Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Benoît de Sainte-Maure

Ο πόλεμος της Τρωάδος

Επιμ. Μ. Παπαθωμόπουλος & E.M. Jeffreys

(αποσπάσματα)

[...]
Πόλεμος Τροίας και άλωσις αυτής
[...]
(στ. 1108–1312)
Ηύραν τους οίκους τους λαμπρούς, τους οίκους γεμισμένους
χρυσάφιν όσον ήθελαν, μαργαριτάρι ωσαύτως,
λιθάρια πολυτίμητα, φαρία εκλελεγμένα.
Και τί να λέγω τα πολλά Τροίας τα πλούτη ταύτα;
Πλουσιώτερα ουχ ευρίσκετον πόλις στον κόσμον όλον.
Μήναν έναν αργήσασιν οι Έλληνες εκείσε·
τους πύργους εχαλάσασι, τα τείχη κάτω ρίπτουν·
και τα παλάτια τα υψηλά, τα ανώγαια τα μεγάλα,
όλα εις την γην τα ρίπτουσι, τίποτε ουδέν αφήκαν·
όλην την εχαλάσασι μέχρι των θεμελίων.
Πάλιν εις τας αρχόντισσας κάμνουν το θέλημά τους·
πολλάς εντροπιάσασιν από τας ευγενίδας·
τας πλέον ευμορφότερας επήραν μετ’ εκείνους.
Ο βασιλεύς εκέκτητο εύμορφην θυγατέρα·
εις όλον το περίγειον καλλιωτέρα ουκ ήτον·
Εσιονάν την έλεγαν οπού την αναθρέψαν.
Ερκούλιος την έδωκε χάριν του Τελαμώνου,
προτίμησιν και χάρισμα, διατί πρώτος εσέβη
εις την Τρωάδαν την λαμπράν, έκοψε τους φυλάκους.
Καλόν χάρισμαν έλαβεν· αν το είχε και τιμήσει
και ως γυνή του νόμιμον κρατήσει και φυλάξει…
αλλά ως δούλην εκράτει την, τοιούτην ευγενίδα,
εξ ης ετέχθη ο λαμπρός Αίος ο Τελαμώνιος.
Όταν γαρ επληρώσασιν όλον το θέλημά τους,
τα καράβια εγάρνισαν, εγέμισάν τα πλούτον,
εις τα καράβια εσέβησαν και άρμενα εποίκαν.
Τόσα έπλευσαν, τόσα έποικαν, έσωσαν στην Ελλάδα,
Χαράν μεγάλην έποικαν οπού τους ηγαπούσαν·
πλούτον πολύν εδώκασιν ολών των συγγενών τους,
και πάμπλουτοι εγίνησαν εκ τα καλά της Τροίας.
Τους θεούς ευχαρίστησαν, λατρείας μεγάλας κάμνουν·
πολύ πλούτον εδώκασιν, θυσίας αποτελούσιν,
διατί την νίκην είχασιν επάνω των εχθρών τους.
Είπα σας την υπόθεσιν, διά τί αφορμήν η Τροία
πρώτον εκατελύθηκε και αφανίσθη καθόλου·
και πάλιν εδά άρξομαι να σας ειπώ το άλλον,
την έγερσιν την ύστερον και πώς εξωλοθρεύθη,
διά τί μικρές υπόθεσες οι κάλλιοι καβαλλάριοι,
βασιλείς ανδρικώτατοι, άρχοντες μεγιστάνοι,
πλέον των χιλίων απέθαναν και άλλοι κοινοί στρατιώται,
ως ιστορία φθέγγεται, πλέον εκατόν μυριάδας·
και ποίος ήτον καλύτερος και ποίος είχε την νίκην,
και ποίος έδωκε και έλαβε, και ποίος εσκοτώθην,
πόσους χρόνους εστάθηκεν ο πόλεμος της Τροίας,
πόσους πολέμους έδωκαν, όλους να σας τους είπω.
Ο Λαομήδης βασιλεύς, της Τροίας ο κατάρχης,
είχεν υιόν ευγενικόν και μέγαν της ανδρείας·
Πρίαμον τον ελέγασιν· είχε δε και γυναίκα
την Εκουβήν την φρόνιμον, ευγενικήν, ωραίαν,
εξ ης Πρίαμος έτεκε τέκνα οκτώ ωραία·
ήσαν τα πέντε αρσενικά, τα δε τα τρία θήλη·
είχε και Νόθους Πρίαμος· ήσαν και εκείνοι τριάντα,
όλοι καλοί, ευγενικοί, εξ αίμα βασιλέως.
Ο Πρίαμος ουχ ευρέθηκεν, όταν αλώθη η Τροία·
μακρά πολλά εκ την χώραν του ευρίσκετον εκείνος.
Ο πατήρ του τον έστειλεν εις ξένας άλλας χώρας,
του πολεμείν, του λεηλατείν, πάντα να τα κερδίση·
διά τούτο ουχ ευρέθηκεν όταν αλώθη η Τροία.
Τούτο πληροφορήθητι, αν ήταν εκεί τότε,
κακά έκαμναν οι Έλληνες με αυτόν αν είχαν σμίξει,
ωσάν δε και τα πράγματα μέλλονται ούτως είναι.
Ως έμαθεν ο Πρίαμος την άλωσιν της Τροίας,
του πατρός του τον θάνατον αλλά και των ιδίων,
αν είχε θλίψιν τίποτε, τινάς μηδέν ηρώτα·
όλος τρομάσσει, χάνεται, υπάγει να αποθάνη.
Αναζητά τους εδικούς, πατέρα και μητέρα,
την αδελφήν Εσιονάν, εκείνην την ωραίαν:
«Ουαί μοι, πανεξαίρετοι, καλοί μου καβαλλάροι·
με πόσον παρηγόρημα εδιέβηκα εκ την Τροίαν,
και ούτως εσκοτώθητε εις καιρόν τόσα ολίγον.
Αρχόντισσες ευγενικές, κοράσια τιμημένα,
οπού εις την Τρωάδα εμένετε μετά τιμής μεγάλης,
εδάρτε σάς επήρασιν οι Έλληνες δουλίδας.
Τούτην την θλίψιν», έλεγεν, «οι Έλληνες μ’ εποίκαν.
Ποτέ καρδίαν χαιράμενην ου μη έχω εις τον κόσμον,
έως ου την εκδίκησιν επάρω της Τρωάδος·
και θάρρος έχω εις τους θεούς πριν παρού να αποθάνω
να επάρω την εκδίκησιν, πολλοί να το έχουν κλαύσει».
Κάστρον επαρακάθετον ότε έμαθε το πράγμα,
και τον λαόν του εσύναξεν όσον ημπόρει πλέον·
υιούς, γυναίκαν έλαβε, θυγατέρας και Νόθους·
καβαλλικεύει σύντομα, ήλθεν εις την Τρωάδαν.
Άκουσον τα ονόματα υιών και θυγατέρων.
Ήτον ο πρώτος Έκτορας, καλλιώτερος ουκ ήτον,
τον κόσμον αν εγύρευες απ’ άκρου γης εις άκρον·
τόσα ήτον μέγας, φοβερός, τόσα ήτον ανδρειωμένος,
έμπροσθεν να ακούσετε τα ανδραγαθήματά του.
Απ’ αύτον ήτον δεύτερος Αλέξανδρος ο Πάρις·
κάλλος είχεν απόρρητον και μέτρον ηλικίας·
δεξιώτης ήτον φοβερός, ταίρι στην γην ουκ είχεν.
Ο τρίτος ο Δηίφοβος, ο τέταρτος και πάλιν
Έλενος ωνομάζετον, μάντις και αστρονόμος·
ο πέμπτος πάλιν Τρώιλος, καλός εις την ανδρείαν·
ολίγην εμπροτίμησιν είχεν Έκτωρ εκείνου·
εις συμπλοκάς και πόλεμον πολλήν είχε την φήμην,
καθώς να ακούσετε έμπροσθεν ανδρείαν την εποίκεν.
Η πρώτη θυγατέρα του Αδρομηνά εκαλείτον,
εύμορφη, πανεξαίρετη, λαμπρή, ωραία, κουρτέσα.
Κασσάνδρα ήκουε η δεύτερη, πολλήν τέχνην ηξεύρει·
μεγάλην τέχνην ήξευρε της λεκανομαντείας.
Η τρίτη πανεξαίρετη ήκουε Πολυξένη·
εις όλον το περίγειον των Τρώων ουδέν ήτον
εις κάλλη και λαμπρότητα εμπρός στην Πολυξένην.
Ο βασιλεύς ως εύρηκε την Τροίαν εξαλειμμένην
και σκοτωμένον τον λαόν, όλους κατακομμένους,
οίκον κανένα ουχ ηύρηκεν ακέραιον να στέκη,
τρεις ημέρας εκάθετον θρηνώντα και πενθούντα·
ουκ έφαγεν ουδέ έπιεν από μεγάλης θλίψης,
την είχε διά τους εδικούς οπού είχαν αποθάνει.
Μνημόσυνον τους έποικε κατά το σύνηθές τους,
και τους θεούς ελάτρευσεν, ολών θυσίαν εποίκεν.
Απ’ αύτου επήρε την βουλήν ο βασιλεύς μετ’ αύτους
την πόλιν <να> ανεκαίνισε καλλιώτερην της πρώτης,
πλέον δυνατήν, πλέον φρικτήν, κανείν να μη φοβήται,
μηδέ πολέμους, άρματα, αλλ’ ουδέ τραμπουτσέτα·
και τότε πάλιν ύστερον να επάρουν εκδικήσεις,
από τους Έλληνας φημί, οπού τους εζημιώσαν.
Τούτο πολλά ουκ ήργησεν αλλά γοργόν το εποίκε.
Τεχνίτας ηύρε θαυμαστούς να κτίσωσι Τρωάδα·
επριόνισαν τα μάρμαρα, τους λίθους κατακόπτουν.
Τα πάντα κατορθώνουσιν, εγέρνεται η Τροία,
εκατόν καλλιώτερη φοράς παρά το πρώτον.
Ευρίσκουν οι φιλόσοφοι ωσάν αναγινώσκουν,
ότι ποτέ καλύτερη πόλις ουδέν εγίνη
εις πλάτος, δυναμώματα, εις πύργους, δυναμάρια,
και ακόμη εγνωρίζεται ο τόπος οπού ήτον·
τριών ημερών διάστημα ο γύρος της εκράτει.
Οι πύργοι, τα τειχώματα ήσαν με το μουσείον,
λιθάρια λευκοπράσινα, κόκκινα, λαζουράτα,
όλα πολλά, πολύχροα, έλαμπαν ως αστέρες.
Τόσα καλά ερμήνευσεν ο βασιλεύς την πόλιν,
όσον τεχνίτης ημπορεί· ου ’χώρει να σκοπήσης
βασιλικούς αν έκτισε χίλιους οίκους και πλέον.
Τας χώρας τας τριγύρωθεν και την διακράτησίν τους,
όλας εκεί τας έφερεν, οικίσασι την πόλιν.
’Ρύμνας εποίκεν εύμορφας, καλά κυβερνημένας·
το γύρον τα παλάτια τόσα υψηλά τα εποίκε,
με στέγας εξαπτέρυγας, τας ρύμνας να σκεπάζουν.
Ήσαν οι ρύμνες ποταπές όλες με το μαντούνιν·
αν έβρεχε και εχιόνιζεν, εσύ να περιεπάτεις·
τας ρύμνας όλας να έδραμες της καλοπύργου Τροίας,
εσύ να μην ενοτίσθηκες, το πόδι σου <ου> μη εβράχην.
Οίκος ουκ ήτον πούπετε τόσα μικρός, σου λέγω,
να μην ήτον κτιστός με μάρμαρα, μετά καλά λιθάρια,
οι πόρτες, οι φανέστρες του, όλες με το μουσείον.
Τον Ιλιούν εστήσασιν εις έναν τόπον πάλιν
της Τροίας υψηλότερον, από μακράν να φαίνη·
ποτέ τινάς ουκ έποικε καλλιώτερον εκείνου,
τοσούτον κατεκάλλυνε το έργον ο τεχνίτης.
Εις μίαν πέτραν ριζωτήν ετεχνολόγησέ τον·
παχύ πολλά ουχ ευρίσκετον, αλλά λιγνόν, ωραίον
κιόνι χρυσοπράσινον, εις ύψος υπέρ μέτρον·
τετρακοσίων ευρίσκετον οργυιών εις το ύψος·
εκεί απάνω εκάθισε τον Ιλιούν εκείνον,
ως ίνα τον εβλέπουσιν απ’ όλην τους την χώραν.
Τινάς ουδέν τον έβλεπε, να μηδέν λέγη ευθέως
εις τα σύγνοφα έφθανε και εκρέμετον εξ αύτα.
Όταν αποπληρώθηκε, μεγάλον θαύμα ήτον·
εικόνας έστησε χρυσάς επάνωθεν των πύργων
και εκ τα παλάτια τα υψηλά έστησεν εκ καθένα.
Ένα παλάτιν έποικε λόγου του ο βασιλέας,
μάρμαρον άσπρον, φωταυγούν, έβενον τορνεμένον·
το σκέπασμα, το πέτασμα, τίς να το καταλέξη;
Τόσα ήτον πανεξαίρετον και από μεγάλης τέχνης·
λιθάρια πολυτίμητα τόπον εκ τόπου βάνει.
Μαργαριτάριν έκλαμπρον έλαμπε το παλάτιν·
την νύκταν αν το έβλεπες έφεγγεν ως ημέρα
από τους λίθους τούς πολλούς οπού ήσαν λυχνιτάρια.
Εις έναν τόπον έποικε θρόνον του ο βασιλέας,
και τούτον πανεξαίρετον, χρυσάφι χρυσωμένον·
το γύρον θρόνους έποικεν, όλους με το μουσείον.
Εις άλλον μέρος έποικεν εύμορφον θυσιαστήριν
εις την τιμήν και όνομα εκείνου οπού ελέγαν
ότι έν’ θεός μεγαλώτερος από τους άλλους όλους·
Ιουπιτής ελέγετον, πολλά τον ετιμούσαν.
Τόσον χρυφάσιν έβαλεν ο Πρίαμος εκείσε
όσον, ελπίζω, το ήμισυ τινάς ου μη αριθμήση.
Μεγάλον θάρρος είχασιν εις τον θεόν εκείνον
ότι τινάς μη δυνηθή τάχα να τους νικήση·
εκείνον εθαρρούσασιν ίνα τους διαφυλάττη,
αλλ’ ήτον το μελλόμενον αλλέως, ως εικάζω.
Όταν δε εκατώρθωσε και επλήρωσε τους τοίχους,
έκλεισε τα τειχώματα από έν μέρος εις άλλον.
Έξ μόνον πόρτας έποικαν εις όλην την Τρωάδαν·
Ανθενωρίδα ήκουεν η μία, και η άλλη πάλιν,
οπού ήτον πλέον σιμότερον, ήκουε Δαρδανίδα·
Ιλία η τρίτη ελέγετον, η τετάρτη Κηδία,
Τυμβρία η πέμπτη ελέγετον, η έκτη Τροιανία.
Είχασι πύργους φοβερούς επάνωθεν αι πόρται,
τινά να μη φοβίζωνται ή πόλεμον ή μάχην.
Είχεν η πόρτα η κάθε μία φύλαξιν, ως ανέγνων,
πλέον των χιλίων, εγνώριζε, καλών καβαλλαρίων.
Αφού τα πάντα εγίνησαν, εξώρθωσαν την Τροίαν,
χαράν μεγάλην είχασι μικροί τε και μεγάλοι·
πολλά παιγνίδια ευρήκασιν, έπαιζαν, εχαιρόνταν.
Είχαν πολλήν τερπνότητα, †αν είχαν απετάσθαι†,
αλλά το μέλλον παρελθείν ουκ έμελλεν, ω φίλοι·
πολλοί υπάν να εκδικηθούν, ως λέει δημώδης λόγος,
οπού το ενάντιον έρχεται και χάνουν τα κορμία τους.
Άλλος λάκκον ανέσκαψε να βάλη άλλον να χώση,
οπού εκείνος έπεσεν, εχώσθηκεν ατός του.
Λοιπόν και την εξήγησιν άρχομαι να σας λέγω,
το πώς και τί γεγόνασι τα τείχη της Τρωάδος
και πώς το τέλος έπαθε χείρον παρά της πρώτης·
αρχήν και νυν απάρξομαι περί δε του Πριάμου.

Αρχή της δευτέρας μάχης Ελλήνων και Τρώων
[...]
(στ. 1567–1624)
Ο Έκτωρ απεκρίθηκεν, ως φρόνιμος τον είπε:
«Δέσποτα», λέγει, «βασιλεύ, εγώ δούλος και υιός σου,
όλα σου τα θελήματα ετοίμως να τα ποίσω.
Εις την τιμήν και δόξαν σου και νίκην των εχθρών σου,
εις των θεών το θέλημα, ελπίζω μη αστοχήσω·
ελπίζω την εκδίκησιν να πάρω εκ τους εχθρούς μας.
Πολλά με φαίνεται βαρύν όταν αργούμεν τόσα,
άρματα ουδέν βαστάζομεν επάνω των εχθρών μας.
Ήθελα εδά να ευρέθηκα εις συμπλοκήν αντάμα,
να εδοκιμάσθηκα καλά, να έδειξα ανδραγαθίαν.
Τούτο και μόνον σκόπιζε πώς να το επιχειρήσης,
τέτοιαν αρχήν την σκόπησε να έχης καλόν το τέλος.
Ο λόγος <ο> επιχώριος λέγει και συντυχαίνει:
Κάλλιον να μη επεχείρησεν οπού κακά πληρώνει.
Οι Έλληνες κυριεύουσι πολύν μεγάλον κόσμον·
πολλήν έχουν την δύναμιν, πολλήν την παρρησίαν·
ος μάχην με τους Έλληνας θελήση διά ν’ αρχίση
πολλήν θέλει την δύναμιν, πολλήν και την ανδρείαν·
εις την Ευρώπην, ήξευρε, ευρίσκονται, ως εικάζω,
οι κάλλιοι καβαλλάριοι οπού εις τον κόσμον είναι·
όλους να τους καλέσωσιν εις βοήθειαν του φουσσάτου,
από την γην, την θάλασσαν όλοι να καταλάβουν,
οπού έν’ το τρίτον, γνώριζε, λέγουν όλου του κόσμου.
Ωσαύτως εις την Ζαϊδάν είναι τέτοιοι στρατιώται·
άλλην όρεξιν ή βουλήν ου χρήζουσι του κόσμου,
μόνον το καβαλλίκευμα και διά να πολεμούσι.
Πλέον αγαπούν τον πόλεμον παρά κανένα πράγμα·
νύκταν και ημέραν πόλεμον γυρεύουν εις τον κόσμον·
αγάπην ουδέν θέλουσιν, όλοι μετ’ αύτους είναι» …
«Δέσποτα», λέγει, «βασιλεύ, αν θέλης να με ορίσης,
μετά χαράς ορέγομαι να υπάγω εις την Ελλάδα.
Καβαλλαρίους ευγενικούς έχω πολλούς και ανδρείους·
εμπρός παρά να μάθωσιν οι Έλληνες το πράγμα,
ζημίαν μεγάλην, ήξευρε, να ποίσωμεν προς αύτους».
Ευθέως απεκρίθηκε Δηίφοβος τον Πάριν:
«Όλον εκείνο αρέσει μου, τό είπε διά να ποίση,
και τίποτε παράλογον ουκ έχει αντιλογίας.
Αν ηθελήση να βαλθή ο Πάρις να υπάγη,
ζημίαν να ποίση μέγιστον πάντων των Ελληνίδων·
θέλων και μη βουλόμενοι, αγάπην να ζητήσουν,
την θείαν μου να στρέψωσιν διχώς αμφιλογίας.
Τα κάτεργα διορθώσετε, γοργόν ας υπαγαίνουν».
Απ’ αύτου πάλε εσύντυχεν ο Ελενής ο μάντις:
«Πάρι, αυτάδελφε, υιέ Πριάμου βασιλέως,
έμπροσθεν του δεσπότου μας, κυρίου και πατρός μας,
λέγω σας την αλήθειαν τήν λέγουν οι πλανήτες·
ηξεύρω να μαντεύωμαι· εταίρον <μου> ου μη εύρης.
Πολλά πράγματα εμάντευσα, οπού όλα αληθινεύσαν.
Τούτο και μόνον γνώριζε, δι’ αλήθειαν σας το λέγω,
εάν Πάρις εκ τους Έλληνας γυναίκα υπά να πάρη,
όλοι οι Έλληνες ως εν ριπή εδώ να καταλάβουν,
τον Ιλιούν να ρίψωσι, παλάτια και τους πύργους
όλους εις γην να ρίψωσι μέχρι των θεμελίων,
τους συγγενείς, τους γείτονας όλους να κατακόψουν.
Και αν έναι ψέμα τό λαλώ, δίχως ελεημοσύνης
θέλω <διά> να με πνίξετε μέσω δε της θαλάσσης·
διά τούτο λέγω, αν θέλετε, να παύση ετούτη η στρατεία·
ζημία μεγάλη πρόκειται εάν τούτο επιχειρήσης».
[…]

[…]
(στ. 1943–1969)
Η νύκτα εδιέβηκεν, έφθασεν η ημέρα,
πανεύμορφη, καλούτσικη, λαμπρώς ηγλαϊσμένη.
Ο Πάρις εσηκώθηκεν, ευθύς καβαλλικεύουν·
εκίνησαν, εδιέβησαν μετά χαράς μεγάλης.
Ο Πάρις εκ το χέριν της εκράτει την Ελένην·
τα κάλλη του προσώπου της αστράπτουσι τον τόπον.
Ο Πρίαμος εξέβηκεν, εσυναπάντησε τους·
χαράν μεγάλην έποικεν ο βασιλεύς του Πάρι·
τα κούρση όλα τού έδειξαν, τας φυλακάς ωσαύτως,
Ελένην την εξαίρετον· όλα τού επροσκομίσαν.
Εκείνος ευχαρίστησεν όλους, μικρούς, μεγάλους·
χαράν μεγάλην έχαιρεν ως είδε τους υιούς του·
εθάρρει και την άλλαξιν να ποίση της Ελένης,
την αδελφήν του Εσιονάν να αλλάξη μετ’ εκείνην.
Ο Πάρις αφηγήθηκε πάντα του βασιλέως,
πώς έποικαν, πώς έδειξαν, καταλεπτώς του είπε.
Και εις την Τροίαν έφθασαν, χαράν μεγάλην έχουν.
Τους γάμους εξωρθώσασι του Πάρι και Ελένης·
οκτώ ημέρας εκράτησεν ο γάμος και η χαρά τους.
Εάν όλοι εχαιρόντησαν, η μάντισσα Κασσάνδρα
ποτέ χαράν ουκ έκαμνεν αλλά πόνους και θλίψεις·
συχνώς αναθεμάτιζεν Ελένην την ωραίαν:
«Κακούς γάμους εποίησαν οι Έλληνες της Τροίας,
όπου έως τα θεμέλια την θέλουσι χαλάσει».
Τόσα έλεγε, τόσα έποικε νύκτα και την ημέραν,
ο βασιλεύς ωργίσθη την, κλει την εις έναν πύργον·
ποτέ του ουδέν την έβγαλεν έως αλώθη η Τροία.
[…]

Η σύναξις των Ελλήνων εις τας Αθήνας
[…]
(στ. 2407–2437)
Χαράν μεγάλην είχασι, πολλά τον αγαπούσαν.
Ηθέλησαν, εσέβησαν να πλεύσουν προς την Τροίαν,
αλλ’ ευθύς εσηκώθηκεν άνεμος κατεπάνω,
ποσώς ουδέν τους άφηνε να πιάσωσι την στράταν.
Και τον Καλκάν ηρώτησαν πώς έν’ το πράγμα τούτο.
Εκείνος εκ της τέχνης του ήρξατο να γυρεύη
το πώς ήλθεν ο άνεμος ο δύσκολος εκείνος·
τόσα έποικε προς τους θεούς, είπασί του το πράγμα.
Τους βασιλείς εμήνυσεν, ήλθασιν έμπροσθέν του:
«Άρχοντες, εγνωρίζω το, πώς έν’ το πράγμα τούτο·
ολίγον πολλά έλειψε του να μηδέν παιχθούμεν
που υπάμε απροσερώτητα εκ της θεάς Διάνας·
διά τούτο μας εχόλιασε, κάμνει κακοταρίαν·
ποτέ της γαληνότηταν η θάλασσα να μην έχη,
έως να έλθη το θέλημα και αρεστόν Διάνας.
Λοιπόν τώρα ας υπάγωμεν όλοι μας εις Αλίδαν·
εκεί θυσίαν να ποίσωμεν της θεάς της Διάνας.
Ο Αγαμέμνων βασιλεύς και πάντων ο κατάρχης
ατός του με τας χείρας του να ποίση την θυσίαν.
Τότε, πληροφορήθητι, καλός καιρός να γένη
και μετά πάσης της χαράς να φθάσωμεν την Τροίαν».
Άργηταν ουδέν κάμνουσιν, έφθασαν την Αλίδαν.
Ο Αγαμέμνων έθυσε θυσίαν της Διάνας
μετά πολλής της συντριβής και ταπεινοφροσύνης·
εποίκαν την αγάπην τους, καλός καιρός τούς ήλθε,
οίον δε τον ηθέλασιν εις πάσαν θέλημάν τους·
και εις τα ξύλα εσέβησαν, εκίνησαν, υπάγουν.
Πρόβοδον είχασι καλόν, τον Φιλοθέτην λέγω,
οπού είχεν εμπρωτύτερα υπάγει εις την Τρωάδα,
όταν την εκατέλυσαν οι Έλληνες το πρώτον·
γέρων ευρίσκετον πολλά, λευκόθριξ εκ το γήρας.
[…]

Θάνατος βασιλέως Πρωθεσελάου παρά του Εκτόρου
[…]
(στ. 3163–3195)
Ο Έκτως απεδιέβαινε, τας ρέντας διαχωρίζει·
γυμνόν εκράτει το σπαθίν, κόπτει όσους και αν φθάνη.
Γοργόν τον εγνωρίσασι, φεύγουν απ’ έμπροσθέν του,
ώσπερ πρόβατα φεύγουσιν ενώπιον του λύκου·
πολλά γοργόν τον έμαθαν, ακριβά τ’ αγοράζουν.
Έως ου εις την συμπλοκήν εμάχετον ο Έκτωρ,
οι Τρώες το νίκος είχασιν επάνω των Ελλήνων·
όταν δε αγανάκτιζεν, έβγαινε από την μάχην,
τότε πάλιν οι Έλληνες ετρόπευαν τους Τρώας.
Οκτώ φοράς εσέβηκεν εκείνην την ημέραν
οπού ζημίαν έκαμεν ετότε των Ελλήνων.
Όταν δε εκατέλαβεν ο βριαρόχειρ γίγας,
λέγω σας δε ο Αχιλλεύς ο θαυμαστός, ο μέγας,
με τρισχιλίους ήρωας, όλους καλοφαράτους,
αργά απεδά ευρίσκετον, επλήρωνε η ημέρα.
Οι Τρώες εδιώχνασι τους Έλληνας εις άμμον.
Τροπευμένους τους Έλληνας εύρεν ο Αχιλλέας.
Οι Τρώες ουκ εγνώριζαν τον Αχιλλέα τίς ένι·
εκατόν τους απέκτεινεν έως ου τον εγνωρίσουν.
Αφού δε τον εγνώρισαν, ρέτενον ου κρατούσιν,
καν θέλουν καν μη θέλουσι, στρέφονται εις την πόλιν·
ούτως ως λύκον άγριον φεύγουν απ’ έμπροσθέν του.
Πολλοί τον εδοκίμασαν, κακά τους απεξέβη·
έως την πόρταν διώχνει τους κρατώντα το σπαθίν του.
Θαύμα έποικεν ο Αχιλλεύς εκείνην την ημέραν,
ότι πολλά εφοβήθησαν όσοι και αν τον εβλέπαν·
οι Τρώες ετροπεύθησαν, εισήλθον εις την πόλιν.
Τινάς ουδέν απέμεινεν έξωθεν της πολέου·
φόβον θανάτου είχασιν, εισήλθασιν απέσω.
Εις την πόρταν εγίνετον μεγάλη πελελία·
η νύκτα τους εχώρισε, στρέφονται εις το φουσσάτον.
Καλά το εποίκαν οι Έλληνες εκείνην την ημέρα·
πολύν λαόν εχάσασι, αλλ’ ούτως έν’ το πράγμα.
[…]

Benoît de Sainte-Maure. 1996. Ο πόλεμος της Τρωάδος. Επιμ. Μ. Παπαθωμόπουλος & E. M. Jeffreys. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.