Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Marie Goudot

Η Μήδεια από την Κολχίδα

Μετάφραση: Σέβη Σπυριδογιαννάκη

(αποσπάσματα)


5

ΣΤΑ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΗΣ ΙΩΛΚΟΥ

Το κοχλάζον καζάνι των Πελιάδων


— Έχω πάει μόνο μια φορά, όταν ήμουν πολύ μικρή, με τον πατέρα μου. Ήμουν τεσσάρων ή πέντε χρονών, το γνωρίζεις καλά, Ιάσονα. Είναι πολύ μακριά από την πατρίδα μου.

Καθισμένη στην πλώρη, περιμένοντας να επιστρέψουν οι άντρες που είχαν πάει για αναγνώριση, η Μήδεια αισθανόταν έναν ενθουσιασμό που είχε πολύ καιρό να νιώσει. Για νύχτες και μέρες, που φαίνονταν ατελείωτες όπως και οι νύχτες, η Αργώ έπλεε σε ποτάμια, στον Ίστρο, τον Ηριδανό, διέσχιζε τοπία μονότονα. Κάτω από έναν ήλιο γλυκό και ευεργετικό, το πλοίο είχε ξαναβρεί τη θάλασσα και, σύμφωνα με τα λεγόμενα του καπετάνιου, πλησίαζε στα παράλια που η Μήδεια είχε τόσο ονειρευτεί. Σε λίγο θα βρισκόταν στο παλάτι της Κίρκης. Σύντομα θα ριχνόταν στην αγκαλιά της.

«Αυτή τουλάχιστον θα είναι σύμμαχός μου. Δε θα χρειαστεί να δικαιολογηθώ, θα καταλάβει τα πάντα και θα με βοηθήσει να πολεμήσω τις υποψίες που με περιβάλλουν.»

— Και δε θυμάσαι τίποτε από εκείνη την παραμονή σου;

Η ερώτηση του Ιάσονα την επανέφερε στην πραγματικότητα.

— Τίποτα, εκτός από…

— Εκτός από;

Σώπασε, αποφεύγοντας να μιλήσει για τα άκακα λιοντάρια και τους λύκους που τριγύριζαν στα δάση ή στα περιβόλια με θλιμμένο βλέμμα. Τόσο θλιμμένο, ανθρώπινο κατά έναν αλλόκοτο τρόπο! Ύστερα από όλες τις φήμες σχετικά με την οικογένειά της που είχαν κυκλοφορήσει πάνω στην Αργώ, τί θα μπορούσαν να φανταστούν ακόμη ο Ιάσονας και οι σύντροφοί του για τα μάγια που έκανε η Κίρκη σε όσους την πλησιάζουν; Καλύτερα να τους μιλούσε για τις τεράστιες πηγές με τα γάργαρα και αρωματικά νερά, για τις μηλιές τις φορτωμένες με ζουμερούς καρπούς, για τα λουλούδια που κρέμονταν ακόμη και από την ξερολιθιά του σπιτιού.

«Ναι, γι’ αυτά πρέπει να τους μιλήσω.»

Αλλά δεν είχε το χρόνο. Από την κορυφή ενός μεγάλου βράχου που είχαν επιλέξει ως παρατηρητήριο, δύο Αργοναύτες καλούσαν τον αρχηγό τους:

— Έλα γρήγορα! Η άκρη ενός σπιτιού, τεράστιες κολόνες…

Ο Ιάσονας κι η Μήδεια τους πλησίασαν, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια τους μπροστά στην εκτυφλωτική λευκότητα των περιστυλίων που ξεπρόβαλλαν μέσα από τις πρασινάδες.

— Κι αυτός ο αργαλειός που καταλαμβάνει το ξέφωτο σε όλο του το μήκος. Γιά κοιτάξτε τον!

— Ποτέ μα ποτέ δεν έχω ξαναδεί τέτοιο μέγεθος!

— Μια γυναίκα τον δουλεύει. Γιά δες! Ανασηκώνει το κεφάλι, πρέπει να μας άκουσε. Φαίνεται να έρχεται προς το μέρος μας.

— Είναι καλά προστατευμένη. Τί κοπάδι σκύλων την ακολουθεί!

«Εκτός κι αν είναι λύκοι», παραλίγο να διορθώσει η Μήδεια. Αλλά, σηκώνοντας το χέρι ως απάντηση στα σινιάλα που απευθύνονταν σ’ αυτούς, αρκέστηκε να διευκρινίσει:

— Η θεία μου η Κίρκη. Έλα, Ιάσονα, πάμε να της μιλήσουμε. Μόνοι μας για αρχή.


Καθώς πλησίαζαν, η Μήδεια ένιωσε να χάνει το χρώμα της. Η Κίρκη είχε το πρόσωπο των κακών ημερών, χλωμό, γεμάτο θυμό. Το ίδιο και η φωνή της.

— Το καράβι σας, η εκστρατεία σας είναι κηλιδωμένα από ένα θάνατο, έσπευσε να εξηγήσει στη νεαρή κοπέλα, πιάνοντάς την από τους ώμους με σοβαρό ύφος. Δεν μπορείτε να μπείτε έτσι στο σπίτι μου.

— Ο Άψυρτος, ψιθύρισε η Μήδεια. Αλλά…

— Το ξέρω, δεν ευθύνεσαι εσύ γι’ αυτό. Ωστόσο, πρέπει να κατευνάσετε την ψυχή του αδερφού σου, να πραγματοποιήσετε τις θυσίες που απαιτούν οι θεοί. Και μόνο μετά…

Η Κίρκη έσφαξε αρνιά, φροντίζοντας να μαζέψει το αίμα και τα εντόσθιά τους. Στη συνέχεια πρόφερε τις απαραίτητες μαγικές φράσεις, προτού στραφεί προς την ανιψιά της:

— Η ψυχή του Άψυρτου θα μπορέσει να αναπαυθεί.

Στη συνέχεια είπε, μαντεύοντας προφανώς την ανυπομονησία του Ιάσονα να πραγματοποιήσει το τελευταίο κομμάτι της αποστολής του:

— Απόψε τη νύχτα θα είστε φιλοξενούμενοί μου μαζί με τους συντρόφους σας. Από αύριο θα ξαναβγείτε στη θάλασσα. Κανένας δε θα μπορέσει να σταματήσει το ταξίδι σας ώς την Ιωλκό. Θα περάσετε από πολλά νησιά. Προπάντων να αποφύγετε το νησί της Καλυψώς, αποφύγετε να πατήσετε το πόδι σας στη γη της. Θα σταματήσετε ένα βράδυ στο σπίτι του Αλκίνοου, που είναι ξακουστός για τη φρόνησή του, για να σας παντρέψει. Έτσι θα γλιτώσετε στα σίγουρα από τους άντρες του πατέρα σου.

Η Μήδεια την άκουγε γαληνεμένη, σκεφτόμενη ότι δε γνώριζε αυτό το χάρισμα της διπλής όρασης που διέθετε η Κίρκη, αλλά ήταν απολύτως σίγουρη ότι όλα, σημείο προς σημείο, θα πραγματοποιούνταν.


Και το ένα νησί διαδεχόταν το άλλο. Από μακριά οι ακτές τους έμοιαζαν τόσο διαφορετικές: άλλοτε γεμάτες βράχια, ανάμεσα στα οποία πλεύριζε το πλοίο, άλλοτε με τεράστιες, ακατοίκητες λευκές αμμουδιές, όπου ξεκουράζονταν ψάχνοντας για φρέσκες πηγές και τρώγοντας τα ψάρια που ψάρευαν ή τα ζώα που έπιαναν με τα τόξα τους.

— Σαλπάρουμε αμέσως, διέταζε ο Ιάσονας, όταν μάζευαν αρκετές προμήθειες και η παραμονή τους σε κάποιο μέρος είχε παραταθεί.

Παρασυρμένοι από τη φωνή του Ορφέα, οι κωπηλάτες ένιωθαν τις δυνάμεις τους να εξασθενούν.

Έπειτα φάνηκαν τα παράλια της ελληνικής γης.

— Σύντομα φτάνουμε στη Θεσσαλία, ανακοίνωσε ο Ιάσονας, που κάθε μέρα άφηνε και περισσότερο να ξεσπά το πάθος του για την εκδίκηση που επιθυμούσε να πάρει για τον πατέρα του.

Και πρόσθεσε, στρεφόμενος προς τους Αργοναύτες:

— Μόλις επιστρέψουμε το χρυσόμαλλο δέρας, δε θα χρειάζομαι άλλο τη βοήθειά σας. Θα μπορέσετε να επιστρέψετε στα σπίτια σας. Πρώτος εσύ, Ορφέα. Μετά θα είναι η σειρά σας, Βορεάδες. Μπορείτε να φανταστείτε με τί ανυπομονησία σας περιμένουν.


Ωστόσο, όπου άραξαν, έγιναν δεκτοί με κατάπληξη. Σε πολλά μέρη είχε ανακοινωθεί ότι η Αργώ είχε ναυαγήσει. Τη Μήδεια τη χαροποιούσε αυτό. Πρότεινε κιόλας να σβήσουν το όνομα, που ήταν ζωγραφισμένο στο μπροστινό μέρος του πλοίου:

— Έτσι θα πλησιάσουμε χωρίς να μας γνωρίσουν. Χωρίς να σπείρουμε αμφιβολίες και ανησυχίες.

Έπειτα ακολούθησαν πιο σκοτεινές φήμες για το βασίλειο της Ιωλκού: Ο Πελίας, αφού είχε επιτέλους απελευθερωθεί από τον τρόμο της πιθανής επιστροφής των Αργοναυτών, ήταν έτοιμος για όλα, προκειμένου να παραμείνει ο μοναδικός κυρίαρχος της πόλης μαζί με τους γιους του. Όποιος τολμούσε να αντιτεθεί εξοριζόταν ή φυλακιζόταν. Και ο Αίσονας, ο ίδιος ο αδερφός του, είχε εξαναγκαστεί να αυτοκτονήσει πίνοντας αίμα ταύρου. Έκτοτε είχε επέλθει κάποια ηρεμία στο βασίλειο.

— Ο πατέρας μου καταδικάστηκε σε ένα θάνατο αργό και τόσο οδυνηρό, πίνοντας αυτό το αίμα που πήζει τα πάντα και φράζει τις αρτηρίες, μοιρολογούσε ο Ιάσονας κοιτάζοντας το χρυσό κριάρι. Τί όφελος έχει αυτό το δέρμα, αν το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αποδώσει το θρόνο σε έναν κάτοικο του Άδη;

— Αντιθέτως, τώρα περισσότερο από ποτέ πρέπει να πολεμήσεις για να πάρεις το αίμα του πατέρα σου πίσω, απάντησε ζωηρά η Μήδεια. Κάτω από τη γη, στο βασίλειο του Άδη, εσύ ο ίδιος μου το εξήγησες, Ιάσονα, οι άνθρωποι συνεχίζουν να υποφέρουν, να περιμένουν, να ελπίζουν.

Ο αρχηγός των Αργοναυτών χαμογέλασε:

— Πόσο με αναζωογονούν τα λόγια σου, Μήδεια, και κατευνάζουν τον πόνο μου. Είναι μαγικά, ακριβώς όπως τα βοτάνια σου!

Τη στιγμή που ολοκλήρωνε τη φράση του, μια ακτή διαφάνηκε στον ορίζοντα, γύρω από την οποία δέσποζαν ψηλά βουνά. Ένα σκούρο σμήνος πουλιών διέσχισε τον ουρανό στα αριστερά τους. Κακός οιωνός. Η Μήδεια διαισθάνθηκε την ανησυχία του συντρόφου της.

— Θα μπορέσουμε να πλησιάσουμε έστω; ρώτησε ο Ιάσονας.

— Τελευταία ο Πελίας φοβάται λιγότερο, το άκουσες, όπως κι εγώ. Δεν του περνά ούτε στιγμή από το μυαλό ότι μπορεί να δει κάποιον άντρα να καταφθάνει με το χρυσόμαλλο δέρας. Εξάλλου, θυμήσου τον τρόπο με τον οποίο σ’ το ζήτησε: σαν να ζητούσε κάτι το ακατόρθωτο. Περίπου όπως εμείς, στα μέρη μου, όταν λέμε στα πιτσιρίκια να ξεκρεμάσουν το φεγγάρι από τον ουρανό. Δεν περιμένει πια την επιστροφή σου.


Η Μήδεια είχε δίκιο. Κανένας δεν εμπόδισε την Αργώ να αγκυροβολήσει σε έναν όρμο κοντά στην Ιωλκό και μια πρώτη βάρκα να μεταφέρει στην ακτή την ίδια και τον Ιάσονα.

— Βλέπεις, ο άνθρωπος με το ένα σανδάλι δεν αποτελεί γι’ αυτούς παρά μια άσχημη ανάμνηση.

Και σ’ αυτό είχε δίκιο. Δεν προκάλεσαν κανένα φόβο στο πέρασμά τους. Καμιά από κείνες τις κραυγές τρόμου που είχαν συνοδέψει την άφιξη του Ιάσονα πριν από κάποιους μήνες.

— Μέχρι που θα μπορέσουμε να μιλήσουμε στον Πελία χωρίς να του στείλουμε αγγελιαφόρο, τον διαβεβαίωνε. Για να σώσει τα προσχήματα ενώπιον των άλλων πόλεων, δεν έχει παρά να αισθανθεί υποχρεωμένος να σεβαστεί τους νόμους της φιλοξενίας. Ασφαλώς, ως μέτρο προφύλαξης, θα…

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της. Μια ομάδα εφήβων πλησίασε, παρατώντας τα τόξα και την εξάσκησή τους, και ένα πλήθος παιδιών πρότεινε να τους οδηγήσει στο παλάτι.

— Ο βασιλιάς αυτοπροσώπως θα έρθει να σας προϋπαντήσει! ανακοίνωσε πρόσχαρα ένα μικρό αγόρι με μάτια στο χρώμα της θάλασσας.

«Πόσο γέρος είναι!» σκέφτηκε η Μήδεια, βλέποντας τον Πελία να προχωράει αργά, ακουμπώντας το χέρι του πάνω στον ώμο ενός σκλάβου, αλλά με το κεφάλι ψηλά, όπως άρμοζε, όταν του ανακοίνωναν ότι ξένοι κατέφθασαν στον τόπο του. Κοίταξε το πρόσωπο του Ιάσονα, νέο, γεμάτο ενέργεια, σκεφτόμενη την ίδια στιγμή το μίσος, τη δίψα για εκδίκηση που πλημμύριζαν την καρδιά του εδώ και πάρα πολύ καιρό. «Δε θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια, το ξέρει, για να ξαναπροκαλέσει τον τρόμο του γερο-βασιλιά», σκέφτηκε, χωρίς να αφήσει από τα μάτια τον αγαπημένο της.

Περίμενε με ανυπομονησία τη στιγμή που θα αντίκριζαν ο ένας τον άλλον.


Προτού απαντήσει στο καλωσόρισμα που του απευθύνθηκε, ο Ιάσονας χαμήλωσε τα βλέφαρα προς τις άχρωμες πέτρες με τόση ηρεμία, σαν να ήθελε να δείξει στο θείο του ένα πετραδάκι ή μια ακρίδα στο δρόμο.

— Κοίταξε καλά τα πόδια μου. Τα αναγνωρίζεις, Πελία;

Άραγε, ο βασιλιάς είχε αρχίσει να καταλαβαίνει; Το πρόσωπό του ξαφνικά συσπάστηκε.

— Αλλά σήμερα φοράω δύο σανδάλια!

Ο Πελίας χλώμιασε σαν νεκρός.

— Και φέρνω το χρυσόμαλλο δέρας!

— Αδύνατον! Γιατί προσπαθείς να με ξεγελάσεις, ξένε; Κανένας άνθρωπος δεν κατάφερε να το πάρει! Επιπλέον, όλοι το γνωρίζουν εδώ, η Αργώ βούλιαξε στα βάθη της θάλασσας.

— Κι εσύ τις πίστεψες αυτές τις φήμες! ξέσπασε σε χαιρέκακο γέλιο ο Ιάσονας. Αλλά, δεν μπορεί, θα θυμάσαι την υπόσχεσή σου. Ακόμη και αν ο πατέρας μου είναι νεκρός, ξέρεις τί έρχομαι να ζητήσω από εσένα σήμερα.

Άραγε, ο Πελίας θα έλεγε "ποτέ", προσθέτοντας, όπως είχε κάνει ο Αιήτης στην Κολχίδα: «Ένα αστείο ήταν;» Ή προσπαθούσε απλώς να κερδίσει χρόνο;

— Φέρε μου το κριάρι σου. Και πες σε όλους τους άντρες σου να αποβιβαστούν. Προς τιμήν σας και προς τιμήν αυτής της γυναίκας με το τόσο μελαχρινό δέρμα και τη μεγάλη κοιλιά, θα οργανώσω με το γιο μου τον Άκαστο ένα πραγματικό φαγοπότι. Θα καταλάβετε τί σημαίνει φιλοξενία στην Ιωλκό.

— Δεν πρόκειται ούτε να πεινάσω ούτε να διψάσω ώσπου να πάρω…

— Αυτό που μου ζητάς θα σου το δώσω μόνο μετά το τέλος του συμποσίου.

«Στο τέλος του συμποσίου! Άλλη μια υπόσχεση που αναβάλλει, που σίγουρα θα αθετήσει», αυτό παραπήγαινε για τη Μήδεια.

— Και μετά, Πελία, είπε η Μήδεια, όταν θα τους έχεις αποκοιμίσει με το κρασί και με τα άφθονα κρέατα, όταν…

— Να σωπάσει αυτή η γυναίκα! ούρλιαξε ο βασιλιάς. Να πάει να βρει τις κόρες μου! Θα μιλήσουμε εμείς, οι άντρες!


[...]


Ένιωσε την παρουσία του Ιάσονα πίσω της. Το χέρι του χάιδευε απαλά τα μαλλιά της.

— Όχι, είπε με φωνή δυνατή και καθαρή, δεν είσαι εγκληματίας, είσαι αυτή που πήρε εκδίκηση για λογαριασμό μου. Ο Πελίας πίστεψε πως θα με ξεφορτωνόταν διαβεβαιώνοντάς με ότι θα μου παραχωρούσε την εξουσία με τη νέα σελήνη. Δε θα έκανε τίποτα. Δέχτηκα να φύγω μόνο και μόνο για να επιστρέψω από το βουνό με ένοπλους άντρες. Από εδώ και στο εξής οι προθέσεις μου είναι διαφορετικές.

Και συνέχισε:

— Ο φριχτός θάνατος του Πελία ξέπλυνε το θάνατο του πατέρα μου. Ο θείος μου τεμαχισμένος, να ζεματίζεται και να ψήνεται σαν ζώο! Δεν επιθυμώ πια να καταλάβω την εξουσία στην Ιωλκό, Μήδεια. Δε θέλω να γίνω διάδοχος ενός θρόνου που έχει κηλιδωθεί με τόσα εγκλήματα, με τόσες προδοσίες. Ο Άκαστος είναι έτοιμος να ακολουθήσει αυτόν το δρόμο για να βασιλέψει. Δεν παραιτούμαι, απεναντίας. Κάποια μέρα ίσως, χάρη σε σένα…

Και πρόσθεσε αγκαλιάζοντάς την:

— Μόνο ο θάνατος θα μπορέσει να μας χωρίσει.

Ακουμπισμένη στον ώμο του, η Μήδεια σήκωσε τα μάτια προς τον ουρανό, που ήταν βαμμένος με το βαθύ μπλε της νύχτας. Της φάνηκε πως φωτιζόταν από ένα φως απαλό και παράξενα κατευναστικό. Ένας διάττων αστέρας διέσχισε τον ουρανό, αφήνοντάς της ελάχιστο χρόνο να διατυπώσει την ευχή ζητώντας έναν καινούριο θρόνο για τον Ιάσονα.

Αλλά ήταν σίγουρη πως τους περίμεναν άλλοι τόποι, γεμάτοι υποσχέσεις.

[...]


Marie Goudot. 2005. Η Μήδεια από την Κολχίδα. Μετ. Σέβυ Σπυριδογιαννάκη. Αθήνα: Κέδρος. Τίτλος πρωτοτύπου: Médée, la Colchidienne (Paris: L’École des loisirs, 2002).