Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Viaceslav Ivanov

Ορφέας διαμελισμένος

Μετάφραση: Λεωνίδας Καρατζάς


ΩΚΕΑΝΙΔΕΣ
Είμαστε κόρες της θάλασσας, Ορφέα, Ορφέα!
Παιδιά της θλίψης και του κρυφού λυγμού,
ψυχές του Χάους! Έλα να ρίξεις μια ματιά
στων ματιών της νύχτας το θολό κενό!

Είμαστε ταραχή και στεναγμός, Ορφέα, Ορφέα!
Τ’ αβάσταχτα δεσμά, τις βαριές αλυσίδες
θέλουμε ν’ αλαφρύνουμε! Έλα να γευτείς,
να ρουφήξεις την πίκρα μας στο γήινο στήθος!

Τα σώματά μας δεμένα, Ορφέα, Ορφέα!
Τα μαλλιά μας μπλεγμένα, σαν φίδια σε λάκκο!
Η θλίψη κατατρώει τ’ άσπρα μας στήθη—
μάταια προσπαθούμε ν’ ανασάνουμε βαθιά!

Τ’ άσπρα μας στήθη χτυπάμε, Ορφέα, Ορφέα!
Ξέχνα —τραγουδάμε— τη φυλακή σου!
Δώσε μας, θνητέ, το γήινό σου στήθος—
να σαρωθεί, να χαλαστεί η αιχμαλωσία σου!

Να σαρωθεί ό,τι ώς τα τώρα ζούσε για να ζει, Ορφέα,
ό,τι τον εαυτό του θεωρούσε φυλακή!
Το γήινό σου στήθος χάρισέ μας — πάνω του να σφιχτούμε,
με το σκοτάδι μας να δούμε τα φωτεινά σου μάτια!

ΟΡΦΕΑΣ
Ακούστε, κόρες του νυχτερινού νερού
τις μελωδίες μου! Καταλαγιάστε!
Πνίξτε της βουβής πίκρας το θυμό!
Σταματήστε το αγκομαχητό! Κύματα, γαληνέψτε!

Χειρότερη απ’ την ταραχή, βαρύτερη απ’ τις αλυσίδες
η τυφλή αιωνιότητα του πατέρα της νύχτας:
κι εσείς —η βιάση των ωρών του,
εσείς— η άγρια λάμψη των νυχτερινών ματιών του.

Όμως η μούσα εξωθεί με ιερή ικεσία
το Χάος σ’ επτά αιχμαλωσίες και την ειρήνη στηρίζει
με το τόξο της ένωσης και ομορφιά διάφανη
θα έχει ο κόσμος απ’ άκρου σ’ άκρο.

Ύβρεων αταξία — φωνών δυσαρμονία
ένας Παντοπρόσωπος κατά τα πάντα μέγας!
Κοπάστε κραυγές! Το πρώτο φως χαράζει!
Μορφές αστράψτε! Πρόσωπο η κάθε ακτίνα!

ΩΚΕΑΝΙΔΕΣ
Άγγιξε τις χορδές της άρπας ο λαμπρός Εωσφόρος!
Ποιανού η ακτίνα εισχώρησε στα βάθη μου;
Αγέρωχε, υπέροχε τραγουδιστή,
βυθίσου στους ώμους των σκυμμένων ικετών!

Κι εσένα, ήχε της φωτεινής αυγής,
το ατίθασο κύμα θα σε φιλήσει
πάνω από τη μαύρη νύχτα θα σε υψώσει
και θα σου πει: γαλήνεψέ με με το τραγούδι σου!

Και τα κεφάλια των φιδιών μου δε θα δαγκώσουν
το πόδι σου, ηχοφώτιστη μέρα!
Χιλιάδες στόματα θα σε παινέψουν,
των ιχνών σου ρουφώντας τη φωτοσκιά!

ΟΡΦΕΑΣ
Κατασιγάστε τον αχό της ταραχής!
Το δρόμο στρώνει η αυγή γι’ αυτόν
που ο κόσμος, φωτισμένος πια,
με την εκστατική σιωπή του ευαγγελίζεται!

Αυτόν ήρθα να ψάλω με τη λύρα·
πώς να ορίσω ο ίδιος την πορεία
για το μέλλον, που έχω αναλάβει
να διορθώσω; — Περιμένω…

Περιμένω. Να πλημμυρίσεις αίμα. Να ξεπηδήσει
ακτίνα, ιέρεια της αιώνιας φλόγας!
Κι εσύ, ο επί σφαγήν, στεφάνωσέ με
με το φως σου για το τραγούδι της Ζωής.

Τί άραγε να προφητεύεις, κύκνε λευκέ,
υμνώντας τον άτολμο αφρό,
κύκνε αφροστεφάνωτε της ομορφιάς;
Βλέπω, βλέπω λάμψεις στον πυκνό δρυμό!
Μου μίλησε γι’ αυτές το θρόισμα της χλόης
και τα λουλούδια, σκύβοντας, μου το ψιθύρισαν.

Ζυγώνει ο μανιασμένος συρφετός. Οι θύρσοι τους
ακονισμένοι, κι οι λυσσασμένες αδελφές το θύμα τους
θα το φιλήσουν, θα το λογχίσουν, θα το ξεσκίσουν…
Αχ, δεν απομένει τίποτ’ άλλο να γευτούν!
Βροχές κατορθωμάτων τις έχουνε ποτίσει:
θεός τις οδηγεί — θεού δεσμά να λύσουν!

Όχι, σε κόλπους ζωντανούς δεν θα αφεθώ,
ήλιε του τέλους — αναζητώντας της δύσης την αναλαμπή,
δεν θα ξεπέσω στο μονοπάτι του λυτρωμού.
Αγκαλιάστε, κύματα, το μεγάλο βωμό!
Θείος ο διφορούμενος κλήρος μου:
ήλιε της νύχτας, με σκοτεινή μουσική
την υποθήκη της μέρας ψάλε στα ρήγματα του σκοταδιού!

ΩΚΕΑΝΙΔΕΣ
Πιο σιγά, πιο σιγά, πυρφόρες αδελφές,
πυρφόρες αδελφές των ήσυχων κόλπων!
Με άμφια φωτεινά είστε ντυμένες:
είναι κοντά, κοντά ο φωτοδότης.
Σε χαιρετούν οι φωτεινές οι κόρες,
κοκκινομάλλη Απόλλωνα!

ΟΡΦΕΑΣ
Τη μοιραία στιγμή
εγώ, το σφάγιο, αφήνω υποθήκη:
Εκ κυμάτων
γεννηθήτω φως!…
(Ο ήλιος ανατέλλει.)
Πεπλήρωται ο κόσμος!

ΜΑΙΝΑΔΕΣ
Πεπλήρωται ο κόσμος! Πεπλήρωται ο κόσμος!
Κύμα κι αχός! Κύμα κι αχός!
Δεν σου ανήκει ο εαυτός σου,
Ορφέα!… Ευοί!

Εμείς Τιτάνες κι αυτός μωρό. Νά, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη:
στο καθαρό γυαλί απ’ τη θάλασσα διασπάστηκε το λαμπερό του πρόσωπο!
Ζυγώσαμε κρυφά, αδράξαμε τη στιγμή της υπέρτατης πληρότητας,
με θεού βοήθεια διαμελίσαμε θεό, ματώσαμε το αιώνιο πρόσωπο,

και από το αίμα θ’ αναπηδήσει ο στεναγμός της οργισμένης αρμονίας:
ξανά απ’ τα σκλαβωμένα κύματα θ’ αναδυθεί σαν κόκκινος ήλιος.
Γεννώντας το σπόρο, η σπίθα του θεού θα ξαναβάλει την καρδιά
σκαλί σκαλί να προσπαθεί να φτάσει το άπειρο.

Κι όταν σαν υπέροχη εξουσία θα ακουστεί ξαφνικά το τραγούδι,
η καρδιά θα προδώσει ξανά την ευτυχία, ατόφιο νέκταρ θα σταλάξει.
Χορδές εξιλέωσης θα ηχήσουν και θα σιγήσουν με ζωντανό παράπονο.
Και πάλι έκρηξη, και πάλι έκσταση, κι ο Βάκχος κομμάτια! Ευοί!

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. 1998. Ορφέας και Ευρυδίκη στην ποίηση του εικοστού αιώνα. Επιλογή κειμένων Ελένη Βαροπούλου. Αθήνα: Οργανισμός Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.