Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Madeline Miller

Το τραγούδι του Αχιλλέα

Μετάφραση: Αναστασία Καλλιοντζή

(απόσπασμα)


Κεφάλαιο Δεκαοκτώ


Εκείνη τη νύχτα ξαφνικά ξύπνησα λαχανιασμένος. Ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα, και μέσα στη σκηνή βασίλευε μια ζέστη πνιγηρή και αποπνικτική. Στο πλάι μου ο Αχιλλέας κοιμόταν, ιδρωμένος κι αυτός όπως εγώ.

Βγήκα απ’ τη σκηνή, λαχταρώντας να με χτυπήσει λίγο θαλασσινό αγέρι. Αλλά κι εδώ έξω η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και υγρή. Επικρατούσε μια περίεργη ησυχία. Ούτε ένα πανί σκηνής να αναδεύεται απ’ τον αέρα δεν άκουσα, ούτε μια τόση δα κλαγγή από κάποια λυμένη πανοπλία. Ακόμα κι η θάλασσα ήταν εντελώς ακίνητη και σιωπηλή, λες και τα κύματα είχαν σταματήσει να γλείφουν την ακρογιαλιά. Εκεί, πέρα μακριά, εκτεινόταν επίπεδη και λεία, σαν καλογυαλισμένος μπρούτζινος καθρέφτης.

Τότε ακριβώς συνειδητοποίησα ότι δεν φυσούσε καθόλου. Αυτό ήταν το περίεργο της υπόθεσης. Η ατμόσφαιρα γύρω μου ήταν πηχτή σαν σιρόπι, δεν φυσούσε αέρας ούτε για δείγμα. Και τότε σκέφτηκα: Αν συνεχίσει έτσι, δεν θα μπορέσουμε να αποπλεύσουμε αύριο.

Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου απολαμβάνοντας τη δροσιά, κι έπειτα ξαναγύρισα κοντά στον Αχιλλέα· στην αρχή ένιωθα κυριευμένος από νευρικότητα και δεν μ’ έπαιρνε ο ύπνος, αλλά τελικά κοιμήθηκα.


*

Το επόμενο πρωί, τα ίδια. Ξύπνησα μέσα σε μια λίμνη ιδρώτα, με το δέρμα μου ζαρωμένο και αφυδατωμένο. Γεμάτος ευγνωμοσύνη και ανακούφιση ήπια με λαχτάρα το νερό που μας έφερε ο Αυτομέδων. Ο Αχιλλέας ξύπνησε και σκούπισε με το χέρι του το μέτωπό του, που ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Συνοφρυώθηκε παραξενεμένος, βγήκε μια στιγμή έξω και ξαναμπήκε.

«Δεν φυσάει καθόλου».

Έγνεψα συμφωνώντας.

«Δεν βλέπω να φεύγουμε σήμερα». Οι άντρες μας ήταν πολύ δυνατοί και ικανοί κωπηλάτες, αλλά ακόμα κι έτσι δεν θα μπορούσαν να αντέξουν να κωπηλατούν όλη μέρα. Για να πάμε στην Τροία είχαμε ανάγκη τον άνεμο.

Αλλά άνεμος δεν ήρθε. Ούτε εκείνη τη μέρα ούτε τη νύχτα ούτε την επόμενη μέρα. Ο Αγαμέμνων αναγκάστηκε να βγει στην αγορά και να ανακοινώσει ότι θα καθυστερούσαμε κι άλλο την αναχώρησή μας. Με το που θα ξαναρχίσει να φυσάει θα φύγουμε, μας υποσχέθηκε.

Έλα όμως που δεν ξανάρχισε να φυσάει… Νιώθαμε να καιγόμαστε, μέρα νύχτα, κι ο αέρας θύμιζε καπνό από φωτιά, τσουρουφλίζοντας τα πνευμόνια μάς. Ποτέ μας δεν είχαμε παρατηρήσει πόσο καυτή μπορούσε να είναι η αμμουδιά, πόσο μπορούσαν να μας γδέρνουν το κορμί τα κλινοσκεπάσματά μας. Τα πνεύματα σιγά σιγά οξύνονταν και άρχισαν να ξεσπούν αψιμαχίες. Ο Αχιλλέας κι εγώ περνούσαμε όλη μας την ώρα στη θάλασσα, αναζητώντας την ελάχιστη ανακούφιση που μπορούσε να μας προσφέρει.

Οι μέρες περνούσαν, κι εμείς αρχίσαμε να ανησυχούμε σοβαρά. Δύο εβδομάδες χωρίς καθόλου αέρα ήταν πράγμα αφύσικο, παρ’ όλ’ αυτά ο Αγαμέμνων δεν έκανε τίποτα. Εντέλει, ο Αχιλλέας είπε: «Θα μιλήσω στη μητέρα μου». Εγώ παρέμεινα στη σκηνή να ιδροκοπώ ενόσω αυτός την καλούσε. Όταν τελικώς γύρισε πίσω, είπε: «Κάποιος θεός το έκανε αυτό». Όμως η μητέρα του δεν του είπε —δεν μπορούσε να του πει— ποιος θεός.

Πήγαμε να βρούμε τον Αγαμέμνονα. Το δέρμα του βασιλιά ήταν γεμάτο κόκκινα εξανθήματα λόγω της ζέστης και ήταν μονίμως νευριασμένος με το σύμπαν ολόκληρο — του έφταιγε ο αέρας που δεν φυσούσε, ο στρατός του που είχε αρχίσει να ανυπομονεί, ο οποισδήποτε ερχόταν και του έλεγε την οποιαδήποτε ερμηνεία τού κατέβαινε στο κεφάλι σχετικά με το γιατί συνέβαιναν όλ’ αυτά. Ο Αχιλλέας είπε: «Θα ξέρεις ότι η μητέρα μου είναι θεά».

Ο Αγαμέμνων σχεδόν μούγκρισε πως ναι, ήξερε. Ο Οδυσσέας έβαλε το χέρι του στον ώμο του για να τον συγκρατήσει.

«Λέει ότι ο καιρός αυτός δεν είναι φυσιολογικός. Ότι είναι σημάδι σταλμένο απ’ τους θεούς».

Ο Αγαμέμνων δεν χάρηκε που το άκουσε αυτό· μας κοίταξε σκυθρωπός και μας άφησε να αποχωρήσουμε.

Πέρασε ένας μήνας, ένας μήνας φοβερός και εξαντλητικός, με τις νύχτες μας να κυλούν ανήσυχα και τις μέρες μας να κολυμπούν στον ιδρώτα. Τα πρόσωπα των αντρών ήταν αλλοιωμένα απ’ το θυμό, αλλά αψιμαχίες δεν υπήρχαν πια — έκανε πολλή ζέστη.

Κι άλλος ένας μήνας πέρασε. Δεν μπορεί, θα καταλήγαμε να τρελαθούμε όλοι μας, θα μας έπνιγε το βάρος της εντελώς ακίνητης ατμόσφαιρας, όπου φύλλο δεν κουνιόταν… Πόσο ακόμα μπορούσε να συνεχιστεί αυτό; Μα ήταν τρομερό: ένας ήλιος εκτυφλωτικός που κρατούσε καθηλωμένη τη στρατιά μας και μια ζέστη που μας έπνιγε και δεν μπορούσαμε να ανασάνουμε. Ακόμα κι ο Αχιλλέας κι εγώ, μονάχοι μας στη σκηνή μας, εμείς και τα εκατοντάδες παιχνίδια που παίζαμε για να περνάμε την ώρα μας, αρχίσαμε να αισθανόμαστε άχρηστοι, σαν να μην είχαμε πια σκοπό. Πότε θα τέλειωναν όλ’ αυτά;

Τελικώς, κατέφθασαν κάποιες ειδήσεις. Ο Αγαμέμνων είχε μιλήσει με τον αρχιμάντη Κάλχαντα. Τον ξέραμε — ήταν ένας μικρόσωμος άνθρωπος με καστανά γένια, αλλού κοντά αλλού μακριά. Στην εμφάνιση ήταν αποκρουστικός, με ένα πρόσωπο μυτερό, που θύμιζε νυφίτσα, και με ένα συνήθειο να γλείφει ακατάπαυστα τα χείλη του πριν μιλήσει. Αλλά το ασχημότερο απ’ όλα πάνω του ήταν τα μάτια του: γαλάζια, χτυπητά γαλάζια. Όταν έβλεπε ο κόσμος τα μάτια του ζάρωνε από φόβο. Πάλι καλά που δεν τον σκότωσαν οι γονείς του μόλις γεννήθηκε.

Ο Κάλχας είχε τη γνώμη ότι η θεά Άρτεμις ήταν αυτή που είχαμε προσβάλει, αν και δεν μας είπε με ποιο τρόπο την προσβάλαμε. Φυσικά, μας έδωσε τη συνηθισμένη συνταγή για τέτοιες περιπτώσεις: έπρεπε να προσφέρουμε μια τεράστια θυσία. Ευπειθώς, μαζέψαμε τα ζωντανά μας σ’ ένα μέρος κι αναμίξαμε κρασί με μέλι. Στην επόμενη συνάθροισή μας, ο Αγαμέμνων μας ανήγγειλε ότι είχε προσκαλέσει την κόρη του να επιβλέψει τις ιεροτελεστίες. Ήταν ιέρεια της Αρτέμιδος, και μάλιστα η νεαρότερη στην ηλικία που είχει ποτέ χριστεί ιέρεια· ίσως αυτή να μπορούσε να κατευνάσει την οργή της θεάς.

Και μετά ακούσαμε και κάτι άλλο — ότι έφερναν την κόρη του από τις Μυκήνες όχι μόνο για την τελετή, λέει, αλλά και να παντρευτεί έναν από τους βασιλιάδες. Οι γάμοι ήταν πάντα ευμενή γεγονότα, ευνοϊκά, άρεσαν στους θεούς· ίσως λοιπόν να βοηθούσε κι αυτό.

Ο Αγαμέμνων έστειλε να καλέσει τον Αχιλλέα κι εμένα στη σκηνή του. Το πρόσωπό του έδειχνε αναστατωμένο και πρησμένο, είχε την όψη ανθρώπου που δεν έχει κλείσει μάτι. Στη μύτη του έχει ακόμα κόκκινα εξανθήματα απ’ τη ζέστη. Δίπλα του καθόταν ο Οδυσσέας, ατάραχος όπως πάντα.

Ο Αγαμέμνων ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. «Πρίγκιπα Αχιλλέα. Σε κάλεσα εδώ γιατί έχω να σου κάνω μια πρόταση. Θα έχεις ίσως ακούσει ότι…» έκανε μια παύση και καθάρισε ξανά το λαιμό του. «Ότι έχω μια κόρη, την Ιφιγένεια. Πολύ θα ήθελα να γίνει γυναίκα σου».

Απομείναμε να χάσκουμε. Ο Αχιλλέας έμεινε με το στόμα ανοιχτό, και μετά το έκλεισε.

Ο Οδυσσέας είπε: «Μεγάλη τιμή είναι αυτή που σου κάνει ο Αγαμέμνων, πρίγκιπα της Φθίας».

Ο Αχιλλέας τα έχασε, πράγμα σπάνιο γι’ αυτόν. «Φυσικά, και τον ευχαριστώ». Τα μάτια του καρφώθηκαν στον Οδυσσέα, κι εγώ ήμουν σίγουρος τι σκεφτόταν: και με τη Δηιδάμεια τι θα γίνει; Ο Αχιλλέας ήταν ήδη παντρεμένος, κι ο Οδυσσέας το ήξερε καλά αυτό.

Όμως ο βασιλιάς της Ιθάκης έκανε ένα νεύμα, αδιόρατο, με τρόπο, έτσι ώστε να μην το δει ο Αγαμέμνων. Έπρεπε δηλαδή να παραστήσουμε ότι η πριγκίπισσα της Σκύρου δεν υπήρχε.

«Με τιμά το γεγονός ότι σκέφτηκες εμένα», είπε ο Αχιλλέας, κομπιάζοντας ακόμα. Μου έριξε μια φευγαλέα, ερωτηματική ματιά.

Ο Οδυσσέας το είδε αυτό, όπως άλλωστε τίποτα δεν του ξέφευγε. «Δυστυχώς, θα έχετε μονάχα μια νύχτα στη διάθεσή σας, διότι μετά εκείνη θα πρέπει να ξαναφύγει. Αν και, φυσικά, πολλά μπορούν να συμβούν μέσα σε μια νύχτα». Χαμογέλασε· κι ήταν ο μόνος που χαμογέλασε.

«Θα είναι καλό πράγμα, έχω την εντύπωση, ένας γάμος». Ο Αγαμέμνων μιλούσε με κόπο. «Καλό για τις οικογένειές μας, καλό και για τους άντρες». Δεν μας κοιτάζει στα μάτια.

Ο Αχιλλέας περιμένει να του γνέψω την απάντησή μου· αν δεν θέλω, θα πει όχι κι αυτός. Νιώθω τσιμπήματα ζήλιας, αλλά ελάχιστα. Μόνο για μια νύχτα θα είναι, σκέφτηκα. Θα του προσδώσει κύρος κι εξουσία και θα φέρει την ειρήνη με τον Αγαμέμνονα. Δεν θα σημαίνει τίποτα. Έκανα κι εγώ ένα νεύμα, αδιόρατο, με τρόπο, όπως αυτό που είχε κάνει ο Οδυσσέας.

Ο Αχιλλέας έδωσε το χέρι του. «Δέχομαι, Αγαμέμνων. Με περηφάνια σε ονομάζω πεθερό μου».

Ο Αγαμέμνων άδραξε το προτεταμένο χέρι του νεαρότερου άντρα. Κοίταξα τα μάτια του καθώς έσφιγγε το χέρι του Αχιλλέα — ήταν σβησμένα και σχεδόν θλιμμένα. Αργότερα, θα το ξανάφερνα στον νου μου αυτό.

Καθάρισε το λαιμό του, τρίτη φορά. «Η Ιφιγένεια», είπε, «είναι καλό κορίτσι».

«Είμαι βέβαιος πως είναι», αποκρίθηκε ο Αχιλλέας. «Τιμή μου να την κάνω γυναίκα μου».

Ο Αγαμέμνων έκλινε το κεφάλι, τους ζυγούς λύσατε, κι εμείς γυρίσαμε να φύγουμε. Ιφιγένεια. Ανάλαφρο όνομα, έρεε, σαν τον ήχο της κατσίκας που σκαρφαλώνει στα βράχια, σβέλτο, αεικίνητο, αξιαγάπητο.


*

Λίγες μέρες αργότερα, η Ιφιγένεια έκανε την εμφάνισή της με τη συνοδεία βλοσυρών, απόμαχων Μυκηναίων — ήταν άντρες μιας κάποιας ηλικίας, όχι πλέον κατάλληλοι για να πάρουν μέρος σε έναν πόλεμο. Καθώς το άρμα που τη μετέφερε ακούστηκε να κροταλίζει πάνω στο γεμάτο πέτρες μονοπάτι που οδηγούσε στον χώρο όπου είχαμε στρατοπεδεύσει, οι στρατιώτες βγήκαν απ’ τις σκηνές τους για να κοιτάξουν. Είχε περάσει πολύς καιρός πια από τότε που πολλοί απ’ αυτούς είχαν να δουν γυναίκα. Απόλαυσαν την καμπύλη του λαιμού της, λίγο αστράγαλο που φάνηκε φευγαλέα, τα χεράκια της που έστρωναν χαριτωμένα το κάτω μέρος του νυφικού της φορέματος. Τα καστανά της μάτια έλαμπαν από ανυπομονησία· αφού ερχόταν για να παντρευτεί τον καλύτερο των Ελλήνων.

Η γαμήλια τελετή θα λάμβανε χώρα εκεί που είχαμε στήσει την αυτοσχέδια αγορά μας, και συγκεκριμένα πάνω σε μια τετράγωνη ξύλινη εξέδρα, στο πίσω μέρος της οποίας ορθωνόταν ένας βωμός. Το άρμα πλησίασε κι άλλο, περνώντας μπροστά από τους άντρες που είχαν μαζευτεί ένα σωρό. Ο Αγαμέμνων στεκόταν πάνω σε ένα βάθρο, περιστοιχισμένος από τον Οδυσσέα και τον Διομήδη· κοντά τους βρισκόταν και ο Κάλχας. Ο Αχιλλέας περίμενε, όπως όλοι οι γαμπροί, στη δεξιά πλευρά του βάθρου.

Η Ιφιγένεια κατέβηκε με χάρη από το άρμα της και πήγε να ανέβει στο υπερυψωμένο ξύλινο πάτωμα. Ήταν πολύ νέα, ούτε δεκατεσσάρων χρόνων, και παρέπαιε ανάμεσα στην αυτοκυριαρχία που έπρεπε να δείχνει μια ιέρεια και στον παιδιάστικο ενθουσιασμό. Αγκάλιασε με θέρμη τον πατέρα της, περνώντας τα δάχτυλά της μέσα απ’ τα μαλλιά του. Κάτι του ψιθύρισε και ξέσπασε σε γέλια. Δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό του, όμως τα χέρια του πάνω στους λεπτούς της ώμους φάνηκαν να σφίγγονται.

Ο Οδυσσέας και ο Διομήδης πλησίασαν όλο χαμόγελα και υποκλίσεις, υποβάλλοντας τον χαιρετισμό τους. Οι αντιδράσεις της ήταν ευγενικές και καταδεκτικές, αλλά και ανυπόμονες. Ήδη έψαχνε με τα μάτια να βρει τον γαμπρό που της είχαν τάξει. Τον βρήκε εύκολα, και το βλέμμα της σκάλωσε πάνω στα χρυσαφένια του μαλλιά. Αυτό που είδε την έκανε να χαμογελάσει.

Ο Αχιλλέας την είδε που τον κοίταζε και προχώρησε για να πάει κοντά της, από την άκρη της εξέδρας όπου στεκόταν μέχρι τώρα. Θα μπορούσε να την είχε αγγίξει, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, και μάλιστα τον είδα να αρχίζει να κάνει την κίνηση να πιάσει τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά της, που ήταν όσο ισχνά όσο και τα όστρακα που τα είχε λειάνει η θάλασσα.

Και τότε το κορίτσι παραπάτησε. Είδα τον Αχιλλέα να κοιτάζει παραξενεμένος. Να κάνει γρήγορα, να την πιάσει πριν πέσει.

Όμως εκείνη δεν έπεσε. Κάποιος την τραβούσε προς τα πίσω, προς τον βωμό που βρισκόταν από πίσω της. Κανένας δεν είχε δει τον Διομήδη να κινείται, όμως αυτός ήταν που τώρα την έσερνε, με την τεράστια χερούκλα του πάνω στον λεπτεπίλεπτο αυχένα της, αναγκάζοντάς τη με τη δύναμή του να πέσει πάνω στην πέτρινη επιφάνεια του βωμού. Όλο αυτό της είχε έρθει εντελώς ξαφνικό, και τώρα ήταν πολύ ταραγμένη για να παλέψει να αντισταθεί, εδώ καλά καλά δεν είχε πάρει είδηση τι γινόταν. Ο Αγαμέμνων τράβηξε απότομα κάτι από τη ζώνη του. Άστραψε στον ήλιο καθώς το κούνησε.

Η λάμα του μαχαιριού έπεσε στο λαιμό της, και τότε τινάχτηκε αίμα με ορμή και πλημμύρισε τον βωμό, λερώνοντας το φόρεμά της. Εκείνη πνίγηκε, κάτι προσπάθησε να πει, δεν τα κατάφερε. Το κορμί της άρχισε να σφαδάζει και να σπαρταράει, όμως τα χέρια του βασιλιά την κρατούσαν καρφωμένη κάτω. Σιγά σιγά οι κινήσεις των χεριών της, καθώς προσπαθούσε μάταια να παλέψει, έγιναν πιο αδύναμες, τα πόδια της άρχισαν να κλοτσούν πιο αδύναμα κι αυτα· ώσπου στο τέλος έμεινε ακίνητη.

Τα χέρια του Αγαμέμνονα γυάλιζαν απ’ το αίμα. Η φωνή του έσπασε τη σιγαλιά: «Η θεά κατευνάστηκε».

Ποιος ξέρει τι θα μπορούσε να είχε συμβεί εκείνη ακριβώς τη στιγμή; Ο αέρας είχε γίνει βαρύς και πνιγηρός από τη μεταλλική, αλμυρή μυρωδιά του θανάτου της. Η ανθρωποθυσία ήταν ένα βδέλυγμα, που είχε πάψει να εφαρμόζεται στα μέρη μας προ πολλού. Πόσο μάλλον την ίδια του την κόρη. Είχαμε κυριευτεί από φρίκη και θυμό, και κρύβαμε πολλή ένταση μέσα μας.

Όμως τότε, πριν κάνουμε την παραμικρή κίνηση, κάτι, μια αίσθηση πάνω στα μάγουλά μας. Κοντοσταθήκαμε, αβέβαια, και νά σου πάλι, η αίσθηση ήρθε ξανά. Απαλή, δροσερή, με άρωμα θάλασσας. Ένα μουρμουρητό εξαπλώθηκε ανάμεσα στους άντρες. Ο άνεμος. Ξαναγύρισε ο άνεμος. Τα σαγόνια ξεσφίχτηκαν, οι μύες χαλάρωσαν. Η θεά κατευνάστηκε.

Ο Αχιλλέας έμοιαζε σαν παγωμένος, είχε μείνει καρφωμένος στη θέση του πλάι στο βάθρο. Τον πήρα απ’ το μπράτσο και τον έσπρωξα μαλακά ανάμεσα απ’ το πλήθος για να πάμε στη σκηνή μας. Τα μάτια του ήταν αγριεμένα και το πρόσωπό του ήταν γεμάτο πιτσιλιές απ’ το αίμα της. Έβρεξα ένα πανί και προσπάθησα να το καθαρίσω, αλλά μου άδραξε το χέρι. «Θα μπορούσα να τους έχω σταματήσει», είπε· το πρόσωπό του ήταν κάτωχρο· η φωνή του βραχνή. «Κοντά ήμουν. Θα μπορούσα να την έχω σώσει».

Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Δεν μπορούσες να ξέρεις τι θα γινόταν».

Έκρυψε το πρόσωπό του μέσα στα δυο χέρια και δεν είπε λέξη. Τον αγκάλιασα και του ψέλισσα μια αδύναμη παρηγοριά.


*

Αφού ξέπλυνε τα αιματοβαμμένα του χέρια και άλλαξε το ματωμένα ρούχα του, ο Αγαμέμνων μας ξαναφώναξε όλους πίσω, στην αγορά. Η Άρτεμις, είπε, δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη με το μακελειό που σχεδίαζε να προκαλέσει αυτός ο τεράστιος στρατός. Απαιτούσε ανταμοιβή εκ των προτέρων και εις είδος. Οι αγελάδες δεν έφταναν. Χρειαζόταν να θυσιαστεί μια παρθένα ιέρεια, αίμα ανθρώπινο για αίμα ανθρώπινο· η πρωτότοκη κόρη του αρχηγού ήταν η καταλληλότερη.

Η Ιφιγένεια είχε λάβει γνώση για όλ’ αυτά, είπε ο Αγαμέμνων, και είχε συμφωνήσει. Βέβαια οι περισσότεροι άντρες δεν ήταν τόσο κοντά ώστε να διακρίνουν το ξάφνιασμα και τον πανικό στα μάτια της. Ευχαρίστως πίστεψαν στο ψέμα που τους σέρβιρε ο αρχηγός τους.

Την έκαψαν εκείνη την ίδια νύχτα, πάνω σε ξύλο κυπαρισσιού, το ιερό δέντρο των πιο καταχθόνιων θεών μας. Ο Αγαμέμνων άνοιξε εκατό βαρέλια κρασί για να το γιορτάσουμε· θα φεύγαμε για την Τροία μόλις χάραζε. Μέσα στη σκηνή μας, ο Αχιλλέας είχε βυθιστεί αποκαμωμένος στον ύπνο, με το κεφάλι του πάνω στα πόδια μου. Χάιδεψα το μέτωπό του παρακολουθώντας τους μορφασμούς που έκανε το πρόσωπό τους καθώς ονειρευόταν. Σε μια γωνιά ήταν παρατημένο, στο πάτωμα, το ματωμένο χιτώνιο που φορούσε ως γαμπρός. Κοιτάζοντάς το, κοιτάζοντας κι αυτόν, ένιωσα μια έντονη ζέστη και ένα σφίξιμο στο στήθος μου. Ήταν ο πρώτος θάνατος που είχε δει με τα μάτια του. Τράβηξα μαλακά το κεφάλι του από την αγκαλιά μου και σηκώθηκα.

Έξω, οι άντρες τραγουδούσαν και φώναζαν, μεθυσμένοι και όλο και πιο μεθυσμένοι. Στην ακρογιαλιά, η πυρά με το σώμα της Ιφιγένειας έκαιγε μεγαλοπρεπώς, καθώς τη συνδαύλιζε το αγέρι της θάλασσας. Με μεγάλες δρασκελιές προσπέρασα τις φωτιές που είχαν ανάψει οι άντρες έξω απ’ τις σκηνές τους, προσπέρασα και διάφορους στρατιώτες που παραπατούσαν απ’ το μεθύσι. Ήξερα πού πήγαινα.

Υπήρχαν φρουροί έξω από τη σκηνή του, αλλά ήταν σωριασμένοι στο χώμα, μισοκοιμισμένοι. «Ποιος είσαι;» ρώτησε ένας, κάνοντας να ανασηκωθεί. Πέρασα από πάνω του και άνοιξα διάπλατα το κάλυμμα της εισόδου της σκηνής.

Ο Οδυσσέας στράφηκε. Στεκόταν πάνω από ένα χαμηλό τραπέζι, με το δάχτυλό του πάνω σε έναν χάρτη. Δίπλα στον χάρτη βρισκόταν ένα πιάτο με μισοτελειωμένο φαγητό.

«Καλωσόρισες, Πάτροκλε, Εντάξει, τον ξέρω», γύρισε και είπε στον φρουρό που ψέλλιζε απολογητικές δικαιολογίες από πίσω μου. Περίμενε να φύγει ο άντρας. «Το φαντάστηκα ότι μπορεί να ερχόσουν».

Ρουθούνισα περιφρονητικά. «Αυτό θα έλεγες, ό,τι κι αν φανταζόσουν».

Μισογέλασε. «Κάτσε αν θέλεις. Μόλις τέλειωνα το δείπνο μου»,

«Τους άφησες να τη δολοφονήσουν». Του έφτυσα τις λέξεις κατάμουτρα.

Τράβηξε μια καρέκλα στο τραπέζι. «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα μπορούσα να τους σταματήσω;»

«Θα τους είχες σταματήσει αν επρόκειτο για τη δική σου κόρη». Ένιωθα λες και τα μάτια μου πετούσαν σπίθες. Ήθελα να τον κάψω.

«Δεν έχω κόρη». Έκοψε ένα κομμάτι ψωμί και το βούτηξε σε έναν ζωμό. Το έφαγε.

«Ε, τότε, τη γυναίκα σου. Τι θα έκανες αν ήταν η γυναίκα σου σ’ εκείνη τη θέση;»

Σήκωσε το βλέμμα του και με κοίταξε. «Τι θα ήθελες να σου πω; Ότι δεν θα το έκανα;»

«Ναι».

«Ε, δεν θα το έκανα. Όμως ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Αγαμέμνων είναι βασιλιάς των Μυκηνών ενώ εγώ απλώς διαφεντεύω την Ιθάκη».

Μα πόσο εύκολα του έρχονταν οι απαντήσεις… Η καρτερικότητά του με εξόργισε.

«Ο θάνατός της θα πέσει πάνω στο κεφάλι σου».

Το στόμα του στράβωσε σε ένα ειρωνικό χαμόγελο. «Μεγάλη αξία μού δίνεις. Εγώ είμαι ένας απλός συμβουλάτορας, Πάτροκλε. Δεν είμαι στρατηγός».

«Μας είπες ψέματα».

«Για τα περί γάμου; Ναι. Ήταν ο μόνος τρόπος για να αφήσει η Κλυταιμνήστρα το κορίτσι να έρθει». Η μητέρα, πίσω στις Μυκήνες. Διάφορα ερωτήματα αναδύθηκαν μέσα μου, αλλά ήξερα πόσο ύπουλο ήταν αυτό. Δεν θα τον άφηνα να με αποπροσανατολίσει απ’ τον θυμό μου. Το δάχτυλό μου τρύπησε τον αέρα.

«Τον ντρόπιασες». Ο Αχιλλέας δεν το είχε σκεφτεί ακόμα αυτό — ήταν συντετριμμένος από τον θάνατο του κοριτσιού. Εγώ όμως το είχα σκεφτεί. Τον είχαν μολύνει κι αυτόν με την απάτη τους.

Ο Οδυσσέας έκανε ένα νεύμα με το χέρι του. «Οι άντρες έχουν ήδη ξεχάσει ότι πήρε κι εκείνος μέρος σ’ αυτό. Το ξέχασαν μόλις χύθηκε το αίμα του κοριτσιού».

«Πολύ βολικό για σένα να το πιστεύεις αυτό».

Έβαλε κρασί σε ένα κύπελλο και το ήπιε. «Είσαι θυμωμένος, και όχι αναίτια. Όμως γιατί ήρθες σ’ εμένα; Δεν κρατούσα ούτε το μαχαίρι ούτε το κορίτσι».

«Υπήρχε αίμα», γρύλισσα απειλητικά. «Παντού πάνω του. Στο πρόσωπό του. Στο στόμα του. Ξέρεις τι του έκανε αυτό;»

«Θρηνεί που δεν πρόλαβε να το σταματήσει».

«Φυσικά», είπα κοφτά. «Δεν μπορούσε καν να μιλήσει».

Ο Οδυσσέας ανασήκωσε τους ώμους. «Έχει τρυφερή καρδιά. Αξιοθαύμαστο προσόν, δεν υπάρχει αμφιβολία. Αν αυτό θα βοηθήσει τη συνείδησή του να μην τον τύπτει τόσο πολύ, τότε πες του ότι εγώ έβαλα τον Διομήδη να σταθεί στη θέση που στάθηκε, επίτηδες. Έτσι, όταν ο Αχιλλέας θα έπαιρνε είδηση τι γινόταν, θα ήταν πολύ αργά».

Τόσο πολύ τον σιχάθηκα που δεν μπορούσαν να ανοίξω το στόμα μου να πω λέξη.

Καθισμένος στην καρέκλα του, έσκυψε προς τα μπρος. «Να σου δώσω μια συμβουλή; Αν είσαι αληθινός του φίλος, να τον βοηθήσεις να ξεπεράσει αυτή την τρυφεράδα που έχει. Πάει στην Τροία για να σκοτώσει ανθρώπους, όχι να τους σώσει». Τα σκούρα μάτια του με είχαν γραπώσει σαν ρεύμα που έτρεχε με ταχύτητα αστραπής. «Είναι ο ίδιος όπλο, είναι μια φονική μηχανή. Μην το ξεχνάς αυτό. Μπρεί να χρησιμοποιήσεις ένα δόρυ σαν μπαστούνι για το περπάτημα, όμως αυτό δεν αλλάζει τη φύση του».

Τα λόγια του μου έκοψαν την ανάσα, με έκαναν να τραυλίσω. «Μα εκείνος δεν…»

«Κι όμως, ναι. Ο καλύτερος που έφτιαξαν ποτέ οι θεοί. Κι είναι καιρός να το καταλάβει, κι εσύ μαζί. Ακόμα κι αν δεν άκουσες τίποτα απ’ όσα σου είπα, άκου τουλάχιστον αυτό. Δεν το λέω από κακοβουλία».

Δεν τα έβγαζα πέρα μαζί του· τα λόγια του είχαν σφηνωθεί στο μυαλό μου σαν αγκάθια και δεν θα έβγαιναν εύκολα από κει μέσα.

«Κάνεις λάθος», είπα. Δεν μου απάντησε, μονάχα με κοίταξε να γυρίζω και να εξαφανίζομαι ολοταχώς από μπροστά του, δίχως να έχω τίποτ’ άλλο να πω.


Madeline Miller. 2013. Το τραγούδι του Αχιλλέα. Μετ. Αναστασία Καλλιοντζή. Αθήνα: Διόπτρα. Τίτλος πρωτοτύπου: The Song of Achilles (London: Bloomsbury Publishing, 2011).