Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Friedrich Engels

Η μάχη του Ετεοκλή και του Πολυνείκη

Μετάφραση: Αλέκος Μπράβης


Δες εκεί πέρα! Ποιοί να ’ναι τάχα αυτοί οι Έλληνες άνδρες που καλπάζουν προς τα δω καβάλα στ’ ατίθασα άλογά τους! Να, φτάσανε κιόλας! Τώρα περνούν κάτω από τη μεγαλόπρεπη πύλη της πόλης των παντοδύναμων γιων του Κάδμου. Από πίσω τούς ακολουθούν με βήμα σταθερό οι πεζοί πολεμιστές με τις ακτινοβόλες τους ασπίδες και τ’ αστραφτερά τους ακόντια. Σταματούν και κυκλώνουν τα τείχη της πόλης.

Μα νά, κι άλλα στρατεύματα, αμέτρητοι πολεμιστές συρρέουν από παντού και κυκλώνουν την πόλη του γιου του Αγήνορα. Οι αρχηγοί των Δαναών και οι πολεμιστές του Άργους φέρνουν τον πόλεμο στην πόλη των Θηβών.

Ο Τυδαίος Καπαναίος, ο Παρθενόπουλος, ο βασιλιάς Αμφιάραος, ο παντοδύναμος Ιππομέδων, ο Άδραστος κι ο Πολυνείκης, όλοι των λαών οι ξακουστοί βασιλιάδες παρελαύνουν ο ένας μετά τον άλλο πάνω σε λαμπερά τροχήλατα άρματα που άτια περήφανα τα σέρνουν.

Και κει στο ξέφωτο, κάτω απ’ τον ήλιο άστραφταν οι πανοπλίες και στραφτοκοπούσαν οι στρογγυλές ασπίδες, οι ατσαλένιες λόγχες και τ’ ασημένια σπαθιά. Κι όπως ο βοσκός κουλουριάζει ξαφνικά το πρόβατο πνίγοντάς το μέσα στην αγκαλιά του, έτσι κι οι Δαναοί την πόλη των Θηβών περικύκλωσαν. Τότε, όταν όλος ο στρατός έξω από την πύλη παρατάχθηκε, άλλοι άντρες φτάσανε ξαφνικά ντυμένοι με αστραφτερές μπρούτζινες πανοπλίες και περικεφαλαίες και με ασπίδες στο χέρι του μπροστά κρατώντας. Ανάμεσά τους ο αήττητος γιος του Οιδίποδα, ο Ετεοκλής. Και μόλις οι αρχηγοί των Βοιωτών και οι πολεμιστές του Άργους συναντήθηκαν, βρόντηξαν οι ασπίδες τους, άστραψαν τα δόρατά τους και βόγκηξαν τα σιδερένια στήθια τους. Καταστροφή και θάνατο μύριζε ο αγέρας, καθώς οι άνθρωποι σκοτώνονταν μεταξύ τους, και από τα αίματα κοκκίνισε το ξακουστό ποτάμι κι ο Ίσμηνος πορφύρωσε. Και καθώς του Αγήνορα ο γιος πολεμούσε, τον ατρόμητο Πολυνείκη καταριόταν και τη θεά Αθηνά παρακαλούσε: «Θεά μου, κόρη του παντοδύναμου του Δία, συ που στ’ Αχιλλέα τη γενιά ανήκεις, άκουσε αυτά που θα σου πω. Αν σε σένα εγώ θυσίασα μοσχάρια σιτευτά και γίδες καλοθρεμμένες, άκουσε την παράκλησή μου. Δώσ’ μου μόνο τη δύναμη τ’ ανίκητο σπαθί μου να καρφώσω στα στήθια αυτού του άνδρα. Γιατί τί κι αν είναι της γενιάς του Οιδίποδα απόγονος, τί κι αν είναι ο αδελφός μου, ο πολυαγαπημένος μου Πολυνείκης, πρέπει να τον σκοτώσω, αφού με τους διψασμένους για θάνατο άρχοντες και αρχηγούς του Άργους τον πόλεμο μας φέρνει, την πατρική του γη να καταστρέψει».

Αυτά είπε στην Αθηνά ο Ετεοκλής και απευθυνόμενος στον αδελφό του φώναξε:

«Γιε του Οιδίποδα, περήφανε Πολυνείκη, είν’ η καρδιά μου που χτυπώντας μες στα στήθια μου με σένα με καλεί να πολεμήσω, που είσαι απ’ όλους αυτούς ο γενναιότερος. Έλα, πλησίασε και όρμησε εναντίον μου, να παλέψεις με το γενναίο αδελφό σου Ετεοκλή».

Έτσι μίλησε ο Ετεοκλής στον αδελφό του κι αυτός με τη σειρά του προσευχήθηκε στη θεά Ήρα:

«Άκουσε τα παρακάλια μου, Ήρα, αδελφή και συντρόφισσα του Δία, γιατί κι εγώ στη δική σου τη γενιά ανήκω, αφού την Αργήτισσα και κόρη του Αδράστου παντρεύτηκα, που ο πατέρας της όλο το Άργος εξουσιάζει· δώσε μου τη δύναμη να σκοτώσω τον Ετεοκλή, γιατί δεν κράτησε τους όρκους φιλίας και συμμαχίας που έδωσε στη Θήβα».

Αυτά είπε ο Πολυνείκης, ο πανίσχυρος βασιλιάς των ανθρώπων. Έπειτα προχώρησε με σίγουρο και σταθερό βήμα στο πεδίο της μάχης δίνοντας διαταγή στους άνδρες του να μείνουν πίσω. Κι όταν έφτασε στη μέση, ανάμεσα στα δύο εχθρικά στρατεύματα, μίλησε με βροντερή φωνή, απευθυνόμενος σε όλους:

«Ακούστε με, Δαναοί, κι εσείς γενναίοι Αχαιοί, γιατί όσα θα σας πω δεν σας τα λέω εγώ, αλλά η καρδιά μου. Ο λαός του Άργους και της Βοιωτίας αποδεκατίζεται σε μια σκληρή κι απάνθρωπη μάχη. Μα όσο κι αν πολεμάμε, κανείς δεν μπορεί να νικήσει τον άλλο. Η μοίρα μου το ήθελε να χτυπηθώ με τον αδελφό μου. Αυτά είχα να σας πω και μάρτυς μου ο Δίας. Γιατί αν νικηθώ απ’ το βαρύ σπαθί του αδελφού μου, τότε ας είναι αυτός που θα κυβερνήσει τους Κάδμιους, βασιλιάς ανάμεσα στους άλλους βασιλιάδες. Αν όμως η Αθηνά μου χαρίσει την ασπίδα της και τύχει και νικήσω εγώ, τότε δική μου θα είναι η δόξα και το βασίλειο του πατέρα μου κι εσείς Αργίτες μπορείτε στα σπίτια σας ελεύθεροι να πάτε».

Αυτά είπε ο Πολυνείκης και, μόλις τελείωσε, τον επευφήμησαν και τα δύο στρατόπεδα. Έπειτα οι καβαλάρηδες των δύο εχθρικών στρατευμάτων ξεπέζεψαν και τραβήχτηκαν παρατεταγμένοι σε μια γραμμή. Στη συνέχεια οι πεζοί έβγαλαν τους θώρακες που φορούσαν και μαζί με τα όπλα τους και τις ασπίδες τους τα απόθεσαν όλα στο έδαφος. Έτσι που ήταν όλα αφημένα το ένα πλάι στ’ άλλο τ’ άρματα, δεν υπήρχε ούτε μια σπιθαμή ελεύθερος χώρος.

Τότε ο Ετεοκλής, χουφτιάζοντας το μακρύ ανίκητο δόρυ του, το εκσφενδόνισε ενάντια στον Πολυνείκη. Βλέποντας όμως ο άξιος γιος του Αγήνορα να ’ρχεται κατά πάνω του, κινήθηκε με θεϊκή ταχύτητα και το μπρούτζινο δόρυ πέρασε ξυστά από δίπλα του. Σαν αστραπή τότε ο ενάρετος Πολυνείκης τράβηξε το ξίφος με τη χρυσαφένια λαβή και όρμησε ενάντια στον αντίπαλό του. Κι αρπάχτηκαν σαν άγρια θηρία τ’ αδέλφια και παιδιά απ’ το ίδιο αίμα.

Για μια στιγμή ο Ετεοκλής έπεσε κάτω κι η χρυσαφένια του ζώνη του σύρθηκε στο χώμα. Κι έτσι όπως ήταν καταγής, με πίστη στο δυνατό του χέρι τον Πολυνείκη χτύπησε με δύναμη. Και τότε το μαύρο αίμα ανάβλυσε κι έτρεξε απ’ την πληγή. Την ίδια όμως εκείνη στιγμή το ανίκητο σπαθί του βασιλιά των λαών Πολυνείκη, περνώντας την πανοπλία, βυθίστηκε βαθιά στα στήθια του Ετεοκλή.

Κι οι δυο πολεμιστές, κι οι δυο αδέρφια, καταγής σωριάστηκαν με θολωμένα μάτια. Εκεί ξαπλώσανε κι οι δυο, ο αδελφός που έσφαξε τον αδελφό με το μακρύλογχο σπαθί.

Έτσι ξεκληρίστηκε το αριστοκρατικό γένος του Οιδίποδα.


Friedrich Engels. "Η μάχη του Ετεοκλή και του Πολυνείκη". Στο Μικρή Ανθολογία Ιστορικού Διηγήματος. 1996. Επιμ. Χρύσα Μανώλη. Μετ. Αλέκος Μπράβης. Αθήνα: Alien. Τίτλος πρωτοτύπου: "Der Zweikampf des Eteokles und Polyneikes. Griechisches Gedicht" (1820).