ

Ξυπνώ μέσα στην αγκαλιά ενός άντρα… Ποιός είσαι;


ΗΡΑΚΛΗΣ

Ένας αλήτης, ένας στρατοκόπος… Είμαι ένας οδοιπόρος που σε αντάμωσε στο δρόμο του, βουτηγμένη στη λάσπη του θανάτου, και που πασχίζει να σε σώσει, να σε ξαναφέρει στον Άδμητό σου…


ΑΛΚΗΣΤΗ

Μα ο Άδμητος είναι η αιτία που πέθανα… Υπήρξε ο δήμιός μου!… Είναι μπλεγμένος στο θάνατό μου, είναι ο θάνατός μου — και τα άστρα που θωρώ για πάντα εδώ και μερικές ώρες, είναι τα μάτια του που αδιάκοπα κοίταζαν πέρα από την ψυχή μου και η παγωνιά του θανάτου είναι η παγωνιά που ένιωθα τις μέρες που ο Άδμητος δεν μ’ αγαπούσε… Μα εσύ, σωτήρα μου, είσαι δυνατός, έχεις τα τρυφερά μάτια ενός σκύλου και τα βαριά σου χέρια πάνω στους ώμους μου γλυκαίνουνε την ψυχή μου… Έλα πιο κοντά… Ζέστανέ με με την ανάσα σου.


ΗΡΑΚΛΗΣ

Έλα, κοπέλα μου. Η θέση σου στην εστία και στο κρεβάτι είναι ακόμα ζεστή.


ΑΛΚΗΣΤΗ

Δεν έχεις να μου προτείνεις τίποτα καλύτερο απ’ αυτό το παλιό πετσί από το οποίο βγήκα, απ’ αυτό το πολυκαιρινό ρούχο που βαθιά στα μύχια στης καρδιάς μου πάντα ήξερα ότι ταίριαζε άσχημα με το κορμί του Άδμητου;… Ένα νέο κορίτσι σού απλώνει τα χέρια, δροσερό και κρουστό, όπως τα νεαρά βλαστάρια που δεν είδαν ακόμη το φως… Ω εσύ άντρα απλέ, ρωμαλέε, άντρα με τα σιδερένια μούσκουλα, άντρα τόσο διαφορετικέ από τον αδέξιο που με σκότωσε… Πώς σε λένε;


ΗΡΑΚΛΗΣ

Με λένε Ηρακλή! Σε λεν Άλκηστη.


ΑΛΚΗΣΤΗ

Θα γίνω η γυναίκα, η δούλα, η σύντροφος του Ηρακλή. Εσύ φταις γι’ αυτό… Ήμουν νεκρή —είχα την ησυχία μου— είχα σπάσει το φθαρτό κέλυφός μου και συ, σε αντάλλαγμα για τον ψυχρό αέρα και τον αγνό το θάνατο, με ξαναρίχνεις μέσα στην κοπριά, στα ζαρζαβατικά και στις κρεβατίνες του κόσμου των ανθρώπων. Το λιγότερο που οφείλεις να κάνεις είναι ν’ ασχοληθείς μαζί μου, καλέ μου… Τί δουλειά κάνεις;


ΗΡΑΚΛΗΣ

Ταξιδεύω, παλεύω… Δεν είναι ζωή αυτή για μια κυρία…


ΑΛΚΗΣΤΗ

Αυτή θα είναι η ζωή μου με τον Ηρακλή… Θα σου εξομολογηθώ ένα μυστικό: η μουσική με κάνει να πλήττω… Κι όσο σκέφτομαι ότι πέρασα έξι χρόνια από τη ζωή μου ακούγοντας τον Άδμητο να κουρδίζει τη λύρα του… Α!, Πάνε πια όλ’ αυτά, τελειώσανε… Έλα να καθίσεις κοντά μου, Ηρακλή μου… Άσε με να χουχουλιάσω κάτω από το βαρύ στρατιωτικό σου αμπέχονο.


ΗΡΑΚΛΗΣ

Όχι… Όχι… Δεν γίνεται αυτό… Όχι πως δεν θα ’ταν καλό, τί λέω, ό,τι καλύτερο θα ’ταν, από κείνα τα πράγματα που ούτε να τα ονειρευτεί τολμάει κανείς, γιατί ξυπνάει απότομα… Όχι, Άλκηστη… Έχεις έναν άντρα, κι εγώ έχω μια γυναίκα… Τί κρίμα να μην τα καταφέρνω στα λόγια.


ΑΛΚΗΣΤΗ

Είσαι παντρεμένος; Πώς λένε τη γυναίκα σου;


ΗΡΑΚΛΗΣ

Είναι μια πολύ άξια γυναίκα… Ω, όχι σαν κι εσένα, βεβαίως… Μια εξαιρετική ράφτρα… Η Δηιάνειρα…


ΑΛΚΗΣΤΗ

Καημένε, Ηρακλή!


ΗΡΑΚΛΗΣ

Γιατί λες «καημένε Ηρακλή»;


Μία σιωπή. Σιγανό γέλιο του Θανάτου.


ΗΡΑΚΛΗΣ

Ακούω γέλια. Ποιός γελάει;


ΑΛΚΗΣΤΗ

Εγώ γελούσα… Έχει περίεργο όνομα η γυναίκα σου.


ΗΡΑΚΛΗΣ

Βλέπεις, Άλκηστη, τα πράγματα σε υποχρεώνουν να είσαι μια καλή γυναίκα… Κι εγώ προσπαθώ να είμαι ένας καλός άντρας… Είμαι στιβαρός… Κι εσύ γερή είσαι κι ας έχεις τόσο λεπτούς αστραγάλους και καρπούς. Γι’ αυτό σου έδωσε ο Θεός έναν άντρα αδύναμο, για να ’σαι εσύ η δύναμή του… Κι εγώ, που προικίστηκα μ’ ένα είδος χοντροκομμένης καλοσύνης, παντρεύτηκα…


ΑΛΚΗΣΤΗ

κλαίγοντας:

Κι όσο σκέφτομαι πως θ’ αναγκαστώ να ξαναρχίσω να πεθαίνω για τον Άδμητο!


ΗΡΑΚΛΗΣ

Όχι να πεθαίνεις, Άλκηστη, να μην πεθαίνεις. Να ζεις γι’ αυτόν… Όχι ότι είναι και εύκολο.


ΑΛΚΗΣΤΗ

Κατέβηκα, ύστερα ανέβηκα πάλι… Γλίστρησα πάνω σε μια πλαγιά από πάγο… Έπειτα έπλεα παρασυρμένη από το ρεύμα στην επιφάνεια ενός πηχτού νερού… Νύχτες ταξιδιού με χωρίζουν από τον Άδμητο.


ΗΡΑΚΛΗΣ

Μόνο μια νύχτα… Κοίτα, σε κρατάω — δένω τη βάρκα σου… Σήκω όρθια… Πάτα το πόδι σου στην όχθη…


ΑΛΚΗΣΤΗ

Το σκαλοπάτι είναι φθαρμένο. Σ’ αυτό το σκαλοπάτι σκόνταφτε πάντα ο Ευμένης.


ΗΡΑΚΛΗΣ

Το ξέρεις καλά, δεν μπορείς να τον εμπιστευτείς για πολύ στα χέρια των θεραπαινίδων… Κάνε άλλο ένα βήμα… Ανέβα μια βαθμίδα ακόμα προς τη ζωή.


ΑΛΚΗΣΤΗ

Ακουμπάω το χέρι μου πάνω σ’ ένα γέρικο τοίχο… Αχ!, ένας σκελετός… Καρφιά μπηγμένα στα απλωμένα χέρια… Ένας σταυρωμένος νεκρός… Κάτι φρικιαστικό και χλιαρό κυλάει μέσα στα δάχτυλά μου.


ΗΡΑΚΛΗΣ

Όχι, Άλκηστη, είναι το καφασωτό με τα παραγινωμένα ροδάκινα.


ΑΛΚΗΣΤΗ

Καλά μου το είχε πει ότι θα ’ναι καλή η σοδειά φέτος… Στον ήλιο, τα ροδάκινα έδειχναν κάποτε ρόδινα… Πανέρια με ροδάκινα στο τραπέζι — για επιδόρπιο, γλυκό με ροδάκινο… Θα φας μαζί μας απόψε, ξένε; … Αχ!


Ο Θάνατος το σκάει φτεροκοπώντας. Η Άλκηστη, αναπηδάει και κρύβει το πρόσωπό της στα χέρια της.


ΗΡΑΚΛΗΣ

Ένα πουλί που πέταξε ήτανε. Σε λίγο θα φέξει, μικρή μου Άλκηστη.


ΑΛΚΗΣΤΗ

Κάπου τρίζει μια κλειδαριά… Τί είναι αυτό το πράγμα που με πονάει στα μάτια;


ΗΡΑΚΛΗΣ

Το φως μιας λάμπας, τίποτα άλλο, καλή μου Άλκηστη. Δεν είναι ούτε η αυγή, ούτε των αστεριών η ανταύγεια. Ένα φως των ανθρώπων είναι, ένας τόσος δα φανός. Μια φωτεινή γραμμή κάτω απ’ την πόρτα του Άδμητου.


ΑΛΚΗΣΤΗ

Η πόρτα ανοίγει… Μια αντρική σιλουέτα… Κάτι βάλθηκε να χτυπάει μέσα μου, λες και τον αναγνώρισαν οι αρτηρίες μου… Τί, η καρδιά μου;… Πόσο χλωμός είναι… Πόσο ξανθά τα μαλλιά του… Αυτό το αγόρι κλαίει με δάκρυα που ποτέ άλλοτε δεν το είδα να χύνει… Περπατάει ψαχουλευτά μέσα στη νύχτα, όπως ποτέ άλλοτε δεν τον είδα να περπατάει… Έχει μήπως γεράσει; Είναι μια πονεμένη ψυχή, καλέ μου Ηρακλή;


ΗΡΑΚΛΗΣ

Πάψε, νιογέννητη ζωντανή! Τα χέρια σου είναι κρύα ακόμη… Δώσ’ μου τον καρπό σου — άσε με να μετρήσω τους σφυγμούς σου που ξαναρχίζουν. Πάρε τον μανδύα μου —κάλυψε μ’ αυτόν το πρόσωπό σου— μη δείξεις στον αγαπημένο σου τούτη την όψη του άλλου κόσμου… Καταλαβαίνεις, θα φοβηθεί άμα νομίσει ότι αντικρίζει ένα φάντασμα.

[...]


Marguerite Yourcenar. 2005. Θέατρο ΙΙ. Ηλέκτρα ή η πτώση των προσωπείων. Το μυστήριο της Άλκηστης. Ποιός δεν έχει τον Μινώταυρό του; Μετ. Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή. Αθήνα: Χατζηνικολή. Τίτλος πρωτοτύπου Théâtre II: Le mystère d’Alceste (Éditions Gallimard, 1971).