Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Jean Racine

Η Θηβαΐς ή Οι δυο αδελφοί εχθροί Ετεοκλής και Πολυνείκης

Μετάφραση: Δημήτριος Μ. Ξενάκης

(απόσπασμα)


ΠΡΑΞΙΣ Ε΄

ΣΚΗΝΗ Α΄


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Απεφάσισας, ω ηγεμονίς δυστυχής; Η μήτηρ σου προ ολίγου απέθανεν εις τας αγκάλας σου· δεν ηδύνασο να την ακολουθήσεις, και να τελειώσεις, αποθνήσκουσα, την θλιβεράν σου ειμαρμένην; διά νέας δυστυχίας θέλεις να επιφυλαχθείς οι αδελφοί σου ήλθον εις χείρας, τίποτε δεν δύναται να τους σώσει από τα σκληρά αυτών όπλα. Το παράδειγμά των σε εμψυχώνει να διατρυπήσεις την πλευράν σου· και συ μόνη χύνεις δάκρυα, όλοι δε οι άλλοι χύνουσιν αίμα. Ποία είναι η θανατηφόρος υπερβολή των δυστυχιών μου; πού η θλίψις μου οφείλει να προστρέξει; Οφείλω να ζήσω; οφείλω ν’ αποθάνω; Είς εραστής με εμποδίζει, μία μήτηρ με προσκαλεί· εις το σκότος του τάφου βλέπω αυτήν ήτις με περιμένει· τούτο απαιτεί το λογικόν, ο έρως μοι το απαγορεύει, και μου αφαιρεί την επιθυμίαν. Πόσας αιτίας βλέπω να εγκαταλείψω την ζωήν! Αλλά, φευ! πόσον μένει τις εις την ζωήν, όταν εμποδίζηται τόσο πολύ από τον έρωτα! Ναι, εμποδίζεις, ω έρως, την πρόσκαιρον ψυχήν μου· αναγνωρίζω την φωνήν του νικητού μου· η ελπίς είναι εσβεσμένη εις την καρδίαν μου, και εν τούτοις ζεις, και θέλεις να ζήσω· λέγεις ότι ο εραστής μου θέλει με ακολουθήσει εις τον τάφον, ότι οφείλω να διατηρήσω τον πυρσόν των ημερών διά να σώσω εκείνο το οποίον αγαπώ. Ω Έμων, βλέπεις την επιρροήν την οποίαν ο έρως έχει επ’ εμού· δεν ήθελον ζήσει δι’ εμαυτήν, και επιθυμώ πολύ να ζήσω διά σε. Εάν ποτε αμφιβάλλεις περί του πιστού μου έρωτος… Αλλ’ ιδού η ολεθρία είδησις της μάχης.


ΣΚΗΝΗ Β΄

Αντιγόνη, Ολυμπιάς


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Λοιπόν, προσφιλής μοι Ολυμπιάς, είδες εκείνο το κακούργημα;


ΟΛΥΜΠΙΑΣ

Έτρεξα ματαίως, ήτον ήδη τετελεσμένον. Από του ύψους των προμαχώνων μας είδον να καταβαίνει με δάκρυα ο λαός ο οποίος έτρεχε και ο οποίος εφώναζεν εις τα όπλα· και, διά να σας είπω επί τέλους πόθεν προήρχετο ο τρόμος αυτού, ο βασιλεύς δεν υπάρχει πλέον, υψηλοτάτη, και ο αδελφός αυτού είναι νικητής. Λέγουσιν επίσης περί του Έμονος· είπον ότι η γενναιοψυχία του επροσπάθησεν επί πολύν καιρόν να διαλύσει την λύσσαν των, αλλ’ όλαι αι προσπάθειαί του εματαιώθησαν. Τούτο εννόησα από αναριθμήτους συγκεχυμένας φήμας.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Α! Δεν αμφιβάλλω, ο Έμων είναι μεγαλόψυχος, η γενναία του καρδία έσχε πάντοτε μεγάλην φρίκην διά το έγκλημα· τον είχον παρακαλέσει πολύ να εμποδίσει εκείνο το κακούργημα· και εάν ηδύνατο να το κάμει, Ολυμπιάς, ήθελε το κάμει. Αλλά, αλίμονον! η λύσσα των δεν ηδύνατο να καταναγκασθεί, εις ρύακας αίματος ήθελε να σβεσθεί. Ηγεμόνες απηνείς, ιδού είσθε ευχαριστημένοι· ο θάνατος μόνον μεταξύ σας ηδύνατο να θέσει την ειρήνην. Ο θρόνος και διά τους δύο σας είχε πολύ ολίγην θέσιν, εχρειάζετο μεταξύ σας να θέσει έν μεγαλύτερον διάστημα, και ο ουρανός να σας θέσει, διά να τελειώσει τας διχονοίας σας, τον μεν ένα μεταξύ των ζώντων, τον δε άλλον μεταξύ των τεθνεώτων. Δυστυχείς και οι δύο, αξιοθρήνητοι! ολιγότερον όμως δυστυχείς ότι δεν είμαι ακόμη, επειδή εξ όλων των κακών τα οποία έπεσαν εφ’ υμών ουδέν αισθάνεσθε, και ότι εγώ αισθάνομαι όλα.


ΟΛΥΜΠΙΑΣ

Αλλά δι’ υμάς η δυστυχία αύτη είναι ελαχίστη τιμωρία ώστε εάν ο θάνατος σάς ανήγειρε τον Πολυνείκην· ο ηγεμών εκείνος ήτο το αντικείμενον το οποίον επροξένει όλας τας φροντίδας σας, τα συμφέροντα του βασιλέως σάς εσυγκίνουν πολύ ολιγότερον.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Είναι αληθές, τον ηγάπων ειλικρινώς· τον ηγάπων πολύ περισσότερον από τον αδελφόν του, και εκείνο το οποίον τω έδιδε μέρος εις τας ευχάς μου, ήτον ενάρετος, Ολυμπιάς, και δυστυχής. Αλλά, αλίμονον! δεν υπάρχει πλέον εκείνη η καρδία η τόσον γενναία, είς εγκληματίας εστέφθη διά του εγκλήματός του· ο αδελφός του περισσότερον παρά εκείνος αρχίζει να με συγκινεί· γενόμενος δυστυχής, μοι έγινε προσφιλής.


ΟΛΥΜΠΙΑΣ

Ο Κρέων έρχεται.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Είναι μελαγχολικός· και ηξεύρω την αιτίαν· εις τας αγανακτήσεις του νικητού ο θάνατος του βασιλέως τον εκθέτει· είναι ο ολέθριος πρωταίτιος όλων των δυστυχιών μας.


ΣΚΗΝΗ Γ΄

Αντιγόνη, Κρέων, Ολυμπιάς, Άτταλος, Φύλακες


ΚΡΕΩΝ

Υψηλοτάτη, τί έμαθον εισερχόμενος εις ταύτα τα μέρη: Είναι αληθές ότι η βασίλισσα…


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ναι, Κρέων, απέθανε.


ΚΡΕΩΝ

Ω θεοί! δύναμαι να μάθω διά τίνος παραδόξου τύχης αι δυστυχείς αυτής ημέραι έσβεσαν την λάμψιν αυτών;


ΟΛΥΜΠΙΑΣ

Η ιδία, κύριε, ήνοιξε τον τάφον· και, πληγωθείσα μόνη διά τινος μαχαίρας εις μίαν στιγμήν ετελείωσε τας δυστυχίας αυτής και την ζωήν.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ηδυνήθη να προΐδει την καταστροφήν του υιού της.


ΚΡΕΩΝ

Α, κυρία, είναι ότι οι θεοί οι δυσμενείς…


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μη αποδίδεις εις άλλον παρά εις σεαυτόν μόνον τον θάνατον του αδελφού μου του βασιλέως, και μη κατηγορείς διά τούτο την θείαν οργήν. Εις εκείνην την ολεθρίαν μάχην συ μόνος τον οδήγησας· επίστευσε τας συμβουλάς σου· ο θάνατός του είναι ο καρπός αυτών. Τοιουτοτρόπως οι βασιλείς είναι τα θύματα των κολάκων αυτών, κάμνετε να προχωρεί η απώλειά των επιδοκιμάζοντες τα εγκλήματά των. Είσθε οι πρωταίτιοι της πτώσεως των βασιλέων· αλλ’ οι βασιλείς, πίπτοντες, επισύρουσι τους κόλακας αυτών. Το βλέπεις, Κρέων, η θανάσιμος δυσμένειά του σοι είναι τόσον ολεθρία όσον είναι και σκληρά· ο ουρανός, καταστρέφων αυτόν, εξεδικήθη σε· και έχεις ίσως να κλαίεις ως ημείς.


ΚΡΕΩΝ

Κυρία, το ομολογώ· και αι εναντίαι τύχαι με κάμνουν να κλαίω δύο υιούς· εάν κλαίειτε δύο αδελφούς.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Οι αδελφοί μου και οι υιοί σου! ω θεοί! τί σημαίνει ο λόγος ούτος; άλλος τίς ή ο Ετεοκλής ετελείωσε τας ημέρας του;


ΚΡΕΩΝ

Αλλά δεν ηξεύρετε ταύτην την πικράν ιστορίαν;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Έμαθον ότι ο Πολυνείκης εκέρδισε την νίκην, και ότι ο Έμων ματαίως ηθέλησε να τους χωρίσει.


ΚΡΕΩΝ

Κυρία, η μάχη αύτη είναι πολύ περισσότερον απάνθρωπος. Αγνοείτε ακόμη τας απωλείας μου και τας ιδικάς σας· αλλά φευ! μάθετε και τας ιδικάς μου και τας ιδικάς σας.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Δριμεία τύχη, τελείωσον την οργήν σου! Α! αναμφιβόλως, ιδού η τελευταία των προσβολών σου!


ΚΡΕΩΝ

Είδετε, κυρία, με ποίαν λύσσαν οι δύο ηγεμόνες εξήρχοντο διά να αφαιρέσει ο είς την ζωήν του άλλου· ότι με ίσον ζήλον έφευγον εντεύθεν, και ότι ποτέ αι καρδίαι των δεν εσυμφώνησαν καλύτερον. Η δίψα τους να κυλισθώσιν εις το αδελφικόν αίμα έκαμνεν εκείνο το οποίον το αίμα δεν ηδυνήθη ποτέ να κάμει· διά της υπερβολής του μίσους των εφαίνοντο ηνωμένοι, και, έτοιμοι να σφαγώσιν, εφαίνοντο φίλοι. Εξέλεξαν κατ’ αρχάς, ως πεδίον της μάχης των τόπον τινά πλησίον των δύο στρατοπέδων, εις τα θεμέλια του τείχους, εκεί, αναλαμβάνοντες την πρώτην αυτών λύσσαν, ήρχισαν τέλος πάντων εκείνην την φρικαλεοτάτην μάχην με χειρονομίας απειλητικάς, με βλέμμα σπινθηροβολούν από λύσσαν, και οι δύο ζητούσι πέρασμα ο είς εις τον κόλπον του άλλου· και, μόνη η λύσσα βιάζουσα τους βραχίονάς των, και οι δύο φαίνονται ότι σπεύδουσι προς τον θάνατον. Ο υιός μου, όστις από λύπην αυτών ανεστέναζε και όστις ενθυμείτο τας διαταγάς σας, κυρία, ρίπτεται εις το μέσον αυτών, και υβρίζει δι’ υμάς τας απολύτους αυτών διαταγάς αι οποίαι μας ημπόδιζον όλους. Σύρει τον βραχίονά των, τους ωθεί, τους παρακαλεί, και διά να τους χωρίσει εκτίθεται εις την λύσσαν των· αλλά προσπαθεί ματαίως να εμποδίσει την διάρκειαν αυτών· και οι δύο εκείνοι μανιώδεις πλησιάζουσιν ο είς τον άλλον πάντοτε. Επιμένει όμως, και δεν χάνει ποσώς γενναιοψυχίαν· στρέφει προς άλλο μέρος την καταιγίδα δι’ απείρων θανατηφόρων προσβολών, μέχρις ότου το βέλος του βασιλέως πολύ πικρόν, είτε εκυνήγει τον αδελφόν του, ή εκείνον τον δυστυχή υιόν, τον έρριψεν ύπτιον εις τους πόδας του έτοιμον να εκπνεύσει.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Και η λύπη ακόμη δεν μου αφήρεσε την ζωήν!


ΚΡΕΩΝ

Τρέχω εκεί, τον σηκώνω, και τον λαμβάνω εις τας αγκάλας μου, και αναγνωρίσας με! Είπε, σιγηλώς, «αποθνήσκω, πολύ ευτυχής διότι εξέπνευσα διά την ωραίαν μου ηγεμονίδα. Ματαίως προς βοήθειάν μου η αγάπη σας σπεύδει· οφείλετε να τρέξητε προς εκείνους τους μανιώδεις· χωρίσατε αυτούς, πάτερ μου, και άφησόν με ν’ αποθάνω». Εξέπνευσεν ειπών ταύτα. Εκείνο το σπαραξικάρδιον θέαμα εις την τρομεράν μανίαν των δεν φέρει κανέν εμπόδιον· μόνο ο Πολυνείκης εφάνη λυπημένος διά τούτο:

«Στήθι, Έμων», είπεν εκείνος, «θα εκδικηθείς». Τω όντι, η λύπη του ανενέωσε την λύσσαν του, και εντός ολίγου η μάχη έκλινεν υπέρ αυτού. Ο βασιλεύς, πληγωθείς με βέλος το οποίον διεπέρασε την πλευράν του τω παραχωρεί την νίκην, και πίπτει εις το αίμα του. Τα δύο στρατόπεδα αμέσως εγκαταλείπονται ως βορά, το μεν ιδικόν μας εις την λύπην, οι δε Έλληνες εις την χαράν· και ο λαός, καταπεφοβισμένος από τον θάνατον του βασιλέως του, εις το ύψος των προμαχώνων του δεικνύει τον φόβον του. Ο Πολυνείκης υπερηφανευόμενος πολύ διά την έκβασιν του εγκλήματός του, κοιτάζει με ευχαρίστησιν εκπνέον το θύμα του· εις το αίμα του αδελφού του φαίνεται κυλιόμενος: «Συ αποθνήσκεις», τω λέγει, «και εγώ θα βασιλεύσω· κοίταξον εις τας χείρας μου το κράτος και την νίκην· πήγαινε να ερυθριάσεις εις τον Άδην διά την υπερβολήν της δόξης μου· και, διά να αποθάνεις ακόμη με περισσοτέραν λύπην, προδότα, σκέφθητι αποθνήσκων ότι αποθνήσκεις υπήκοός μου». Τελειώσας ταύτας τας λέξεις, με βήμα αγέρωχον πλησιάζει προς τον βασιλέα όστις εκοίτετο επί του κονιορτού, και διά να τον αφοπλίσει εκτείνει τον βραχίονα. Ο βασιλεύς, όστις εφαίνετο ότι ήτο ήδη νεκρός, παρατηρεί όλα τα βήματά του· τον βλέπει, τον περιμένει, και η ψυχή του οργισμένη διά μέγα τι σχέδιον εφάνη ότι ανεστάλη. Ο ζήλος τού να εκδικηθεί κολακεύει ακόμη τας επιθυμίας του, κρατεί την διάρκειαν των τελευταίων του αναστεναγμών. Έτοιμος να εκπνεύσει, κρύπτει το υπόλοιπον, και ο θάνατός του εις τον νικητήν ήτο παγίς ολεθρία· και, εις την ολεθρίαν στιγμήν κατά την οποίαν ο απάνθρωπος εκείνος αδελφός του ηθέλησε να του αφαιρέσει το βέλος το οποίον εκράτει εις την χείρα του, διατρυπά την καρδίαν αυτού· και η ψυχή του ευχαριστημένη, αφού έδωκεν εκείνην την πληγήν, εγκατέλειψε την ζωήν. Ο Πολυνείκης πληγωθείς εκβάλλει μίαν φωνήν εις τον αέρα, και η ψυχή του οργισμένη απέρχεται εις τον Άδην. Όσον και αν ήτο νεκρός, εφύλαττε την οργήν του, και ήθελεν ειπεί τις ότι ακόμη ηπείλει τον αδελφόν του· το πρόσωπόν του, εις το οποίον ο θάνατος διέχυσε τα βέλη του, ήτο φρικαλεότερον και μάλλον υπερήφανον παρά ποτέ.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ολεθρία φιλοδοξία, τύφλωσις απαισία! σκληρού χρησμού συνέπεια πολύ προφανής! Εξ όλου του βασιλικού αίματος δεν μένει άλλος παρά ημείς· και είθε, ω Κρέων, να μη έμενεν άλλος παρά συ, και η απελπισία μου, προβλέπουσα την οργήν των, είθε να ηκολούθει πλησιέστερον τον θάνατον της μητρός μου!


ΚΡΕΩΝ

Είναι αληθές ότι η οργή των θεών εξημμένη διά να μας κάμει ν’ απολεσθώμεν φαίνεται ότι εξηντλήθη· διότι επί τέλους η αυστηρότης αυτής, το βλέπετε, κυρία, με επιφορτίζει τόσον όσον λυπεί την ψυχήν σας. Αφαιρούσα μου τους υιούς μου…


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Α! βασιλεύεις Κρέων· και ο θρόνος ευκόλως σε παρηγορεί διά τον Έμονα. Αλλ’ άφησόν με, σε παρακαλώ, ολίγον μόνην, και μη αναγκάζεις ποσώς την θλιβεράν μου ανησυχίαν· μάλιστα αι λύπαι μου ήθελον φθάσει μέχρι σού· θα εύρεις αλλαχού συνομιλίας ευαρεστοτέρας· ο θρόνος σε περιμένει, ο λαός σε προσκαλεί· απόλαυσον όλας τας ηδονάς νέου μεγαλείου. Χαίρε. Δεν κάμνομεν τίποτε και οι δύο παρά να στεναχωρούμεθα, εγώ επιθυμώ να κλαίω, Κρέων, και συ να βασιλεύσεις.


ΚΡΕΩΝ

εμποδίζων την Αντιγόνην. Α, κυρία! βασιλεύσατε και αναβείτε εις τον θρόνον· η υψηλή αύτη θέσις δεν ανήκει παρά εις την ένδοξον Αντιγόνην.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Σπεύσον ν’ αναβείς εις τον θρόνον. Το στέμμα ανήκει εις σε.


ΚΡΕΩΝ

Το θέτω εις τους πόδας σας.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Και από την χείρα αυτών των θεών δεν ήθελον το δεχθεί· και τολμάς, Κρέων, να μοι προσφέρεις το διάδημα!


ΚΡΕΩΝ

Ηξεύρω ότι η υψηλή αύτη θέσις δεν έχει τίποτε ένδοξον το οποίον να μη υποχωρεί εις την τιμήν του να σας την προσφέρω. Γνωρίζω εμαυτόν ανάξιον μιας τοιαύτης τύχης· αλλ’ εάν δύναταί τις να έχει απαιτήσεις εις ταύτην την επίσημον δόξαν, εάν δι’ ενδόξων κατορθωμάτων δύναται να είναι άξιος αυτής, τί πρέπει να κάμει επί τέλους, κυρία;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Να με μιμηθεί.


ΚΡΕΩΝ

Τί δεν ήθελον κάμει διά μίαν τοιαύτην χάριν! Διατάξετε μόνο τί πρέπει να κάμω· είμαι έτοιμος…


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

αναχωρούσα. Θα ίδωμεν.


ΚΡΕΩΝ

ακολουθών αυτήν. Περιμένω τας διαταγάς σας ενταύθα.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

αναχωρούσα. Περίμενε.


ΣΚΗΝΗ Δ΄

Κρέων, Άτταλος, Φύλακες


ΑΤΤΑΛΟΣ

Μήπως η οργή της κατεπραΰνθη. Πιστεύετε ότι θα την κάμητε να ενδώσει;


ΚΡΕΩΝ

Ναι, ναι, αγαπητέ μου Άτταλε· δεν υπάρχει ποσώς ευτυχία ίση με την ιδικήν μου· και θα ίδεις κατά ταύτην την ευτυχή ημέραν, τον φιλόδοξον εις τον θρόνον, και τον εραστήν εστεμμένον. Εζήτουν από τον θεόν την ηγεμονίδα και τον θρόνον· μοι δίδει το σκήπτρον, και μοι παραχωρεί την Αντιγόνην. Διά να στέψει την κεφαλήν μου και τον έρωτά μου σήμερον, οπλίζει προς υπεράσπισίν μου και το μίσος και τον έρωτα· ανάπτει δι’ εμέ δύο εναντία πάθη· εκίνησεν εις οίκτον την αδελφήν, εσκλήρυνε τους αδελφούς· παρόξυνε την οργήν των· κινεί εις οίκτον την δριμύτητά της, και μοι ανοίγει συγχρόνως και τον θρόνον και την καρδίαν της.


ΑΤΤΑΛΟΣ

Είναι αληθές, έχετε τα πάντα ευνοϊκά, και ηθέλετε είσθαι ευτυχής εάν δεν είσθε πατήρ. Η φιλοδοξία, ο έρως, δεν έχουσι τίποτε να επιθυμήσωσιν· αλλά, μεγαλειότατε, η φύσις έχει πολλά άξια να τα οικτείρει, απολέσας τους δύο υιούς σας…


ΚΡΕΩΝ

Ναι, η απώλειά των με λυπεί· ηξεύρω τί παρ’ εμού η θέσις του πατρός απαιτεί· ήμην τοιούτος. Αλλά προ πάντων εγεννήθην διά να βασιλεύσω· και χάνω πολύ ολιγότερον το οποίον δεν πιστεύω να κερδίσω. Το όνομα, πατήρ, Άτταλε, είναι τίτλος χυδαϊκός· είναι δώρον το οποίον ο θεός δεν μας αποποιείται σχεδόν. Ευτυχία τόσον κοινή δεν έχει δι’ εμέ τίποτε ευάρεστον· δεν είναι ευτυχία, εάν δεν έχει ζηλοτύπους. Αλλ’ ο θρόνος είναι κτήμα το οποίον ο θεός λυπείται· η υψηλή αύτη θέσις μάς χωρίζει από του υπολοίπου των ανθρώπων. Ολίγιστοι ετιμήθησαν με δώρον τόσον ακριβές, η γη έχει ολιγοτέρους βασιλείς και ο ουρανός έχει περισσοτέρους θεούς. Άλλως τε ηξεύρεις ότι ο Έμων ελάτρευε την ηγεμονίδα, και ότι αύτη έτρεφε προς εκείνον τον ηγεμόνα υπερβολικήν αγάπην. Εάν εκείνος έζη, ο έρως του ήθελεν είναι ολέθριος εις τον ιδικόν μου. Ο θεός στερήσας εμέ ένα υιόν, με απήλλαξεν από ένα αντεραστήν. Μη μοι ομιλείς λοιπόν πλέον παρά διά χαρμόσυνα αντικείμενα· υπόμεινον ώστε εις τας παραφοράς μου να εγαταλειφθώ ως βορά· και χωρίς να με ενθυμίζεις περί των σκιών του άδου. Ειπέ μοι τί κερδίζω, και όχι τί χάνω. Ομίλησόν μοι περί της βασιλείας· ομίλησόν μοι περί της Αντιγόνης· θα απολαύσω εντός ολίγου την καρδίαν της, και κατέχω ήδη τον θρόνον. Όλα όσα συνέβησαν φαίνονται εις εμέ ως όνειρον. Ήμην πατήρ και υπήκοος, τώρα δε είμαι εραστής και βασιλεύς. Η ηγεμονίς και ο θρόνος έχουσι δι’ εμέ τόσα θέλγητρα, τα οποία… αλλ’ η Ολυμπιάς έρχεται.


ΑΤΤΑΛΟΣ

Ω θεοί! είναι καταβεβρεγμένη από δάκρυα.


ΣΚΗΝΗ Ε΄

Κρέων, Ολυμπιάς, Άτταλος, Φύλακες


ΟΛΥΜΠΙΑΣ

Τί περιμένετε, μεγαλειότατε; η ηγεμονίς δεν υπάρχει πλέον.


ΚΡΕΩΝ

Δεν υπάρχει πλέον, Ολυμπιάς!


ΟΛΥΜΠΙΑΣ

Α! λύπαι μέγισται! Εισήλθεν εις το πλησίον δωμάτιον· και με την αυτήν μάχαιραν με την οποίαν εφονεύθη η βασίλισσα, χωρίς να δυνηθώ να ίδω το ολέθριον σχέδιό της, η υπερήφανος εκείνη ηγεμονίς ετρύπησε τον ωραίον της κόλπον· επληγώθη, μεγαλειότατε, θανασίμως· και εις το αίμα της, φευ! έπεσεν αίφνης. Φαντασθείτε εις το αντικείμενον τούτο τί ώφειλον να αισθανθώ. Αλλ’ η ωραία της ψυχή επί τέλους, όλως ετοίμη να εξέλθει είπεν, «Αγαπητέ Έμων, εις σε θυσιάζομαι», και εκείνην την στιγμήν ετελείωσε την ζωήν της. Ησθάνθην το ωραίον της σώμα όλως διόλου ψυχρόν εις τας αγκάλας μου· και ενόμισα ότι η ψυχή μου έμελλε ν’ ακολουθήσει τα βήματα εκείνης. Ευτυχής εκατοντάκις εάν η υπερβολική μου λύπη εις το σκότος του τάφου με κατεβίβαζε με εκείνην!


ΣΚΗΝΗ ΣΤ΄

Κρέων, Άτταλος, Φύλακες


ΚΡΕΩΝ

Τοιουτοτρόπως αποφεύγεις μισητόν εραστήν, και συ η ιδία, σκληρά, σβήνεις τους ωραίους σου οφθαλμούς! κλείεις διά παντός εκείνους τους ωραίους οφθαλμούς τους οποίους λατρεύω· και, διά να μη με ίδεις ποσώς, τους κλείεις ακόμη! Μολονότι ο Έμων σοι ήτον αγαπητός, τρέχεις εις τον θάνατον πολύ περισσότερο διά να αποφύγεις εμέ παρά διά να ακολουθήσεις τα βήματά του! Αλλά, ώφειλες ακόμη να μοι είσαι επίσης αυστηρά, η παρουσία μου εις τον άδην θα σοι είναι μισητή, εχρειάσθη μετά τον θάνατον να ζει η οργή σου, ω σκληρά, θα καταβώ εκεί κατόπιν σου. Θα ίδεις πάντοτε το αντικείμενον του μίσους σου, και πάντοτε οι αναστεναγμοί θα σοι είπωσι πάλιν τον πόνον μου, ή διά να σε καταπραΰνωσιν ή διά να σε ταράττωσι· και δεν θα δυνηθείς πλέον ν’ αποθάνεις διά να με αποφύγεις. Ας αποθάνωμεν λοιπόν…


ΑΤΤΑΛΟΣ

αφαιρών το ξίφος αυτού. Α μεγαλειότατε! τί σκληρά επιθυμία!


ΚΡΕΩΝ

Α! με δολοφονείς θέλων να μοι σώσεις την ζωήν. Ω έρως, ω λύσσα, ω παραφοραί, δράμετε προς βοήθειάν μου, έλθετε και τελειώσατε τας βδελυράς ημέρας μου! απατήσατε όλα τα εμπόδια εκείνων των σκληρών φίλων! Συ, δικαίωσον, ω ουρανέ, την πίστιν των μαντείων σου! Είμαι το τελευταίον αίμα του δυστυχούς Λαΐου· καταστρέψατέ με ω σκληροί θεοί, ή θα απατηθείτε. Επαναλάβετε, επαναλάβετε τούτο το ολέθριον κράτος· μου αφαιρείτε την Αντιγόνην, αφαιρέσατέ μου τα πάντα· ο θρόνος και τα δώρα σας διεγείρουσι την αγανάκτησίν μου· εκείνο το οποίον θέλω από υμάς είναι είς κεραυνός, μη το αποποιηθείτε εις τας ευχάς μου· προσθέσατε την ποινήν μου εις τοσαύτα άλλα θύματα. Αλλά ματαίως σας αναγκάζω, και τα κακουργήματά μου με κάμνουσι να αισθάνομαι όλα τα κακά τα οποία έπραξα. Η Ιοκάστη, ο Πολυνείκης, ο Ετεοκλής, η Αντιγόνη, οι υιοί μου τους οποίους έχασα διά να αναβώ εις τον θρόνον, τόσοι άλλοι δυστυχείς τα κακά των οποίων εγώ επροξένησα, ενεργούσιν εις την καρδίαν μου ως δήμιοι. Σταθείτε… Ο θάνατός μου θα εκδικηθεί την απώλειάν σας· ο κεραυνός θα καταπέσει, η γη είναι ημιανοικτή· αισθάνομαι συγχρόνως απείρους διαφόρους βασάνους υπάγω να ζητήσω ανάπαυσιν εις τον Άδην.

(Πίπτει εις τας αγκάλας των φυλάκων.)


Jean Racine. 1867. Η Θηβαΐς ή Οι δύο αδελφοί εχθροί, Ετεοκλής και Πολυνείκης. Μετ. Δημήτριος Μ. Ξενάκης. Ερμούπολη: Τύποις Νικολάου Βαρβαρέσου. Τίτλος πρωτοτύπου: La Thébaïde ou Les Frères ennemis (1664).