Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

François de Salignac de la Mothe Fénelon

Τηλεμάχου Τύχαι

Μετάφραση: Βανέσσα Λάππα

(απόσπασμα)


ΒΙΒΛΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ


Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος έδειχνε το θάρρος του στους κινδύνους του πολέμου. Φεύγοντας από τη Σαλεντία, άρχισε να κερδίζει τη συμπάθεια των γηραιών στρατηγών, των οποίων η φήμη και η πείρα βρίσκονταν στον κολοφώνα τους. Ο Νέστορας, που τον είχε ήδη συναντήσει στην Πύλο και πάντοτε αγαπούσε τον Οδυσσσέα, του φέρθηκε σαν να ήταν δικός του γιος. Του έδινε μαθήματα που αντλούσε από διάφορα παραδείγματα· του διηγήθηκε όλες τις περιπέτειες της νιότης του και όλα τα εξαιρετικά κατορθώματα που είχε δει να πράττουν οι ήρωες του παλιού καιρού. Η μνήμη του σοφού γέροντα, που είχε ζήσει ώς τότε τρεις γενιές ανθρώπων να περνούν, ήταν σαν μια ιστορία των αρχαίων χρόνων χαραγμένη στο μάρμαρο ή στο χαλκό.

Ο Φιλοκτήτης δεν είχε κρατήσει στην αρχή την ίδια στάση με τον Νέστορα προς τον Τηλέμαχο. Η έχθρα που έτρεφε επί πολλά χρόνια μέσα στην καρδιά του για τον Οδυσσέα τον απομάκρυνε από το γιο· λυπόταν βλέποντας την εύνοια των θεών απέναντί του και όλες τις προσπάθειές τους να τον κάνουν άξιο των ηρώων που είχαν καταλύσει την πόλη της Τροίας. Στο τέλος όμως η μετριοπάθεια του Τηλέμαχου νίκησε τη μνησικακία του Φιλοκτήτη· δεν μπορούσε να μην αγαπήσει την ήπια και μετρημένη του αρετή. Συχνά έπαιρνε κοντά του τον Τηλέμαχο και του έλεγε: «Γιε μου —γιατί δεν φοβούμαι πλέον έτσι να σε αποκαλώ— ο πατέρας σου κι εγώ, το ομολογώ, ήμαστε για πολλά χρόνια εχθροί ο ένας του άλλου: ομολογώ πως κι όταν ακόμα καταφέραμε να πάρουμε τη λαμπρή την Τροία η καρδιά μου δεν είχε μαλακώσει· και όταν είδα εσένα, ένιωσα ότι δύσκολα θα μπορούσα να αγαπήσω την αρετή στο πρόσωπο του γιου τού Οδυσσέα. Πολλές φορές τα ’βαζα με τον εαυτό μου. Στο τέλος, όμως, η αρετή όταν είναι ήπια, απλή, αμόλυντη και μετρημένη, όλα τα υπερνικά». Έπειτα ο Φιλοκτήτης βάλθηκε σιγά σιγά να του διηγείται ποια ήταν η αιτία που άναψε τόσο μίσος για τον Οδυσσέα μέσα στην καρδιά του.

«Πρέπει», είπε, «να ακούσεις την ιστορία μου από την αρχή. Παντού ακολουθούσα τον μεγάλο Ηρακλή, που απάλλαξε τη γη από τόσα τέρατα και που μπροστά σ’ εκείνον όλοι οι άλλοι ήρωες δεν ήταν παρά σαν τις καλαμιές πλάι στη μεγάλη βελανιδιά, ή τα σπουργίτια μπροστά στον αετό. Τόσο οι δικές του συμφορές όσο και οι δικές μου προήλθαν από ένα πάθος που προκαλεί τις πιο μεγάλες καταστροφές: κι αυτό είναι ο έρωτας. Ο Ηρακλής, που τόσα είχε νικήσει τέρατα, δεν μπορούσε να νικήσει το επονείδιστο αυτό πάθος· και ο άσπλαχνος μικρός Έρωτας τον περιέπαιζε. Δεν μπορούσε να αναλογίζεται, χωρίς να κοκκινίζει από ντροπή, πως κάποτε τη δόξα του είχε ξεχάσει για να υφάνει πλάι στην Ομφάλη, τη βασίλισσα της Λυδίας, σαν τον πιο μαλθακό και θηλυπρεπή από όλους τους άντρες· τόσο πολύ παρασύρθηκε απ’ τον τυφλό του έρωτα. Εκατό φορές μου εξομολογήθηκε ότι εκείνη η πλευρά της ζωής του είχε σπιλώσει την αρετή του και είχε σχεδόν σβήσει τη δόξα των πράξεών του.

»Αχ θεοί, τόση είναι η αδυναμία και η αστάθεια των ανθρώπων που όλα τα υπόσχονται στον εαυτό τους και σε τίποτε δεν αντιστέκονται. Αλίμονο! ο γενναίος Ηρακλής ξανάπεσε στην παγίδα του Έρωτα που τόσες φορές είχε βδελυχθεί· αγάπησε τη Δηιάνειρα. Μακάριος, αν έμενε σταθερός στο πάθος για μια γυναίκα που ήταν σύζυγός του! Μετά από λίγο όμως, η νιότη της Ιόλης, στο πρόσωπο της οποίας ήταν ζωγραφισμένες όλες οι χάρες, μάγεψε την καρδιά του. Η Δηιάνειρα φλεγόταν από ζήλια· θυμήθηκε τον μοιραίο χιτώνα που πεθαίνοντας της είχε αφήσει ο Νέσσος, ως μέσο σίγουρο για να ξαναγεννά τον έρωτα του Ηρακλή, κάθε φορά που έδειχνε να την περιφρονεί για κάποιαν άλλη. Εκείνος ο χιτώνας, ποτισμένος με το φαρμακωμένο αίμα του κενταύρου, περιείχε το δηλητήριο των βελών με τα οποία είχε φονευθεί το τέρας. Ξέρεις ότι τα βέλη του Ηρακλή, που σκότωσε τον άπιστο κένταυρο, ήταν βουτηγμένα στο αίμα της Λερναίας Ύδρας και οι πληγές που προκαλούσαν ήσαν αγιάτρευτες.

»Φορώντας το χιτώνα εκείνο, ο Ηρακλής ένιωσε αμέσως να γλιστρά ώς το μεδούλι των οστών του μια δυνατή φλόγα: οι τρομερές κραυγές του αντηχούσαν στο βουνό της Οίτης και στις βαθιές κοιλάδες· ώς και τα πέλαγα ταράχτηκαν· ακόμη και οι ορμητικοί ταύροι δε μουγκρίζουν τόσο φοβερά όταν αναμετρώνται στην πάλη τους. Ο άμοιρος ο Λίχας, που εκ μέρους της Δηιάνειρας είχε φέρει το χιτώνα, μόλις που τόλμησε να πλησιάσει τον Ηρακλή κι εκείνος, μες στην παραφορά του πόνου του, τον άρπαξε, τον στριφογύρισε όπως ένας σφενδονιστής περιστρέφει στη σφενδόνη του την πέτρα, κι έπειτα τον πέταξε μακριά. Έτσι ο Λίχας γκρεμίστηκε ψηλά από το βουνό κι έπεσε στα κύματα του πελάγους, όπου μεταμορφώθηκε μεμιάς σε βράχο που ακόμα διατηρεί ανθρώπινη μορφή· τα αφρισμένα κύματα τον χτυπούν αδιάκοπα και τρομοκρατεί από μακριά τους συνετούς θαλασσοπόρους.

»Μετά τη συμφορά του Λίχα, πίστεψα ότι δεν μπορούσα πλέον να εμπιστεύομαι τον Ηρακλή· φρόντιζα να κρύβομαι μέσα στα πιο βαθιά σπήλαια. Τον έβλεπα να ξεριζώνει αβίαστα, με το ένα χέρι, τα ψηλά έλατα και τις γέρικες βελανιδιές που τόσους αιώνες είχαν περιφρονήσει τους ανέμους και τις θύελλες. Με το άλλο χέρι του πάσχιζε μάταια να ξεκολλήσει απ’ την πλάτη του τον μοιραίο χιτώνα· ήταν κολλημένος επάνω στο δέρμα του, σαν να ’ταν υφασμένος μαζί του. Για να τον σκίσει, ξέσκιζε επίσης την επιδερμίδα και τις σάρκες του· το αίμα κυλούσε και έβαφε τη γη. Στο τέλος, καθώς η ανδρεία του υπερνίκησε τον πόνο του, φώναξε: “Βλέπεις, ακριβέ μου Φιλοκτήτη, τα δεινά που μου προκάλεσαν οι θεοί· δίκαιοι είναι· γιατί εγώ τους ύβρισα· αθέτησα τον γαμήλιο όρκο μου. Αφού θριάμβευσα πάνω σε τόσους εχθρούς, άφησα άνανδρα να με νικήσει ο έρωτας για μια ξένη καλλονή: πεθαίνω· και είμαι ευτυχισμένος που πεθαίνω για να εξευμενίσω τους θεούς. Μα, αλίμονο, ακριβέ μου φίλε, πού πήγες; Μες στον αφόρητο πόνο μου διέπραξα, είναι αλήθεια, κατά του άμοιρου Λίχα μια βιαιότητα για την οποία μέμφομαι τον εαυτό μου: δεν ήξερε τί φαρμάκι μου έφερνε· δεν άξιζε διόλου αυτό που του έκανα· πιστεύεις όμως ότι θα μπορούσα να ξεχάσω τη φιλία που σου οφείλω και να σου πάρω τη ζωή; Όχι, όχι, ποτέ μου δε θα πάψω να αγαπώ τον Φιλοκτήτη. Και θα δεχτεί μέσα στα σπλάχνα του την ψυχή μου που είναι έτοιμη να πετάξει από το κορμί μου: αυτός θα συλλέξει την τέφρα μου. Πού είσαι τώρα, ακριβέ μου Φιλοκτήτη; Φιλοκτήτη, μοναδική ελπίδα που μου απομένει εδώ κάτω;”

»Στα λόγια αυτά, έτρεξα κοντά του· άπλωσε τα χέρια του να με αγκαλιάζει· αλλά κρατήθηκε από φόβο μην ανάψει στα σπλάχνα μου την απάνθρωπη φλόγα που τον έκαιγε. “Αλίμονο”, είπε, “ούτε αυτή η παρηγοριά δεν μου ’ναι πια μπορετή”. Κι έτσι μιλώντας, μάζεψε όλα τα δέντρα που είχε ξεριζώσει· ετοίμασε πυρά στην κορυφή του βουνού· ανέβηκε ήρεμα πάνω στην πυρά· άπλωσε το τομάρι τού λιονταριού της Νεμέας, που τόσα χρόνια κάλυπτε τους ώμους του, καθώς πήγαινε από τη μια άκρη της γης στην άλλη για να εξολοθρεύσει τα τέρατα και να ελευθερώσει τους δυστυχισμένους· στηρίχτηκε στο ρόπαλό του και με διέταξε να ανάψω την πυρά. Τα χέρια μου έτρεμαν και αιχμάλωτα της φρίκης καθώς ήταν, δεν μπόρεσαν να του αρνηθούν το απάνθρωπο εκείνο έργο· γιατί η ζωή δεν ήταν πια για εκείνον δώρο θεϊκό, ήταν μια κακοδαιμονία! Φοβόμουν επιπλέον μήπως μέσα στους πόνους του διέπραττε κάτι ανάξιο της αρετής που είχε συγκλονίσει όλον τον κόσμο. Σαν είδε τη φωτιά να ανάβει στην πυρά: “Τώρα”, μου φώναξε, “ακριβέ μου Φιλοκτήτη, νιώθω πόσο αληθινή είναι η φιλία σου· γιατί αγαπάς πιότερο την τιμή μου από τη ζωή μου. Είθε οι θεοί να σ’ ανταμείψουν! Σου αφήνω ό,τι είχα πιο πολύτιμο στη γη, τα βέλη αυτά που είναι βουτηγμένα στο αίμα της Λερναίας Ύδρας. Ξέρεις ότι οι πληγές που ανοίγουν είναι αγιάτρευτες· μ’ αυτά θα είσαι ανίκητος, όπως κι εγώ, και κανένας θνητός δε θα τολμά να παραβγεί μαζί σου. Μη λησμονείς ότι πιστός πεθαίνω στη φιλία μας και να θυμάσαι πόσο σ’ αγαπούσα. Μα αν αληθινά σε συγκλονίζουν τα δεινά μου, δώσ’ μου στερνή παρηγοριά· υποσχέσου μου ότι ποτέ σου δε θα αποκαλύψεις σε θνητό ούτε το θάνατό μου ούτε τον τόπο όπου την τέφρα μου θα κρύψεις”. Του το υποσχέθηκα, αλίμονο, του ορκίστηκα ποτίζοντας με τα δάκρυά μου την πυρά του. Μια λάμψη χαράς το βλέμμα του φώτισε· αμέσως όμως τον τύλιξαν οι φλόγες, τη φωνή του έπνιξαν και με δυσκολία τον έβλεπα πλέον. Τον διέκρινα ακόμα λίγο ανάμεσα στις φλόγες, με όψη γαλήνια σαν να ’ταν στεφανωμένος με λουλούδια και αλειμμένος με αρώματα στο πιο χαρούμενο συμπόσιο, περιτριγυρισμένος απ’ όλους τους φίλους του.

»Μεμιάς η φωτιά καταβρόχθισε τη γήινη και θνητή του φύση. Σε λίγο δεν έμενε τίποτα απ’ όσα είχε λάβει, κατά τη γέννησή του, από τη μάνα του την Αλκμήνη· αλλά, κατ’ εντολή του Δία, διατήρησε την οξυδερκή και αθάνατη φύση του, αυτή την ουράνια φλόγα που είναι η αληθινή ουσία της ζωής και που είχε λάβει από τον πατέρα των θεών. Έτσι, πήγε κοντά τους στους χρυσαφένιους θόλους του απαστράπτοντα Ολύμπου, να πιει το νέκταρ, ότι οι θεοί του έδωσαν για σύζυγο την αξιαγάπητη Ήβη, τη θεά της νιότης, που έχυνε το νέκταρ στην κύανθο του Δία, προτού ο Γανυμήδης λάβει την τιμή αυτή.

»Όσο για μένα, αστείρευτη πηγή από βάσανα με βρήκε μ’ αυτά τα βέλη που μου έδωσε ο Ηρακλής, θέλοντας να με ανυψώσει πάνω από όλους τους ήρωες. Τότε συμμάχησαν οι βασιλείς να εκδικηθούν στο πλευρό του Μενελάου τον Πάρι, που έκλεψε την Ελένη, και να καταλύσουν το βασίλειο του Πριάμου. Ο χρησμός του Απόλλωνα έλεγε ότι δεν τους έμενε ελπίδα να τελειώσουν αίσια τον πόλεμο εκείνο, χωρίς τα βέλη του Ηρακλή.

»Ο Οδυσσέας, ο πατέρας σου, που πάντοτε ήταν ο πιο φωτισμένος και ο πιο πολυμήχανος σε όλα τα συμβούλια, ανέλαβε να με πείσει να τους ακολουθήσω στην πολιορκία της Τροίας παίρνοντας μαζί μου τα βέλη, τα οποία πίστευε πως είχα. Είχε περάσει ήδη καιρός που ο Ηρακλής δεν εμφανιζόταν πια στη γη: κανένα νέο κατόρθωμά του δεν ακουγόταν· τα τέρατα και οι κακούργοι είχαν αρχίσει πάλι να κυκλοφορούν ατιμώρητα. Οι Έλληνες δεν ήξεραν τι να πιστέψουν για την εξαφάνισή του: άλλοι έλεγαν ότι ήταν νεκρός· άλλοι υποστήριζαν ότι είχε πάει μέχρι την παγωμένη Άρκτο για να δαμάσει τους Σκύθες. Μα ο Οδυσσέας ισχυριζόταν ότι ο Ηρακλής ήταν νεκρός και ανέλαβε να με κάνει να το ομολογήσω. Ήρθε και με βρήκε μια εποχή που δεν μπορούσα ακόμα να παρηγορηθώ για το χαμό του μεγάλου Αλκίδη. Κατέβαλε πολλές προσπάθειες για να με πλησιάσει, επειδή δεν μπορούσα πια να βλέπω ανθρώπους. Δεν άντεχα να φύγω από τις ερημιές της Οίτης, όπου είχα δει το φίλο μου να πεθαίνει· άλλο δεν έκανα παρά να ζω με την εικόνα του ήρωα στο μυαλό μου και να χύνω δάκρυα κάθε φορά που αντίκριζα τα θλιβερά εκείνα μέρη. Αλλά η γλυκιά κι ισχυρή Πειθώ ήταν στα χείλη του πατέρα σου: έδειχνε λυπημένος σχεδόν όσο κι εγώ· δάκρυα έχυνε· κατάφερε σιγά σιγά να κερδίσει την καρδιά μου και να αποκτήσει την εμπιστοσύνη μου· με συγκίνησε μιλώντας μου για τους Έλληνες βασιλιάδες που πήγαιναν να πολεμήσουν για δίκαιη αιτία, και δεν μπορούσαν δίχως εμένα να νικήσουν. Εντούτοις δεν κατάφερε ποτέ να μου αποσπάσει το μυστικό του θανάτου του Ηρακλή, που είχα δώσει όρκο να μη φανερώσω· ωστόσο δεν αμφέβαλε διόλου ότι ήταν νεκρός και με πίεζε να του αποκαλύψω τον τόπο όπου είχα κρύψει την τέφρα του.

»Φευ! Έτρεμα στην ιδέα να αθετήσω τον όρκο μου, φανερώνοντάς του ένα μυστικό που είχα υποσχεθεί στους θεούς ποτέ να μην προδώσω· έδειξα, ωστόσο, την αδυναμία να υπεκφύγω τον όρκο μου, επειδή δεν τολμούσα να τον παραβώ· οι θεοί με τιμώρησαν γι’ αυτό: χτύπησα με το πόδι μου τη γη, στο σημείο όπου είχα φυλάξει την τέφρα του Ηρακλή. Στη συνέχεια πήγα να βρω τους ενωμένους βασιλιάδες, οι οποίο με δέχτηκαν με την ίδια χαρά που θα δέχονταν τον ίδιο τον Ηρακλή. Όταν πέρασα στη Λήμνο, θέλησα να δείξω σε όλους τους Έλληνες τι ήταν ικανά να κάνουν τα βέλη μου. Καθώς ετοιμαζόμουν να χτυπήσω ένα ζαρκάδι που σαν σαΐτα διέσχιζε το δάσος, άφησα από απροσεξία το βέλος να πέσει απ’ το δοξάρι στο πόδι μου και μου έκανε μια πληγή που ακόμα νιώθω. Αμέσως δοκίμασα τους ίδιους πόνους που είχε υποφέρει και ο Ηρακλής· μέρα και νύχτα κραύγαζα σαν πληγωμένο ζώο: αίμα μαύρο και μολυσμένο κυλούσε απ’ την πληγή μου, μόλυνε τον αέρα και σκόρπιζε στο στρατόπεδο των Ελλήνων μια δυσωδία ικανή να πνίξει και τους πιο ρωμαλέους Έλληνες. Ολόκληρο το στράτευμα ένιωθε φρίκη βλέποντάς με σε τέτοια δεινή θέση· όλοι συμπέραναν ότι ήταν ένας κολασμός που μου είχαν στείλει οι δίκαιοι θεοί.

»Ο Οδυσσέας που με είχε αναμείξει σ’ αυτόν τον πόλεμο, ήταν ο πρώτος που με εγκατέλειψε. Αργότερα, κατάλαβα ότι το είχε κάνει επειδή προτιμούσε το κοινό συμφέρον της Ελλάδας και τη νίκη απ’ όλα τα δίκαια της φιλίας ή της ευημερίας του καθενός. Δεν μπορούσαν πλέον να προσφέρουν θυσίες μες στο στρατόπεδο, τόση ήταν η φρίκη για το τραύμα μου, τη μόλυνσή του και τη σφοδρότητα των κραυγών μου που αναστάτωναν όλους τους στρατιώτες. Μα τη στιγμή που είδα όλους τους Έλληνες να με εγκαταλείπουν, ύστερα από τη συμβουλή του Οδυσσέα, η στάση τους αυτή μου φάνηκε γεμάτη από την πιο φρικτή απανθρωπιά και την πιο ζοφερή προδοσία. Αλίμονο, ήμουν τυφλός: δεν έβλεπα πόσο δίκαιο ήταν οι πιο σοφοί από τους ανθρώπους να στρέφονται εναντίον μου, όπως και οι θεοί που είχα εξοργίσει.

»Έμεινα σχεδόν όσο κράτησε η πολιορκία της Τροίας δίχως βοήθεια, δίχως ελπίδα, δίχως ανακούφιση παραδομένος σε πόνους φριχτούς, σ’ εκείνο το άγριο και έρημο νησί, όπου δεν άκουγα τίποτε άλλο από τον παφλασμό των κυμάτων που θραύονταν πάνω στους βράχους. Βρήκα σε κάτι ερημότοπους ένα άδειο σπήλαιο, μέσα σ’ ένα βράχο που ύψωνε στον ουρανό δυο κορυφές όμοιες με κεφαλές: από το βράχο εκείνο έτρεχε μια κρυστάλλινη πηγή. Το σπήλαιο ήταν άντρο άγριων θηρίων· ήμουν έρμαιο της μανίας τους νύχτα μέρα. Μάζεψα μερικά φύλλα για να πλαγιάσω. Δε μου απόμεναν άλλα αγαθά από ένα ξύλινο δοχείο κακοφτιαγμένο και κάποια ρούχα ξεσκισμένα, με τα οποία έδεσα την πληγή μου για να σταματήσω το αίμα και προσπάθησα να την καθαρίσω. Έτσι, εγκαταλειμμένος από τους ανθρώπους και παραδομένος στην οργή των θεών, περνούσα τον καιρό μου χτυπώντας με τα βέλη μου περιστέρια και πουλιά που πετούσαν γύρω από το βράχο. Όταν σκότωνα κάποιο πουλί, έπρεπε να συρθώ με πόνο για να μαζέψω την τροφή μου· έτσι με τα ίδια μου τα χέρια ετοίμαζα ό,τι έτρωγα.

»Είναι αλήθεια πως οι Έλληνες φεύγοντας μου είχαν αφήσει κάποιες προμήθειες· μα δεν κράτησαν πολύ. Με τις πέτρες άναβα φωτιά. Αυτή η ζωή, όσο φριχτή κι αν ήταν, θα μου φαινόταν γλυκιά μακριά από τους αχάριστους και απατηλούς ανθρώπους, αν ο πόνος δε με βάραινε και αν αδιάκοπα δεν αναλογιζόμουν τη θλιβερή μου τύχη. Πώς είναι δυνατόν, έλεγα, να οδηγήσουν έναν άνθρωπο μακριά από την πατρίδα του, σαν τον μοναδικό που θα μπορούσε να πάρει εκδίκηση για όλη την Ελλάδα, κι έπειτα να τον παρατήσουν στο έρημο ετούτο νησί, ενώ κοιμόταν! Επειδή οι Έλληνες είχαν φύγει την ώρα που κοιμόμουν. Μπορείς να καταλάβεις ποια ήταν η έκπληξή μου και πόσα δάκρυα έχυσα μόλις ξύπνησα, όταν είδα τα πλοία να σκίζουνε τα κύματα. Αλίμονο! όπου κι αν έψαχνα στις ακτές εκείνου του άγριου κι ακατοίκητου νησιού, δεν έβρισκα παρά τον πόνο. Το νησί δεν είχε ούτε λιμάνι ούτε εμπόριο ούτε φιλοξενία ούτε ανθρώπους που έφταναν ώς εκεί με τη θέλησή τους. Δεν έβλεπες εκεί παρά τους άμοιρους που είχαν ρίξει οι θύελλες, και δεν υπήρχε άλλη ελπίδα επικοινωνίας παρά τα ναυάγια: αλλά ακόμα και εκείνοι που έρχονταν στον τόπο αυτό δεν τολμούσαν να με πάρουν για με στείλουν στην πατρίδα· φοβόνταν τη μήνι των θεών αλλά και των Ελλήνων.

»Για δέκα χρόνια υπέμενα την αισχύνη, τον πόνο και την πείνα· έτρεφα μια πληγή που με κατάτρωγε· ακόμα και η ελπίδα είχε σβήσει στην καρδιά μου. Τότε ήρθα να αναζητήσω φαρμακευτικά φυτά για την πληγή μου και είδα μέσα στο άντρο μου έναν νέο όμορφο, όλο χάρη αλλά υπερήφανο, που έμοιαζε με ήρωα. Μου φάνηκε πως είδα τον Αχιλλέα, τόσο έμοιαζαν τα χαρακτηριστικά του, το βλέμμα και το παράστημα: μονάχα η ηλικία του μ’ έκανε να καταλάβω πως δεν ήταν εκείνος. Στο πρόσωπό του πρόσεξα ανάμεικτες τη συμπόνια και την αμηχανία: ήταν συγκινημένος βλέποντας πόσο δύσκολα και πόσο αργά σερνόμουν· οι διαπεραστικές και πονεμένες μου κραυγές αντηχούσαν σ’ όλη την ακροθαλασσιά σκίζοντας την καρδιά του.

»Αχ ξένε! του φώναξα από μακριά. Ποια συμφορά σ’ οδήγησε σ’ ετούτο το ακατοίκητο νησί; Αναγνωρίζω το ελληνικό σου ένδυμα που μου είναι ακόμη τόσο αγαπητό. Αχ, πώς ποθώ ν’ ακούσω τη φωνή σου και να βρω στα χείλη σου τη γλώσσα που έμαθα από παιδί και δεν μπορώ πια να μιλήσω με κανένα εδώ και τόσον καιρό σ’ αυτή τη μοναξιά! Διόλου δεν πρέπει να φοβάσαι που βλέπεις έναν άνδρα τόσο άμοιρο, αλλά να τον λυπάσαι.

»Και τότε ο Νεοπτόλεμος μου είπε: “Έλληνας είμαι”· κι εγώ του φώναξα: “Ω λέξη γλυκιά, μετά από τόσα χρόνια σιωπής και πόνου απαρηγόρητου! Αχ γιε μου, ποια δεινά, ποια θύελλα ή μάλλον ποιος ούριος άνεμος σ’ έφερε εδώ, να βάλεις τέλος στα δεινά μου;” Εκείνος αποκρίθηκε: “Είμαι απ’ το νησί της Σκύρου, εκεί πηγαίνω· λένε πως είμαι ο γιος του Αχιλλέα· τα ξέρεις όλα”.

»Τα λακωνικά του λόγια διόλου δεν ικανοποίησαν την περιέργειά μου. “Γιε τον πατέρα σου που τόσο αγάπησα”, του είπα. “Θρέμμα ακριβό του Λυκομήδη, πώς έφτασες εδώ; Από πού έρχεσαι;”. Μου αποκρίθηκε πως ερχόταν από την πολιορκία της Τροίας. “Δεν ήσουν”, του είπα, “στην πρώτη εκστρατεία”. “Και εσύ”, μου είπε, “ήσουν;” Τότε του απάντησα: “Βλέπω καλά πως αγνοείς το όνομα Φιλοκτήτης και τα δεινά του. Αλίμονο! Πόσο άτυχος είμαι! Οι διώκτες μου με υβρίζουν μες στη συμφορά μου. Η Ελλάδα αγνοεί πόσο υποφέρω· ο πόνος μου μεγαλώνει. Οι Ατρείδες μ’ έφεραν σ’ αυτή τη θέση· είθε οι θεοί να τους το ξεπληρώσουν!”

»Έπειτα του διηγήθηκα με ποιον τρόπο οι Έλληνες μ’ είχαν εγκαταλείψει. Μόλις εκείνος άκουσε τα παράπονά μου, μου είπε τα δικά του. “Μετά το θάνατο του Αχιλλέα”, είπε… Μα εγώ ευθύς τον διέκοψα: “Τι; Πέθανε ο Αχιλλέας; Συγχώρεσέ με γιε μου, αν διακόπτω την ιστορία σου με τα δάκρυα που οφείλω στον πατέρα σου”. Ο Νεοπτόλεμος μου απάντησε: “Με παρηγορείς διακόπτοντάς με· πόσο καλό μου κάνει βλέποντας τον Φιλοκτήτη να θρηνεί τον πατέρα μου!”

»Ύστερα, συνεχίζοντας τη διήγησή του, μου είπε: “Μετά το θάνατο του Αχιλλέα, ο Οδυσσέας και ο Φοίνικας ήρθαν και με βρήκαν, διαβεβαιώνοντάς με ότι δεν θα κατόρθωναν ποτέ χωρίς εμένα να πάρουν την Τροία. Διόλου δε δυσκολεύτηκαν να με πείσουν· γιατί ο πόνος για το θάνατο του Αχιλλέα και ο πόθος να κληρονομήσω τη δόξα του σ’ αυτόν τον φημισμένο πόλεμο, μ’ ανάγκαζαν να τους ακολουθήσω. Έφτασα στο Σίγειο· ο στρατός συνάχτηκε ολόγυρά μου: όλοι ορκίζονταν ότι ξανάβλεπαν τον Αχιλλέα· μα φευ! εκείνος δεν υπήρχε πια. Νέος και άπειρος, νόμιζα ότι μπορούσα να ελπίζω τα πάντα από αυτούς που τόσους μου έκαναν επαίνους. Πρώτα ζήτησα από τους Ατρείδες τα όπλα του πατέρα μου. Απάντησαν απότομα: θα πάρεις ό,τι του ανήκει· αλλά τα όπλα του προορίζονται για τον Οδυσσέα. Τότε ταράχτηκα, άρχισα να κλαίω και να παραφέρομαι· μα ο Οδυσσέας, ατάραχος, μου είπε: Νέε, δεν ήσουν μαζί μας στους κινδύνους της μακρόχρονης ετούτης πολιορκίας· αυτά τα όπλα εσύ δεν τα αξίζεις· και τώρα δα πολύ περήφανα μιλάς· ποτέ δε θα τα πάρεις. Λεηλατημένος άδικα από τον Οδυσσέα γύρισα στη Σκύρο, λιγότερο αγανακτισμένος μαζί του απ’ ό,τι με τους Ατρείδες! Γιατί όποιος είναι εχθρός τους μπορεί να είναι φίλος των θεών. Αχ, Φιλοκτήτη, τα είπα όλα”.

»Τότε ρώτησα τον Νεοπτόλεμο πώς ο Αίαντας, ο γιος του Τελαμώνα, δεν είχε εμποδίσει τέτοια αδικία. “Είναι νεκρός”, μου απάντησε εκείνος. “Νεκρός;” φώναξα· “μονάχα ο Οδυσσέας δεν πεθαίνει! Αντίθετα, ακμάζει μέσα στο στρατό!” Έπειτα ζήτησα να μου πει τα νέα του Αντίλοχου, του γιου του σοφού Νέστορα και του Πάτροκλου, του τόσο αγαπητού στον Αχιλλέα. “Κι αυτοί είναι νεκροί”, μου είπε. Και τότε πάλι φώναξα: “Τι; Κι αυτοί νεκροί! Αλίμονο! Τι μου λες; Ο άσπλαχνος πόλεμος θερίζει τους αγαθούς και γλιτώνει τους μοχθηρούς. Ώστε, λοιπόν, ο Οδυσσέας ζει; Θα ζει, βέβαια, και ο Θερσίτης; Ιδού τί κάνουν οι θεοί· κι εμείς ακόμα τους τιμούμε!”

»Κι ενώ ήμουν τόσο λυσσασμένος με τον πατέρα σου, ο Νεοπτόλεμος συνέχισε να με εξαπατά· πρόσθεσε αυτά τα θλιβερά λόγια: “Μακριά από τον ελληνικό στρατό, όπου το κακό νικά το καλό, θέλω να ζήσω ευτυχής στο άγριο νησί της Σκύρου. Χαίρε: εγώ φεύγω. Είθε οι θεοί να σε γιατρέψουν!” Τότε του είπα: “Αχ γιε μου, σε εξορκίζω στην ψυχή του πατέρα σου, στη μάνα σου, σε ό,τι έχεις πιο ακριβό πάνω στη γη, μη με αφήνεις μόνο στη συμφορά μου που βλέπεις. Δεν αγνοώ καθόλου πόσο βάρος θα σου είμαι· θα ήταν όμως καταισχύνη να με εγκαταλείψεις: πέταξέ με στην πλώρη, στην πρύμνη, και στη σεντίνα ακόμα, όπου νομίζεις ότι δε θα σε ενοχλώ. Μονάχα οι γενναίες ψυχές γνωρίζουν πόσο ένδοξο είναι να είναι κανείς καλός. Μη με αφήνεις όμως σ’ αυτή την ερημιά όπου δεν υπάρχει ίχνος ανθρώπου· πήγαινέ με στην πατρίδα, είτε στην Εύβοια, που δεν είναι μακριά από την Οίτη, την Τραχίνα και τις όμορφες όχθες του Σπερχειού: πήγαινέ με στον πατέρα μου. Αλίμονο! Φοβάμαι μήπως πέθανε! Του είχα παραγγείλει μ’ ένα μήνυμα να μου στείλει ένα πλοίο: είτε είναι νεκρός είτε εκείνοι που μου υποσχέθηκαν να του το πουν, δεν το ’καναν. Σ’ εσένα καταφεύγω, γιε μου! μη λησμονείς πόσο εύθραυστα είναι τα ανθρώπινα. Εκείνος που ζει στην πλησμονή πρέπει να φοβάται να την καταχράται, και να συντρέχει τους δυστυχείς”.

»Ιδού τι μ’ έκανε να πω στον Νεοπτόλεμο ο αβάσταχτος πόνος μου· υποσχέθηκε να με πάρει μαζί του. Τότε φώναξα πάλι: “Ευτυχισμένη μέρα! Αξιαγάπητε Νεοπτόλεμε, άξιε της δόξας του πατέρα σου! Ακριβέ σύντροφε στο ταξίδι αυτό, επίτρεψέ μου να αποχαιρετήσω τη θλιβερή αυτή κατοικία. Δες πού έζησα, κατάλαβε τι υπέμεινα. Κανένας άλλος δε θα μπορούσε να αντέξει. Εμένα όμως με δίδαξε η ανάγκη που μαθαίνει στους ανθρώπους ό,τι ποτέ τους με άλλον τρόπο δε θα μάθαιναν. Όσοι ποτέ τους δεν υπέφεραν, δεν ξέρουν τίποτε. Δε γνωρίζουν ούτε τα καλά ούτε τα κακά. Αγνοούν τους ανθρώπους· αγνοούν τους ίδιους τους εαυτούς τους”. Κι αφού μίλησα, πήρα το τόξο και τα βέλη μου.

»Ο Νεοπτόλεμος με παρεκάλεσε να του επιτρέψω να φιλήσει τα τόσο ένδοξα εκείνα όπλα, τα αγιασμένα από τον αήττητο Ηρακλή. Του αποκρίθηκα: “Κάνε ό,τι θέλεις· εσύ, γιε μου, σήμερα με γυρνάς στο φως, στην πατρίδα, στον γερασμένο μου πατέρα, στους φίλους μου, στην ίδια τη ζωή· μπορείς να αγγίξεις τα όπλα αυτά και να καυχάσαι πως είσαι ο μόνος ανάμεσα στους Έλληνες που άξιζε να τα αγγίξει”. Τότε ο Νεοπτόλεμος μπήκε στο σπήλαιό μου για να θαυμάσει τα όπλα.

»Στο μεταξύ με κυρίεψε σφοδρός πόνος, ταράχτηκα και δεν ήξερα τί έκανα. Ζήτησα ένα ξίφος αιχμηρό να κόψω το πόδι μου. Φώναξα: “Αχ θάνατε πολυπόθητε! Γιατί δεν έρχεσαι; Ω νέε! βάλε φωτιά και κάψε με όπως έκαψα εγώ το γιο του Δία. Ω, γη! Δέξου έναν ετοιμοθάνατο που δεν μπορεί πλέον να σταθεί στα πόδια του, όπως το συνήθιζε”. Παραληρώντας από πόνο, ξαφνικά πέφτω σε βαθιά νάρκη· μεγάλος ιδρώτας άρχισε να με ανακουφίζει· μαύρο και μολυσμένο αίμα κυλούσε από την πληγή μου. Κι ενώ κοιμόμουν, θα ήταν εύκολο για τον Νεοπτόλεμο να πάρει τα όπλα μου και να φύγει· μα ήταν ο γιος του Αχιλλέα, δεν είχε γεννηθεί απατεώνας. Ξυπνώντας κατάλαβα την αμηχανία του· αναστέναξε σαν άνθρωπος που δεν ξέρει να υποκρίνεται και ενεργεί ενάντια στην καρδιά του. “Θέλεις να με αιφνιδιάσεις;” τον ρώτησα. “Τί συμβαίνει λοιπόν;” “Πρέπει”, μου αποκρίθηκε, “να με ακολουθήσεις στην πολιορκία της Τροίας”. “Αχ”, του είπα τότε. “Τι είναι αυτά που λες γιε μου; Δώσε μου πίσω αυτό το τόξο· προδόθηκα! μη μου παίρνεις τη ζωή. Αλίμονο!” Εκείνος τίποτε δεν απάντησε, αλλά ατάραχος με κοίταζε· τίποτε δεν τον συγκινούσε. “Αχ, εσύ ακροθαλασσιά κι εσείς ακρωτήρια του νησιού! Αχ, άγρια θηρία και βράχια απόκρημνα! Σε σας γογγύζω· γιατί μόνο σ’ εσάς μπορώ να κλάψω, που τόσα χρόνια συνηθίσατε ν’ ακούσετε τις οιμωγές μου. Έπρεπε να με προδώσει του Αχιλλέα ο γιος; Αυτός έπρεπε να μου κλέψει του Ηρακλή το τόξο; Θέλει να με σύρει στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να θριαμβεύσει εις βάρος μου. δε βλέπει ότι θριαμβεύει πάνω σ’ ένα νεκρό, μια σκιά, μια οπτασία; Αχ, ας με χτύπαγε όταν είχα όλη τη δύναμή μου!… Μα, και τώρα με αιφνιδίασε. Τι να κάνω; Δώσ’ μου γιε μου, δώσ’ μου τα· γίνε ο εαυτός σου. Τι λες;… Τίποτα δε λες! Ω βράχε άγριε! Πάλι σε σένα έρχομαι, γυμνός, δύσμοιρος, εγκαταλειμμένος, χωρίς τροφή· μέσα σ’ αυτό εδώ το άντρο θα πεθάνω· τα θηρία θα με κατασπαράξουν χωρίς το τόξο μου· ας είναι. Μα, γιε μου, δε μου φαίνεσαι κακός. Όποια συμβουλή κι αν σε ωθεί, δώσε μου πίσω τα όπλα μου και φύγε”.

»Ο Νεοπτόλεμος, με δάκρυα στα μάτια, μου είπε σιγανά: “Μακάρι οι θεοί να μη μ’ είχαν αφήσει από τη Σκύρο να φύγω!” Τότε φώναξα: “Αχ, μα τι βλέπω! Αυτός δεν είναι ο Οδυσσέας;” Και τότε άκουσα τη φωνή του να μου απαντά: “Ναι, εγώ είμαι”. Κι αν το ζοφερό βασίλειο του Πλούτωνα άνοιγε στα δυο και έβλεπα τον μαύρο Τάρταρο, που ακόμα κι οι θεοί φοβούνται να αντικρίσουν, τόσο μεγάλη φρίκη, το ομολογώ, δε θα με κυρίευε. Φώναξα πάλι: “Ω γη της Λήμνου! Μάρτυρας είσαι! Αχ Ήλιε, το βλέπεις και το ανέχεσαι!” Ατάραχος ο Οδυσσέα μου απάντησε: “Ο Δίας το θέλει, κι εγώ ήρθα να το κάνω”. “Τολμάς”, του είπα, “τ’ όνομά του Δία στο στόμα σου να βάζεις; Βλέπεις το νέο αυτόν, που γεννημένος δεν ήταν για απάτη, και που υποφέρει εκτελώντας αυτό που τον ανάγκασες να κάνει;” “Δεν ήρθαμε”, αποκρίθηκε ο Οδυσσέας, “ούτε να σε γελάσουμε ούτε για το κακό σου· ήρθαμε να σε πάρουμε από εδώ, να σε γιατρέψουμε, να σου δώσουμε τη δόξα να καταλύσεις την Τροία και να σε πάμε πίσω στην πατρίδα. Εσύ ο ίδιος είσαι και όχι ο Οδυσσέας εχθρός του Φιλοκτήτη”.

»Τότε είπα στον πατέρα σου όλα όσα η οργή στα χείλη μου έβαλε λόγια: “Αφού με εγκατέλειψες σ’ ετούτο το ακρογιάλι, γιατί δε με αφήνεις ήσυχο; Πήγαινε να βρεις τη δόξα του πολέμου κι όλες τις τέρψεις· σμίξε την ευτυχία σου με την ευτυχία των Ατρειδών: άσε τη φτώχεια και τον πόνο για εμένα. Γιατί ήρθες να με πάρεις; Τίποτε πια δεν είμαι· αργοπεθαίνω. Γιατί σήμερα δεν πιστεύεις, όπως άλλοτε, ότι δεν πρέπει να φύγω; Ότι οι φωνές μου και η μόλυνση της πληγής μου θα ταράξουν τις θυσίες; Αχ Οδυσσέα, αίτιε των δεινών μου, είθε οι πανίσχυροι θεοί να σε…! Μα μήπως οι θεοί με ακούν; Αντίθετα, διεγείρουν τον εχθρό μου. Ω πατρική μου γη, ποτέ δε θα σε ξαναδώ!… Ω θεοί, αν από εσάς μένει κανένας δίκαιος ακόμα να με λυπηθεί, τιμωρήστε, τιμωρήστε τον Οδυσσέα· αυτή θα ’ναι για ’μένα η γιατρειά μου”.

»Κι ενώ έτσι μιλούσα, ο πατέρας σου με κοίταζε ατάραχος, με συμπόνια, σαν άνθρωπος που αντί να οργίζεται, ανέχεται και δικαιολογεί την ταραχή ενός δυστυχή που η μοίρα έχει παροξύνει. Τον έβλεπα ολόιδιο με βράχο που πάνω στη βουνοκορφή περιγελά τη μανία των ανέμων και αφήνει την οργή τους να ξεσπάσει, ενώ εκείνος παραμένει ακλόνητος. Έτσι και ο πατέρας σου, μένοντας σιωπηλός, περίμενε να ξεθυμάνει η οργή μου· γιατί ήξερε ότι δεν έπρεπε να αντιμάχεται τα συναισθήματα των ανθρώπων για να τους λογικέψει, παρά μονάχα όταν άρχιζαν να εξασθενούν από ένα είδος εξάντλησης. Έπειτα αυτά μου είπε τα λόγια: “Ω Φιλοκτήτη, τι απόγιναν η σύνεση και η τόλμη σου; Ήρθε η στιγμή να τα χρησιμοποιήσεις. Αν αρνηθείς να μας ακολουθήσεις για να εκπληρώσουμε τα λαμπρά σχέδια του Δία για σένα, σε αποχαιρετώ· είσαι ανάξιος να γίνεις ελευθερωτής της Ελλάδας και πορθητής της Τροίας. Μείνε στη Λήμνο· αυτά τα όπλα που παίρνω, σ’ εμένα θα δώσουν τη δόξα που προορίζεται για σένα. Ας πηγαίνουμε, Νεοπτόλεμε· είναι ανώφελο να του μιλάμε: η συμπόνια για έναν άνθρωπο δεν πρέπει να μας κάνει να εγκαταλείψουμε τη σωτηρία όλης της Ελλάδας”.

»Τότε αισθάνθηκα σαν τη λιονταρίνα που έρχονται να της αρπάξουν τα μικρά της: τα δάση ηχούν τους βρυχηθμούς της. “Ω σπήλαιο”, είπα, “ποτέ, δε θα σ’ αφήσω· εσύ θα γίνεις ο τάφος μου! Αχ κατοικία του πόνου μου, δεν έχω πια τροφή, δεν έχω ελπίδα! Ποιος θα μου δώσει ένα ξίφος να σκοτωθώ; Αχ, να μπορούσαν να μ’ αρπάξουν τα όρνεα!… Ποτέ πια δε θα τα χτυπήσω με τα βέλη μου! Αχ τόξο μου πολύτιμο, τόξο αγιασμένο από τα χέρια του γιου του Δία! Ω ακριβέ Ηρακλή, αν σου μένει ακόμα κάποιο αίσθημα, δε νιώθεις ύβρη; Το τόξο αυτό δεν είναι πλέον στα χέρια του πιστού σου φίλου, αλλά στα βρόμικα και δόλια χέρια του Οδυσσέα. Αρπαχτικά πουλιά, άγρια θηρία μη φεύγετε πια μακριά από τη σπηλιά ετούτη, τα χέρια μου δεν έχουν άλλα βέλη ο δύσμοιρος για να σας βλάψω, ελάτε να με πάρετε! Είθε να με τσακίσει ο κεραυνός του άσπλαχνου Δία!”

Ο πατέρας σου, έχοντας δοκιμάσει όλους τους άλλους τρόπους για να με πείσει, στο τέλος έκρινε ότι ο καλύτερος τρόπος ήταν να μου επιστρέψει τα όπλα μου· έκανε νόημα στον Νεοπτόλεμο, κι αυτός αμέσως μου τα έδωσε. Τότε του είπα: “Άξιε του Αχιλλέα γιε, τώρα δείχνεις ότι είσαι δικός του. Αλλά άφησέ με να χτυπήσω τον εχθρό μου”. Και τότε θέλησα μ’ ένα τόξο να σκοτώσω τον πατέρα σου· αλλά ο Νεοπτόλεμος μ’ εμπόδισε μ’ αυτά τα λόγια: “Η οργή σού θολώνει το μυαλό και σ’ εμποδίζει να δεις την επονείδιστη πράξη που πας να κάνεις”. Όσο για τον Οδυσσέα, έδειχνε τόσο ατάραχος μπροστά στα βέλη μου όσο και στις ύβρεις μου. Η ανδρεία και η υπομονή του άγγιξαν την καρδιά μου. Ντροπή ένιωθα που θέλησα μες στην παραφορά μου να χρησιμοποιήσω τα όπλα μου για να σκοτώσω εκείνον που μου τα είχε επιστρέψει· αλλά καθώς η μνησικακία μου δεν είχε ακόμα σβήσει, ήμουν απαρηγόρητος που όφειλα τα όπλα μου σ’ εκείνον που τόσο πολύ μισούσα. Στο μεταξύ ο Νεοπτόλεμος μου είπε: “Μάθε ότι ο θεϊκός Έλενος, ο γιος του Πριάμου, βγαίνοντας από την Τρωάδα με διαταγή και έμπνευση από τους θεούς, μας φανέρωσε τα μελλούμενα. Η άμοιρη Τροία θα πέσει, μας είπε· μα δεν μπορεί να πέσει, αν δεν τη χτυπήσει εκείνος που έχει τα βέλη του Ηρακλή: αυτός ο άνδρας δε θα γιατρευτεί παρά μονάχα σαν βρεθεί μπροστά στα τείχη της Τροίας· θα τον γιατρέψουν τα παιδιά του Ασκληπιού”.

»Εκείνη τη στιγμή ένιωσα την καρδιά μου να γίνεται δυο κομμάτια. Είχα συγκινηθεί από την αγνότητα και την καλοπιστία με τις οποίες ο Νεοπτόλεμος είχε δώσει πίσω το τόξο μου· μα δεν μπορούσα να πάρω απόφαση να συνεχίζω να ζω, αν έπρεπε να υποκύψω στον Οδυσσέα· μια ζοφερή αισχύνη με κρατούσε αναποφάσιστο. Θα με δουν, έλεγα στον εαυτό μου, μαζί με τους Ατρείδες και τον Οδυσσέα; Και τι θα πουν για μένα;

»Κι ενώ βρισκόμουν μέσα σ’ αυτή την αβεβαιότητα, ξαφνικά άκουσα μια φωνή πιο δυνατή από τις ανθρώπινες: είδα τον Ηρακλή μέσα σε σύννεφο αστραφτερό· ολόγυρά του έλαμπαν αχτίδες δόξας. Εύκολα αναγνώρισα τα τραχιά χαρακτηριστικά του, το ρωμαλέο κορμί και τους απλούς του τρόπους· είχε όμως μια μεγαλοπρέπεια και μιαν ανωτερότητα που ποτέ δεν έδειχναν τόσο λαμπρές όταν εξολόθρευσε τα θηρία. “Ακούς”, μου είπε, “και βλέπεις τον Ηρακλή. Άφησα τον υψηλό Όλυμπο για να σου ανακοινώσω τις εντολές του Δία. Γνωρίζεις με ποια κατορθώματα απόκτησα την αθανασία. Πρέπει να πας μαζί με το γιο του Αχιλλέα, για να βαδίσεις στα ίχνη μου στην οδό της δόξας. Θα γιατρευτείς· με τα δικά μου βέλη θα σκοτώσεις τον Πάρι, τον αίτιο τόσων δεινών. Μετά το πάρσιμο της Τροίας, θα στείλεις πλούσια λάφυρα στον Ποίαντα, τον πατέρα σου, πάνω στην Οίτη· τα λάφυρα αυτά πάνω στον τάφο μου θα τοποθετηθούν, ως μνημείο, επειδή η νίκη θα οφείλεται στα βέλη μου. Κι εσύ, γιε του Αχιλλέα! Μάθε ότι χωρίς τον Φιλοκτήτη δε θα μπορέσεις να νικήσεις κι ούτε ο Φιλοκτήτης χωρίς εσένα. Τώρα πηγαίνετε σαν δυο λοντάρια που αναζητούν μαζί τη λεία τους. Εγώ θα στείλω τον Ασκληπιό στην Τροία να γιατρέψει τον Φιλοκτήτη. Προπάντων, Έλληνες, μάθετε να σέβεστε και να τηρείτε τη θρησκεία· τα άλλα όλα πεθαίνουν· εκείνη μένει αθάνατη”.

»Σαν άκουσα τα λόγια αυτά, φώναξα: “Ω ευτυχισμένη μέρα, φως γλυκό, πρόβαλες επιτέλους μετά από τόσα χρόνια! Πείθομαι· αυτά τα μέρη αποχαιρετώ και φεύγω. Χαίρε για πάντα αγαπημένο άντρο. Αφήνω γεια στις Νύμφες των υγρών ετούτων λιβαδιών. Ποτέ μου δε θα ξανακούσω πια τον υπόκωφο ήχο των κυμάτων αυτής της θάλασσας. Σ’ αφήνω ακροθαλασσιά όπου τόσες φορές υπέμεινα τις ύβρεις των ανέμων. Αντίο ακρωτήρι όπου η Ηχώ επαναλάμβανε αδιάκοπα τις οιμωγές μου. Γεια σας γλυκές πηγές που τόσο πικρές σας βρήκα. Χαίρε γη της Λήμνου! Άφησέ με αίσια να φύγω, να πάω εκεί όπου με καλούν το θέλημα των θεών και των φίλων!”

»Έτσι φύγαμε. Φτάσαμε στην πολιορκία της Τροίας. Ο Μαχάονας και ο Ποδαλείριος, με τη θεϊκή επιστήμη του πατέρα τους, του Ασκληπιού, με γιάτρεψαν ή, τουλάχιστον, μ’ έφεραν στην κατάσταση που με βλέπεις. Δεν υποφέρω πια· έχω ξαναβρεί όλη μου τη δύναμη· χωλαίνω μόνο λίγο. Τον Πάρι έριξα νεκρό, σαν δειλό νεβρό ελαφίνας που ένας κυνηγός σκοτώνει με τα βέλη του. Τότε το Ίλιο στάχτες έγινε· τα υπόλοιπα τα γνωρίζεις. Εντούτοις, συνέχισα να νιώθω μια παράξενη αποστροφή για τον Οδυσσέα, επειδή θυμόμουν τα βάσανά μου· και η αρετή του δεν μπόρεσε να μετριάσει τη μνησικακία μου. Βλέποντας όμως ένα γιο που του μοιάζει και που δεν μπορώ να μην αγαπώ, μαλάκωσα και για τον πατέρα».


François de Salignac de la Mothe Fénelon. 1998. Τηλεμάχου τύχαι. Μετ. Βανέσσα Λάππα. Αθήνα: Κανάκη. Τίτλος πρωτοτύπου: Les αventures de Télémaque (Paris: Librairie Hachette, 1894).