Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Bertold Brecht

Αντιγόνη

Μετάφραση: Αλέξης Σολομός

(απόσπασμα)

ΧΟΡΙΚΟ Α΄

ΓΕΡΟΝΤΕΣ
Υπάρχουν πολλά θαύματα στον κόσμο —
μα δεν υπάρχει πιο μεγάλο θαύμα από τον άνθρωπο.
Όταν φυσάει ο χειμωνιάτικος νοτιάς
τα μανιασμένα πέλαγα αρμενίζει με τα καράβια του.
Και τη Θεά την πιο τρανή, τη Γη,
τη σκίζει κάθε χρόνο με τ’ αλέτρι του
κι όλα της παίρνει τ’ αγαθά της.
Το φτερωτό το γένος τ’ ουρανού το αιχμαλωτίζει
και τ’ άγρια τα θεριά τα κυνηγά, και το λαό,
που κολυμπάει βαθιά στη Μαύρη Θάλασσα,
με δίχτυα τον σκλαβώνει. Περνάει το χαλινάρι στ’ ανυπόταχτο άλογο
και τον βουνίσιο ταύρο κάνει να σκύψει στο ζυγό.
Έφτιαξε γλώσσα για να μιλάει,
κατέχει το γοργοπέταμα της σκέψης,
κι έχει θεμελιώσει
τους νόμους που διευθύνουνε τα κράτη.
Ξέρει ακόμα να φυλάγεται απ’ το κρύο κι απ’ τη βροχή.
Όλα τα ’χει μάθει και σε πολλά είναι δάσκαλος.
Δεν σταματάει ποτέ. Παντού τα καταφέρνει.
Αδύνατο δεν είναι τίποτα γι’ αυτόν.
Κι όμως, υπάρχουν όρια που χαράχτηκαν —
κι όποιος καμώνεται πως δεν τα ξέρει,
τον ίδιο τον εαυτό του χαντακώνει.
Συχνά, όπως δαμάζει τον ατίθασο τον ταύρο, έτσι στους συνανθρώπους του
πασχίζει να φορέσει το ζυγό, μα εκείνοι
με μιαν ορμή τον ξεκοιλιάζουν.
Σα θέλει να υψωθεί, πάνω στους όμοιούς του
δίχως συμπόνια θα πατήσει. Ξέρει
πώς το στομάχι του μονάχος δε γεμίζει.
Κι ωστόσο γύρω από το σπίτι του, χτίζει έναν τοίχο.
Να γκρεμιστούν οι τοίχοι! Οι στέγες ν’ ανοιχτούνε στη βροχή!
Τί σημαίνει να ’σαι άνθρωπος, ο άνθρωπος το λησμονάει.
Και μένει πάντα του ένα θαύμα, μα είναι ένα τέρας θαυμαστό.

ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ
Θέλει άραγε ο Θεός να μας δοκιμάσει;…
Την ξέρω αυτήν που έρχεται δώθε… Ας μην ήταν αυτή…
Αντιγόνη, άμοιρη κόρη του άμοιρου Οιδίποδα, ποιά δύναμη σε κυβερνά;
Πού σε φέρνει — εσένα, που το νόμο του Κράτους δε σεβάστηκες;…

(Μπαίνει ο Φύλακας με την Αντιγόνη.)

ΦΥΛΑΚΑΣ
Αυτή είναι! Αυτή το ’κανε! Αυτήνε πιάσαμε
να ρίχνει χώμα πάνω στο νεκρό.
Ο Κρέοντας πού ’ναι;

ΓΕΡΟΝΤΕΣ
Νά τον που βγαίνει απ’ το παλάτι.

(Ο Κρέων μπαίνει.)

ΚΡΕΩΝ
Αυτή μου φέρνεις; Πού την έπιασες;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Αυτή ’ναι που ’ριξε το χώμα. Τώρα το ξέρεις.

ΚΡΕΩΝ
Τα λες σταράτα. Μα την είδες με τα μάτια σου;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Ναι, έριχνε χώμα πάνω στο κουφάρι,
ενάντια στη δικιά σου διαταγή.
Τώρα που η τύχη είναι μαζί μου, μιλάω πιο καθαρά.

ΚΡΕΩΝ
Πες μου τα όλα.

ΦΥΛΑΚΑΣ
Κλαψούριζε κειδά, δίπλα στο πτώμα
και χώμα του ’ριχνε —από στάμνα— τρεις φορές.
Σαν τη γραπώσαμε, φόβο δεν έδειξε καθόλου.
Τις κατηγορίες που της κάναμε δε τις αρνήθηκε,
μόνο στεκότανε κειδά μπροστά μας,
σα γελαστή κι αντάμα πικραμένη.

ΚΡΕΩΝ
Ομολογείς πως το ’κανες ή αρνιέσαι;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δεν αρνιέμαι, ομολογώ πως το ’κανα.

ΚΡΕΩΝ
Πες μου, δίχως πολλά λόγια:
ήξερες τα όσα εγώ προκήρυξα στη χώρα
για τούτον το νεκρό;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Πώς να μην τα ξέρω; Ξεκάθαρα ήταν.

ΚΡΕΩΝ
Και τόλμησες να παραβείς τις διαταγές μου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Γιατί ήταν διαταγές δικές σου, διαταγές θνητού. Ένας
θνητός μπορεί να τις πατήσει. Κι όπως εσύ, είμαι κι
εγώ θνητή —πιο θνητή μάλιστα από σένα— μα όχι για πολύ.
Να πεθάνω πριν την ώρα μου —γιατί το ξέρω πως θα γίνει—
είναι καλό για μένα. Για τους δυστυχισμένους
ο θάνατος είναι ευλογία Θεού. Μα αν άφηνα
τον αδερφό μου δίχως μνήμα, η ζωή μου θα ’ταν
ατέλειωτο μαρτύριο. Την τιμωρία μου άφοβα προσμένω.
Άθαφτο να μένει ένα κορμί ανθρώπινο δε θέλουν οι θεοί.
Κι αν με θαρρείς τρελή, που το θυμό τους σκιάζομαι
κι όχι το δικό σου, μάλλον εσύ παραλογίζεσαι.

ΚΡΕΩΝ
Και το πιο σκληρό μέταλλο λιώνει στη φωτιά.
Αυτό το ξέρουμε όλοι. Μα η γυναίκα τούτη —
τούτη που βλέπετε— καταπατάει,
λες με χαρά
τους εθνικούς μας νόμους. Κι έχει διπλό το θράσος
να κάνει κείνο που έκανε κι ύστερα να κομπάζει.
Αυτό είναι που μισώ: να πιάνεις κάποιονε στα πράσα,
και αυτός να κοκορεύεται!…
Δε θέλω, ωστόσο, μια συγγένισσά μου
να την καταδικάσω αναπολόγητη. Γι’ αυτό και σε
ρωτώ:
δέχεσαι για κείνο που ’κανες κρυφά, μα βγήκε πια στη φόρα,
μετάνοια να δηλώσεις μπρος απ’ όλο το λαό
και να γλιτώσεις έτσι μια τιμωρία σκληρή;
(Παύση.)
Γιατί είσαι τόσο πεισματάρα;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Για παράδειγμα στους άλλους.

ΚΡΕΩΝ
Τη ζωή σου εξουσιάζω — δε σε νοιάζει;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Θα με σκοτώσεις. Τί πιο πολύ μπορείς;

ΚΡΕΩΝ
Τίποτα πιο πολύ. Μου φτάνει.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Λοιπόν, τί περιμένεις; Ό,τι κι αν πεις, δεν θα μ’ αρέσει,
κι ούτε ποτέ θα γίνω εγώ για σένα ευχάριστη.
Άλλοι, ωστόσο, χαίρονται για ό,τι έκανα.

ΚΡΕΩΝ
Α, ώστε υπάρχουν κι άλλοι,
που έχουν τις δικές σου ιδέες;…

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Όσοι έχουν μάτια βλέπουν το κακό,
και τους πονάει.

ΚΡΕΩΝ
Δεν ντρέπεσαι να τους δανείζεις τις παλάβρες σου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Έθιμο δεν είναι, να τιμάμε εκείνους που ’χουν το αίμα μας;

ΚΡΕΩΝ
Κι εκείνος που ’πεσε στη μάχη για τη χώρα του, δεν είχε το ίδιο αίμα;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ναι, είχε το ίδιο. Βλαστάρι από μια ρίζα.

ΚΡΕΩΝ
Κι αυτός, που διάλεξε να σώσει τη ζωούλα του, αξίζει όσο κι ο άλλος, στα δικά σου μάτια;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δεν ήταν σκλάβος σου. Κι ούτε αδερφός μου έπαψε να ’ναι.

ΚΡΕΩΝ
Σωστά! Αφού για σένα, ιερόσυλος ή όχι, το ίδιο κάνει.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Άλλο να σκοτωθεί για την πατρίδα του κι άλλο για σένα.

ΚΡΕΩΝ
Βρισκόμαστε σε πόλεμο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ναι — πόλεμο δικό σου.

ΚΡΕΩΝ
Για την πατρίδα μας.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Για την κατάχτηση μιας ξένης χώρας.
Δε σου ’φτανε που πήρες απ’ τ’ αδέρφια μου την εξουσία,
κι έκανες χτήμα σου τη Θήβα — τη χώρα αυτή,
που ’ταν τόσο γλυκό να ζει κανένας,
κάτω απ’ τα δέντρα, φόβος μη ξέροντας τί πάει να πει.
Τους έσυρες σε πόλεμο ενάντια στο Άργος
και, με δικιά σου διαταγή, της αθώας εκείνης χώρας
έγινε ο ένας μακελάρης — κι ο άλλος
έμαθε τί είναι φόβος. Και τώρα εκμεταλλεύεσαι
το ξεσκισμένο του κορμί, σαν σκιάχτρο στο λαό σου.

ΚΡΕΩΝ
Μην της μιλήστε, μήτε λέξη, όσοι αγαπάτε τη ζωή σας!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Κι εγώ σας λέω: στη συμφορά βοηθάτε με —
κι έτσι τους ίδιους του εαυτούς σας θα βοηθήστε.
Όποιος διψά για εξουσία, πίνει νερό αλμυρό,
και τίποτα δεν ξεδιψάει τη λύσσα του.
Χτες ο αδερφός μου, σήμερα εγώ…

ΚΡΕΩΝ
Ποιός θα τη βοηθήσει; Περιμένω.

(Οι Γέροντες μένουν αμίλητοι.)

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σωπαίνετε… Ώστε δέχεστε…
Κανένας δεν θα το ξεχάσει.

ΚΡΕΩΝ
Είναι προβοκάτορας! Κείνο που θέλει
είναι να σπείρει τη διχόνοια!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Εσύ για μόνιασμα μιλάς — εσύ.
που απ’ τη διχόνοια ζεις;

ΚΡΕΩΝ
Τάχα διχόνοια λες τον πόλεμο
και τη λαμπρή μας νίκη πάνω στ’ Άργος;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Κι αυτό. Γιατί όχι;
Όποιος με τη βία φέρνεται στους άλλους,
με τη βία θα φερθεί και στους δικούς του.

ΚΡΕΩΝ
Τούτη η κοπέλα, μα το Θεό, θα ’θελε ψόφιο να με δει!
Κι αν, τη χώρα μας, κομματιασμένη
απ’ τους εμφύλιους τσακωμούς, την καταπιεί
μια ξένη δύναμη;… Ετούτο δε σε νοιάζει;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τα ίδια ρητορεύουν όλοι οι κυβερνήτες!
«Οι εμφύλιοι τσακωμοί θα ’ναι ο χαμός του τόπου
κι οι οχτροί, εξαιτίας τους, θα βγούνε κερδισμένοι!…»
Κι ο λαός τα χάβει και προσφέρει θύματα,
κι η χώρα τέλος πέφτει, αποδεκατισμένη,
στα χέρια αυτού του οχτρού.

ΚΡΕΩΝ
Παραμιλάς;… Θα στείλω εγώ τη χώρα στο χαμό της;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Μονάχη της θα πάει. Γιατί μπροστά σου σκύβει.
Κι ο σκυμμένος δεν βλέπει αυτόν που ορμά.
Βλέπει μονάχα χώμα — το χώμα που θα τον δεχτεί.

ΚΡΕΩΝ
Προσβάλλεις τώρα, αδιάντροπη
και το ιερό το χώμα της πατρίδας!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Πόνος και κούραση, αυτό είναι η γη μας.
Το χώμα και το σπίτι μας μονάχα δεν είναι η πατρίδα.
Η γη που βρέξαμε με ιδρώτα,
το σπίτι μας, π’ αφήσαμε να καίγεται,
ο τόπος όπου σκύψαμε με υποταγή
δεν είναι αυτά μονάχα
που ονομάζει ο άνθρωπος πατρίδα.

ΚΡΕΩΝ
Εσένα, μια φορά, η πατρίδα σ’ αποκήρυξε,
σα μίασμα βλαβερό και σιχαμένο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ποιοί μ’ αποκήρυξαν; Εδώ κάθε μέρα
λιγοστεύουν οι άνθρωποι. Γιατί γύρισες μόνος;
Σαν άρχισε η εκστρατεία, είσαστε πολλοί.

ΚΡΕΩΝ
Τί έχεις το θράσος να υπονοείς;…

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Πού είναι τα παιδιά κι οι άνδρες;
Δεν θα γυρίσουν;

ΚΡΕΩΝ
Με τί δόλο, ακούστε, δουλεύει το μυαλό της!
Όλοι το ξέρουν, πως έχω αφήσει το στρατό
να καθαρίσει το πεδίο της μάχης —
για να μην παραλείψει ούτε ένα λάφυρο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Για να μην παραλείψει ούτε ένα έγκλημα!
Έτσι που πια, οι πατεράδες να μη γνωρίζουν τα παιδιά τους,
βλέποντάς τα σφαγμένα σαν τ’ αγρίμια.

ΚΡΕΩΝ
Ακούτε! Βρίζει τους νεκρούς μας!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Άνθρωπε άμυαλε! Πώς να με νιώσεις!

ΓΕΡΟΝΤΕΣ
Μην την ξεσυνερίζεσαι, η συμφορά της φταίει.
Κι εσύ, θεοπάλαβη, δεν πρέπει να ξεχνάς,
όσος κι αν είναι ο πόνος σου,
τη νίκη μας ετούτη, την περίλαμπρη!

ΚΡΕΩΝ
Την ξέχασε κιόλας. Δε σέβεται τίποτα.
Ούτε κι αυτόν το θείο νόμο του Κράτους.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Πήρα μονάχα ό,τι μου ανήκε, τίποτα ξένο.
Όσο για το νόμο του Κράτους, μπορεί να ’ναι θείος
για σένα, γιε του Μενοικέα.
Μα εγώ θα προτιμούσα να ’ταν ανθρώπινος.

ΚΡΕΩΝ
Φτάνει πια! Μ’ αυτό που έκανες, έγινες οχτρός μας —
κι οχτρός όλων αυτών που είναι εκεί κάτω—
όπως κι ο άναντρος που δίκαια τιμωρήσαμε
είναι απαρνημένος απ’ όλους τους νεκρούς.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δεν ξέρεις. Μπορεί εκεί κάτω
να ισχύουν άλλοι νόμοι.

ΚΡΕΩΝ
Άνθρωπο μισητό, δεν μας τον κάνει αγαπητό ούτε ο θάνατος.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σωστά. Κι εγώ γεννήθηκα για ν’ αγαπώ,
κι όχι για να μισώ.

ΚΡΕΩΝ
Σύρε λοιπόν στον άλλον κόσμο ν’ αγαπήσεις!
Εσύ κι οι όμοιοί σου δεν χρειάζεστε εδώ.

(Μπαίνει η Ισμήνη.)

ΓΕΡΟΝΤΕΣ
Έρχεται η Ισμήνη — η Ισμήνη η καλόγνωμη,
π’ αγαπά την ειρήνη. Δάκρυα κυλάνε
στα χλωμά της μάγουλα.

ΚΡΕΩΝ
Έλα, κόπιασε, πάντα ζαρωμένη
σε κάποια γωνιά του σπιτιού!
Δυο τέρατα έθρεψα, δυο δίδυμες οχιές.
Στάθηκες συνεργός στο κρίμα της ταφής,
ή είσαι αθώα — λέγε!

ΙΣΜΗΝΗ
Αν ομολόγησε η αδερφή μου, είμαι ένοχη κι εγώ.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Η αδερφή σου δεν το δέχεται.
(Στον Κρέοντα.)
Δε θέλησε να πάρει μέρος, δεν την ανάγκασα.

ΚΡΕΩΝ
Λογαριασμός δικός σας. Εγώ θέλω μια απάντηση.

ΙΣΜΗΝΗ
Η αδερφή μου βρίσκεται σε κίνδυνο.
Γι’ αυτό και την παρακαλώ να με δεχτεί κοντά της.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Μάρτυρες έχω τους νεκρούς, κι ούτε αγαπώ τους
πρόθυμους στα λόγια, μα όχι στα έργα.

ΙΣΜΗΝΗ
Καρδιά δισταχτική στην επανάσταση
γίνεται αδίσταχτη, καμιά φορά, στο θάνατο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Μη σφετερίζεσαι μια μοίρα όχι δική σου.
Ο θάνατός μου είναι αρκετός.

ΙΣΜΗΝΗ
Σ’ αγαπώ, αδερφή μου — κι ας μ’ αποδιώχνεις. Σαν
χάσω εσένα, ποιόν θα ’χω ν’ αγαπώ;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τον Κρέοντα. Εγώ σ’ αφήνω γεια.

ΙΣΜΗΝΗ
Γιατί δεν στάθηκα κοντά σου, όταν το γύρεψες για σένα
δεν υπάρχω πια; Αυτό δεν είναι;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Κάνε κουράγιο, Ισμήνη μου, και ζήσε.
Εγώ δε νιώθω πια εδώ μέσα μου ζωή.
Η μόνη μου ελπίδα, να δικαιώσω τους νεκρούς.

ΚΡΕΩΝ
Είναι κι οι δυο τους θεοπάλαβες. Η μια
έγινε τώρα, η άλλη ήτανε πάντα.

ΙΣΜΗΝΗ
Δεν μπορώ να ζήσω, χωρίς αυτήν!

ΚΡΕΩΝ
Και ποιός μιλάει γι’ αυτήν; Έπαψε πια να υπάρχει.

ΙΣΜΗΝΗ
Αυτήνε π’ αγαπάει ο γιος σου θα σκοτώσεις;

ΚΡΕΩΝ
Πολλά χωράφια βρίσκεις για όργωμα.
Εσύ, ετοιμάσου για το θάνατο. Και μάθε
ποιάν ώρα θα ’ρθει: όταν η Θήβα ολάκερη
θα ’χει μεθύσει; και θα χορεύει ξέφρενη
στη γιορτή του Βάκχου. Και τώρα, παρ’ τε τις!

Bertold Brecht. 1995. Αντιγόνη. Μετ. Αλέξης Σολομός. Αθήνα: Δωδώνη. Τίτλος πρωτοτύπου: Die Antigone des Sophokles (1948).