Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Jean Anouilh

Αντιγόνη

Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης

(απόσπασμα)


[…]

(Βγαίνουν οι φρουροί με το παιδόπουλο μπρος. Ο Κρέων και η Αντιγόνη είναι μόνοι, "ενώπιος ενωπίω")


ΚΡΕΩΝ

Μίλησες σε κανένα για το σχέδιό σου;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Όχι.


ΚΡΕΩΝ

Αντάμωσες κανένα στο δρόμο;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Κανέναν.


ΚΡΕΩΝ

Είσ’ απόλυτα βέβαιη;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ναι.


ΚΡΕΩΝ

Τότε, άκουσε: Θα γυρίσεις στο δωμάτιό σου, θα πέσεις στο κρεβάτι σου, θα πεις πως είσαι άρρωστη, πως δεν βγήκες καθόλου από χτες. Το ίδιο θα πει κι η παραμάνα σου. Τους τρεις αυτούς θα τους εξαφανίσω.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Γιατί; Αφού ξέρετε καλά πως θα ξαναπάω εκεί κάτω.


(Παύση, κοιτιούνται).


ΚΡΕΩΝ

Γιατί προσπάθησες να θάψεις τον αδερφό σου;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Έπρεπε.


ΚΡΕΩΝ

Το είχα απαγορεύσει.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(Μαλακά). Κι όμως έπρεπε… Αυτοί που μένουν άθαφτοι περιπλανιώνται αιώνια, χωρίς να βρίσκουν ανάπαυση. Αν ο αδερφός μου ζούσε και γύρναγε κατακουρασμένος απ’ το κυνήγι, θα του έβγαζα τις μπότες του, θα του ετοίμαζα το φαΐ του, θα του έφτιαχνα το κρεβάτι του… Ο Πολυνείκης σήμερα τέλειωσε το κυνήγι του, γυρίζει στο σπίτι όπου ο πατέρας μου κι η μητέρα μου κι ο Ετεοκλής ακόμα, τον περιμένουν. Έχει δικαίωμα ν’ αναπαυτεί.


ΚΡΕΩΝ

Ήταν επαναστάτης και προδότης, και το ξέρεις.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ήταν αδερφός μου.


ΚΡΕΩΝ

Δεν άκουσες τους κήρυκες να διαλαλούν τη διαταγή μου στα σταυροδρόμια; Δεν την διάβασες σ’ όλους τους τοίχους της πόλης;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ναι.


ΚΡΕΩΝ

Δεν ήξερες τί τιμωρία περιμένει όποιον θα τολμούσε να παρακούσει, όποιος κι αν ήταν;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ήξερα.


ΚΡΕΩΝ

Νόμισες, ίσως, πως επειδή ήσουνα κόρη του Οιδίποδα, κόρη της περηφάνιας του Οιδίποδα, θα μπορούσες ν’ αψηφήσεις τους νόμους;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Όχι.


ΚΡΕΩΝ

Οι νόμοι έγιναν για σένα προπάντων; Αντιγόνη. Οι νόμοι γίνονται προπάντων για τις κόρες των βασιλιάδων.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αν ήμουνα πλύστρα, πάνω στην μπουγάδα, την ώρα που άκουσα τη διαταγή, θα σκούπιζα τις σαπουνάδες απ’ τα χέρια μου και θα ’βγαινα με την ποδιά μου να θάψω τον αδερφό μου.


ΚΡΕΩΝ

Όχι. Αν ήσουνα πλύστρα, θα ήσουνα βέβαιη πως θα πέθαινες, και θα καθόσουν να κλαις τον αδερφό σου στο σπίτι σου. Όμως τώρα, σκέφτηκες, πως είσαι από βασιλική γενιά, ανιψιά μου κι αρραβωνιαστικιά του γιου μου, και πως, ό,τι κι αν γίνει, δεν θα τολμήσω να σε θανατώσω.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Κάνετε λάθος. Ίσα ίσα, ήμουνα βέβαιη πως θα με σκοτώνατε.


ΚΡΕΩΝ

(Την κοιτάζει και ψιθυρίζει άξαφνα). Η περηφάνια του Οιδίποδα. Είσαι η ίδια η περηφάνια του Οιδίποδα. Ναι, τώρα που την ξαναβρίσκω στο βάθος των ματιών σου, σε πιστεύω. Ήσουν βέβαιη πως θα σε θανατώσω. Και σου φαινόταν, αυτό, λύση πολύ φυσική για σένα, περήφανη! Το ίδιο και για τον πατέρα σου: δε λέω η ευτυχία —μ’ αυτόν δεν μπορούσε να γίνει λόγος για ευτυχία— μα η ανθρώπινη δυστυχία τού φαινόταν πολύ λίγη — τα ανθρώπινα σας στενεύουν εσάς, στην οικογένειά σας. Θέλετε να βρεθείτε αντιμέτωποι με τη Μοίρα και τον θάνατο. Και να σκοτώσετε τον πατέρα σας και να παντρευτείτε τη μητέρα σας και να τα μάθετε έπειτα όλα αυτά, αχόρταγα, λέξη με λέξη. Τί θαυμάσιο πιοτό, ε, τα λόγια που σας καταδικάζουν! Και τί διψαλέα που το πίνεις, άμα λέγεσαι Οιδίπους ή Αντιγόνη! Κι έπειτα, είναι απλούστατο να βγάλεις τα μάτια σου και να γυρνάς ζητιανεύοντας στους δρόμους… Ε, λοιπόν, όχι! Αυτοί οι καιροί περάσανε για πάντα. Η Θήβα χρειάζεται τώρα έναν ηγεμόνα χωρίς ιστορία. Εγώ ονομάζομαι Κρέων, δόξα τω Θεώ. Πατάω τα πόδια μου στη γη, έχω τα χέρια μου στις τσέπες, και μια κι είμαι βασιλιάς, αποφάσισα —λιγότερο μεγαλεπήβουλος από τον πατέρα σου— να κάνω ό,τι μού περνάει απ’ το χέρι, για να καταστήσω τον κόσμο ετούτον λιγότερο εξωφρενικό, αν είναι δυνατόν. Τίποτ’ άλλο. Δεν είναι, αυτό, ούτε περιπέτεια, καν! Είναι επάγγελμα, δουλειά για κάθε μέρα, κι όχι πάντα ευχάριστη — όπως όλες οι δουλειές. Αφού όμως βρέθηκα εδώ για να την κάνω, θα την κάνω… Κι αν αύριο κατέβει απ’ τα βουνά κανένας σκονισμένος μαντατοφόρος να μ’ αναγγείλει πως δεν είναι και πολύ βέβαιος για τη γέννησή μου, θα τον παρακαλέσω απλούστατα να πάει από κει που ’ρθε, και δε θα τρέξω για χάρη του να κοιτάξω τη θεία σου στα μάτια και ν’ αρχίσω να παραβάλλω ημερομηνίες. Οι βασιλιάδες έχουν κι άλλα πράγματα να σκεφτούν εκτός από τ’ ατομικά τους δράματα, μικρή μου. (Την ζυγώνει, την πιάνει απ’ το μπράτσο.). Λοιπόν, άκουσέ με. Είσαι η Αντιγόνη, είσαι κόρη του Οιδίποδα, έστω, είσαι όμως κι είκοσι χρονών και δεν πάει πολύς καιρός που όλη τούτη η ιστορία θα κανονιζόταν με ξερό ψωμί και δυο χαστούκια. (Την κοιτάει χαμογελαστός). Να σε θανατώσω; Δεν κοιτάχτηκες στον καθρέφτη, σπουργιτάκι! Είσαι πολύ αδύνατη. Δεν παχαίνεις καλύτερα λίγο, να κάνεις ένα γερό αγόρι στον Αίμονα; Η Θήβα το χρειάζεται πολύ περισσότερο απ’ το θάνατό σου, σε βεβαιώνω. Θα γυρίσεις αμέσως στην κάμαρά σου, θα κάνεις αυτό που σου είπα και δεν θα πεις λέξη. Για την εχεμύθεια των άλλων, αναλαμβάνω εγώ. Μπρος, πήγαινε! Και μην με κεραυνοβολείς έτσι με τη ματιά σου. Με θεωρείς χτήνος, σύμφωνοι, και θα σκέφτεσαι βέβαια πως είμαι πολύ πεζός. Ωστόσο, σ’ αγαπώ πολύ, μ’ όλο τον παλιοχαρακτήρα σου. Μην ξεχνάς πως εγώ σου χάρισα το πρώτο σου παιχνίδι — δεν είναι πολύς καιρός.


(Η Αντιγόνη δεν αποκρίνεται, κάνει να βγει. Τη σταματάει).


ΚΡΕΩΝ

Αντιγόνη! Εδώ είν’ η πόρτα της κάμαράς σου. Πού πας από κει;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(Στέκεται και του αποκρίνεται μαλακά, χωρίς κομπασμό). Ξέρετε πού… (Σιωπή. Κοιτιούνται ακόμα, όρθιοι ο ένας απέναντι στον άλλον).


ΚΡΕΩΝ

(Ψιθυρίζει σα στον εαυτό του). Τι παιχνίδι είναι αυτό που παίζεις;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Δεν παίζω.


ΚΡΕΩΝ

Δεν καταλαβαίνεις πως, αν κανείς άλλος απ’ αυτά τα τρία ζώα, μάθει τί προσπάθησες να κάνεις, θα είμαι υποχρεωμένος να σε θανατώσω; Αν σωπάσεις τώρα, αν απαρνηθείς αυτή την τρέλα, έχω μια πιθανότητα να σε σώσω — δεν θα την έχω όμως σε πέντε λεπτά. Το καταλαβαίνεις αυτό;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Πρέπει να πάω να θάψω τον αδερφό μου, που τον ξέχωσαν αυτοί οι άνθρωποι.


ΚΡΕΩΝ

Πήγαινες να ξανακάνεις την ίδια εξωφρενική χειρονομία; Είναι άλλη φρουρά τώρα πάνω απ’ το πτώμα του Πολυνείκη, κι αν ακόμα κατάφερνες να τον ξανασκεπάσεις, αυτοί θα τον ξέχωναν, το ξέρεις καλά. Τι άλλο λοιπόν θα καταφέρεις παρά να ματώσεις τα νύχια σου και να σε ξαναπιάσουν;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Τίποτ’ άλλο, το ξέρω. Όμως, αυτό τουλάχιστον, το μπορώ. Και πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε.


ΚΡΕΩΝ

Πιστεύεις, λοιπόν, κι εσύ, σ’ αυτή την «ταφή» σύμφωνα με τους κανόνες; Πιστεύεις, αληθινά, πως η σκιά του αδερφού σου θα περιπλανιέται αιώνια, αν δεν ρίξουν απάνω στο πτώμα του λίγο χώμα, μαζί με την ευχή που λένε οι παπάδες; Τους έχεις ακούσει τους παπάδες της Θήβας να την αναμασάνε την ευχή τους; Τις είδες αυτές τις άθλιες φάτσες των αποκαμωμένων υπαλλήλων να τρώνε τις λέξεις, να τσιγκουνεύονται τις κινήσεις τους, να τσακίζονται να ξεμπερδέψουν τον ένα νεκρό για να παραλάβουν άλλον, πριν απ’ το μεσημεριανό φαΐ;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ναι, τους είδα.


ΚΡΕΩΝ

Δε σκέφτηκες ποτέ σου, κείνη την ώρα, πως αν κάποιος που αγαπάς αληθινά, βρισκόταν εκεί, ξαπλωμένος σε κείνο το κασόνι, θ’ άρχιζες να ουρλιάζεις άξαφνα; Να τους φωνάξεις να πάψουν, να ξεκουμπιστούν;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ναι, το σκέφτηκα.


ΚΡΕΩΝ

Και παίζεις τώρα με το θάνατο, επειδή αρνήθηκα στον αδερφό σου αυτό το γελοίο διαβατήριο, αυτή την παντομίμα, που σε σένα πρώτη θα ’φερνε ντροπή και πόνο αν την έπαιζαν για χάρη του! Είν’ εξωφρενικό.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ναι, είν’ εξωφρενικό.


ΚΡΕΩΝ

Τότε, γιατί το κάνεις αυτό; Για τους άλλους, γι’ αυτούς που πιστεύουν; Για να τους ξεσηκώσεις εναντίον μου;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Όχι.


ΚΡΕΩΝ

Ούτε για τους άλλους, ούτε για τον αδελφό σου. Για ποιόν λοιπόν;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Για κανέναν. Για μένα.


ΚΡΕΩΝ

(Την κοιτάει σιωπηλός). Θέλεις, λοιπόν, τόσο πολύ να πεθάνεις; Μοιάζεις κιόλας σαν μικρό αγρίμι πιασμένο στο δόκανο.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Γιατί συγκινιέστε τόσην ώρα μαζί μου; Κάντε όπως κι εγώ. Κάντε ό,τι έχετε να κάνετε, μόνο, αν έχετε λίγη καρδιά, κάντε το γρήγορα. Είναι το μόνο που σας ζητώ. Το κουράγιο μου δεν μπορεί να κρατήσει αιώνια.


ΚΡΕΩΝ

(Τη ζυγώνει). Θέλω να σε σώσω Αντιγόνη.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Είσαστε βασιλιάς, μπορείτε τα πάντα, όμως αυτό δεν το μπορείτε.


ΚΡΕΩΝ

Κι αν σε βάλω στα βασανιστήρια;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Για ποιό λόγο; Για να κλάψω, να ζητήσω χάρη, να ορκιστώ ό,τι μου ζητήσατε — και να ξαναρχίσω έπειτα, όταν δε θα πονάω πια;


ΚΡΕΩΝ

(Της σφίγγει το μπράτσο). Άκουσέ με καλά. Μου έπεσε ο αχάριστος ρόλος, σύμφωνοι, κι εσέναν ο καλός. Και το ξέρεις. Μην το παρακάνεις, όμως, μαϊμουδίτσα… Αν ήμουν ένας συνηθισμένος, κτηνώδης τύραννος, θα σου είχα από πολλήν ώρα ξεριζώσει την γλώσσα, θα σου είχα ξεβιδώσει τα χέρια με τανάλιες, ή θα σε είχα πετάξει στα μπουντρούμια — όμως, εσύ, βλέπεις μες στα μάτια μου κάτι που διστάζει, βλέπεις πως σ’ αφήνω και μιλάς αντί να φωνάξω τους στρατιώτες μου. Και μπλοφάρεις όσο μπορείς. Πού θες να καταλήξεις, μικρέ δαίμονα;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αφήστε με, μου πονάτε το χέρι.


ΚΡΕΩΝ

(Τη σφίγγει πιο δυνατά). Όχι, εγώ είμαι πιο δυνατός, έτσι, θα επωφεληθώ κι εγώ.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(Αφήνει μια μικρή φωνή). Άι!


ΚΡΕΩΝ

(Τα μάτια του γελάνε). Μου φαίνεται πως αυτό θα ’πρεπε να κάνω εξ αρχής, να σου στρίψω το χέρι, να σου τραβήξω τα μαλλιά, όπως κάνουν στα κορίτσια στα παιχνίδια. (Την κοιτάει ακόμα, σοβαρεύεται, της λέει πολύ κοντά της). Είμαι θείος σου, ναι, στην οικογένειά μας, όμως, δεν συνηθίζουμε να είμαστε τρυφεροί ο ένας με τον άλλον. Δε σου φαίνεται, ωστόσο, αστείος αυτός ο περιγελασμένος βασιλιάς που σ’ ακούει, αυτός ο γέρος που είναι παντοδύναμος και που έχει δει ένα σωρό άλλους να σκοτώνονται, πίστεψέ με, το ίδιο συγκινητικούς όπως εσύ, και που κάθεται δω και αγωνίζεται τόσης ώρα να σ’ εμποδίσει να πεθάνεις;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(Έπειτ’ από λίγο). Με σφίγγετε πάρα πολύ τώρα. Δεν πονάω πια, δεν έχω πια χέρι.


ΚΡΕΩΝ

(Την κοιτάει και την αφήνει μ’ ένα μικρό χαμόγελο. Ψιθυρίζει). Ένας Θεός ξέρει πόσες δουλειές έχω σήμερα, κι ωστόσο θα χάσω κι άλλην ώρα για να σε σώσω, μαϊμουδίτσα. (Την καθίζει σε μια καρέκλα στη μέση του δωματίου. Βγάζει το σακάκι του, προχωρεί κατά πάνω της βαρύς, δυνατός, με το πουκάμισο). Την επομένη μιας αποτυχημένης επανάστασης, υπάρχει δουλειά με το παραπάνω, πίστεψέ με. Ωστόσο, οι επείγουσες υποθέσεις θα περιμένουν. Δε θέλω να σ’ αφήσω να πεθάνεις μέσα σε μια πολιτική φασαρία. Αξίζεις πιο πολύ. Γιατί ο Πολυνείκης σου, αυτή η δακρυσμένη σκιά, αυτό το σώμα που σαπίζει ανάμεσα στους φρουρούς του, κι όλα τούτα τα δράματα που σε φλογίζουν, δεν είναι παρά Πολιτική και τίποτ’ άλλο! Και πρώτ’ απ’ όλα: δεν είμαι τρυφερός, είμαι όμως λεπτός. Μ’ αρέσει ό,τι είναι καθαρό, γυαλιστερό, καλοπλυμένο. Νομίζεις τάχα πως δεν μ’ αηδιάζει και μένα όσο και σένα αυτό το κρέας που βρομίζει στον ήλιο; Το βράδυ, όταν ο άνεμος φυσάει απ’ τη θάλασσα, η μυρωδιά φτάνει ώς το παλάτι. Μου αναστατώνει την καρδιά. Κι ωστόσο, δεν πάω ούτε το παράθυρο να κλείσω. Είναι απαίσιο και —μπορώ σε σένα να το πω— είναι ηλίθιο, τερατώδικα ηλίθιο, πρέπει όμως ολόκληρη η Θήβα να ανασαίνει αυτή τη μυρωδιά για κάμποσο καιρό. Σε βεβαιώνω, θα τον έθαβα με χαρά τον αδερφό σου, έστω και για λόγους υγιεινής! Για να μπουν όμως στο νόημα τα ζώα που κυβερνώ, πρέπει το σώμα του Πολυνείκη να βρομίσει ένα μήνα ολόκληρη την πόλη.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Είσαστε απαίσιος!


ΚΡΕΩΝ

Ναι, μικρό μου. Το απαιτεί το επάγγελμα. Εκείνο που δέχεται συζήτηση είναι αν πρέπει να το κάνεις το επάγγελμα αυτό ή δεν πρέπει. Μια όμως και το κάνεις, πρέπει να το κάνεις έτσι.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Γιατί το κάνετε εσείς;


ΚΡΕΩΝ

Κάποιο πρωί, ξύπνησα βασιλιάς της Θήβας. Κι ένας Θεός ξέρει πόσο λίγο αγαπούσα την εξουσία…


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Έπρεπε να πείτε «όχι», τότε!


ΚΡΕΩΝ

Στο χέρι μου ήταν. Μόνο που ένιωσα, άξαφνα, σαν εργάτης που αρνιέται να δουλέψει. Δε μου φάνηκε τίμιο αυτό. Είπα «ναι».


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ε, λοιπόν, τόσο το χειρότερο για σας. Εγώ δεν είπα «ναι». Τί με νοιάζουν εμέναν η πολιτική σας, οι ανάγκες σας, οι άθλιες ιστορίες σας; Εγώ μπορώ ακόμα να λέω «όχι» σε ό,τι δε μ’ αρέσει. Και σεις, με το στέμμα σας, με τους φρουρούς σας, με τα κουδούνια και τα χαϊμαλιά σας, μονάχα, να με θανατώσετε μπορείτε, επειδή είπατε «ναι».


ΚΡΕΩΝ

Άκουσέ με.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αν θέλω, εγώ, μπορώ να μη σας ακούσω. Σεις είπατε «ναι». Δεν έχω τίποτα να διδαχτώ από σας. Σεις έχετε. Καθόσαστε δω και ρουφάτε τα λόγια μου. Και δε φωνάζετε τους φρουρούς, μόνο και μόνο για να μ’ ακούσετε ώς το τέλος.


ΚΡΕΩΝ

Μα την αλήθεια, με διασκεδάζεις!


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Όχι, σας τρομάζω. Γι’ αυτό προσπαθείτε να με σώσετε. Θα σας ήτανε, βέβαια, πιο βολικό ν’ αμπαρώσετε τη μικρή Αντιγόνη ζωντανή και βουβή στο παλάτι. Είσαστε πάρα πολύ ευαίσθητος και δεν μπορείτε να γίνετε άξιος τύραννος, αυτό είν’ όλο. Ωστόσο, θα με σκοτώσετε σε λίγο, και γι’ αυτό φοβόσαστε. Είναι άσκημο να φοβάται ένας άντρας.


ΚΡΕΩΝ

(Υπόκωφα). Ε λοιπόν, ναι, φοβάμαι πως θ’ αναγκαστώ να σε θανατώσω, αν επιμένεις. Και δεν το θέλω.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Εγώ δεν είμαι υποχρεωμένη να κάνω κάτι που δεν το θέλω Μπορεί και να μη θέλατε ν’ αρνηθείτε στον αδερφό μου έναν τάφο, ε; Πέστε το, λοιπόν, πως δεν το θέλατε!


ΚΡΕΩΝ

Στο είπα πριν.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Κι ωστόσο, τον αρνηθήκατε. Και τώρα θα με σκοτώσετε παρά τη θέλησή σας. Αυτό θα πει να είσαι βασιλιάς;


ΚΡΕΩΝ

Ναι, αυτό.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Κακόμοιρε Κρέων! Με τα σπασμένα μου γεμάτα χώματα νύχια και τις μελανιές που μου ’καναν οι φρουροί σου στα χέρια και το φόβο που μου σπαράζει το στήθος, εγώ είμαι η βασίλισσα.


ΚΡΕΩΝ

Τότε, λυπήσου με, ζήσε. Το πτώμα τ’ αδερφού σου που σαπίζει κάτω απ’ τα παράθυρά μου, είναι αρκετή πληρωμή για να βασιλέψει η τάξη στη Θήβα. Ο γιος μου σ’ αγαπάει. Μη μ’ αναγκάζεις να πληρώσω και με σέναν. Αρκετά πλήρωσα.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Όχι. Είπατε «ναι». Δε θα πάψετε ποτέ να πληρώνετε.


ΚΡΕΩΝ

(Την τραντάζει απότομα, έξω φρενών). Μα για τ’ όνομα του Θεού! Προσπάθησε να καταλάβεις μια στιγμή και συ, μικρή ανόητη! Πώς προσπάθησα εγώ να σε καταλάβω; Πρέπει ωστόσο να υπάρχουν και κάποιοι που να λένε «ναι». Πρέπει να υπάρξει κάποιος που να κυβερνήσει το καράβι. Κάνει νερά από παντού, είναι γεμάτο εγκλήματα, ηλιθιότητα, δυστυχία… Και το τιμόνι παραδέρνει εκεί κάτω. Το πλήρωμα δε θέλει να κάνει τίποτα, δεν έχει νου παρά πώς να γδύσει το αμπάρι, κι οι αξιωματικοί σκαρώνουν κιόλας μια βολική σχεδία μονάχα γι’ αυτούς, παίρνοντας κι όλο το γλυκό νερό του καραβιού, για να γλιτώσουν τουλάχιστον το δικό τους τομάρι. Και το κατάρτι τρίζει, κι ο άνεμος ουρλιάζει και τα πανιά θα ξεσκιστούν, κι όλα τούτα τα κτήνη θα ψοφήσουν όλα μαζί, επειδή δε σκάφτονται παρά το τομάρι τους, το πολύτιμο τομάρι τους και τις μικροδουλίτσες τους. Νομίζεις, λοιπόν, πως, τέτοιες ώρες, έχεις καιρό να κάνεις το δύσκολο, να λογαριάσεις αν πρέπει να πεις «ναι» ή «όχι», ν’ αναρωτηθείς μην τυχόν και το πληρώσεις πολύ ακριβά κάποια μέρα, κι αν θα μπορείς να είσαι άνθρωπος έπειτα; Αρπάζεις το τιμόνι, ορθώνεσαι μπροστά στο θεόρατο κύμα, και πυροβολείς στο σωρό, τον πρώτο που προχωρεί. Στο σωρό! Δεν έχει ονόματα εκεί! Σαν το κύμα που έρχεται και σπάει στη γέφυρα μπροστά σου. Ο άνεμος σού χαστουκίζει το πρόσωπο, κι «αυτό» που πέφτει δεν έχει όνομα. Μπορεί και να ’ταν εκείνος που σου ’δωσε χτες βράδυ, χαμογελώντας, τη φωτιά του. Δεν έχει πια όνομα. Κι ούτε και συ, γαντζωμένος στο τιμόνι, έχεις όνομα. Μόνο το καράβι έχει όνομα κι η τρικυμία. Το καταλαβαίνεις αυτό;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

(Κουνάει το κεφάλι). Δε θέλω να καταλάβω. Αυτό χρειάζεται σε σας. Εγώ δε βρίσκομ’ εδώ για να καταλάβω. Μόνο για να σας πω «όχι» και να πεθάνω.


ΚΡΕΩΝ

Εύκολο είναι να λες «όχι»!


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Όχι πάντα.


ΚΡΕΩΝ

Άμα πεις «ναι», χρειάζεται να ιδρώσεις και ν’ ανασκουμπωθείς, ν’ αδράξεις τη ζωή με τα δυο σου χέρια, και να χωθείς μέσα ώς τους αγκώνες. Εύκολο είναι το «όχι», ακόμα κι αν σου στοιχίσει τη ζωή. Δεν έχεις παρά να μείνεις ασάλευτος και να περιμένεις. Να περιμένεις για να ζήσεις, να περιμένεις ακόμα και για να πεθάνεις. Είναι πολύ δειλό το «όχι». Είναι εφεύρεση των ανθρώπων. Φαντάζεσαι τάχα έναν κόσμο, όπου και τα δέντρα θα λέγαν «όχι» στο ένστικτο του κυνηγιού και του έρωτα; Προχωρούν, σπρώχνοντας, το ένα ύστερ’ απ’ το άλλο, θαρραλέα στον ίδιο δρόμο. Κι αν πέσουν κάποια, τ’ άλλα περνάνε κι όσα κι αν χαθούν, θα μείνει πάντα ένα από κάθε είδος, έτοιμο να ξανακάνει μικρά κι έτοιμο να ξαναρχίσει τον ίδιο δρόμο, με το ίδιο κουράγιο, όμοια εντελώς με τ’ άλλα που πέρασαν πριν…


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Τί ωραίο ιδανικό για ένα βασιλιά: Τα ζώα! Θα ήταν πολύ εύκολο έτσι! (Παύει, ο Κρέων την κοιτάζει).


[...]


(Ο Κρέων έμεινε μόνος. Μπαίνει ο Χορός και πάει κοντά του).


ΧΟΡΟΣ

Τρελάθηκες, Κρέων; Τί κάνεις;


ΚΡΕΩΝ

(Κοιτάζει μπρος του μακριά). Έπρεπε να πεθάνει.


ΧΟΡΟΣ

Μην αφήσεις την Αντιγόνη να πεθάνει, Κρέων. Θα μείνουμε όλοι μας σημαδεμένοι απ’ αυτή την πληγή, αιώνες κι αιώνες…


ΚΡΕΩΝ

Μονάχη της θέλησε να πεθάνει. Κανένας μας δεν είναι αρκετά δυνατός για να την αναγκάσει να ζήσει. Τώρα το καταλαβαίνω, η Αντιγόνη ήταν καμωμένη για να πεθάνει. Μπορεί κι η ίδια να μην το ήξερε, όμως ο Πολυνείκης δεν ήταν παρά μια πρόφαση. Όταν αναγκάστηκε να τον απαρνηθεί, βρήκε αμέσως κάτι άλλο. Εκείνο που είχε γι’ αυτήν σημασία ήταν η άρνηση κι ο θάνατος.


ΧΟΡΟΣ

Είναι παιδί, Κρέων.


ΚΡΕΩΝ

Τί θες να κάνω; Να την καταδικάσω να ζήσει;


(Μπαίνει ο Αίμων).


ΑΙΜΩΝ

(Φωνάζει). Πατέρα!


ΚΡΕΩΝ

(Τρέχει κοντά του, τον φιλάει). Ξέχασέ την, Αίμων, ξέχασέ την, μικρέ μου.


ΑΙΜΩΝ

Τρελάθηκες, πατέρα. Άφησέ με!


ΚΡΕΩΝ

(Τον κρατάει πιο δυνατά). Έκανα ό,τι μπορούσα για να τη σώσω, Αίμων. Ό,τι μπορούσα, στ’ ορκίζομαι. Δε σ’ αγαπάει. Μπορούσε να ζήσει, αν ήθελε. Προτίμησε την τρέλα της και το θάνατο.


ΑΙΜΩΝ

(Φωνάζει, προσπαθώντας να ξεφύγει απ’ το αγκάλιασμά του). Πατέρα, δεν βλέπεις πως την παίρνουν; Μην τους αφήσεις να την πάρουν, πατέρα!


ΚΡΕΩΝ

Τώρα πια μίλησε. Ολόκληρη η Θήβα ξέρει τί έκανε. Είμαι υποχρεωμένος να τη θανατώσω.


ΑΙΜΩΝ

(Ξεφεύγει απ’ τα χέρια του). Άφησέ με!


(Παύση. Ο ένας απέναντι στον άλλον, κοιτάζονται).


ΧΟΡΟΣ

(Ζυγώνει).

Δε μπορούμε να βρούμε κάτι, να πούμε πως είναι τρελή, να την κλείσουμε κάπου;


ΚΡΕΩΝ

Θα πουν πως είναι ψέματα. Πως τη σώζω επειδή ήταν να παντρευτεί το γιο μου. Δε μπορώ.


ΧΟΡΟΣ

Δεν μπορούμε να κερδίσουμε λίγο καιρό, να τη φυγαδεύουμε αύριο;


ΚΡΕΩΝ

Ο λαός το ’μαθε κιόλας, ουρλιάζει γύρω απ’ το παλάτι. Δε μπορώ.


ΑΙΜΩΝ

Πατέρα, ο λαός δεν είναι τίποτα. Εσύ είσαι ο κύριός του.


ΚΡΕΩΝ

Είμαι πριν βγάλω ένα νόμο. Όχι έπειτα.


ΑΙΜΩΝ

Πατέρα, είμαι γιος σου, δεν μπορείς ν’ αφήσεις να μου την πάρουν.


ΚΡΕΩΝ

Ναι, Αίμων. Ναι, μικρέ μου. Κουράγιο. Η Αντιγόνη δεν μπορεί πια να ζήσει. Η Αντιγόνη μάς άφησε κιόλας όλους.


ΑΙΜΩΝ

Νομίζεις πως θα μπορέσω, εγώ, να ζήσω χωρίς αυτήν; Νομίζεις πως θα τη δεχτώ, εγώ, τη ζωή σας; Κι όλες τις μέρες, απ’ το πρωί ώς το βράδυ, χωρίς εκείνην; Και τις φούριες, και τη φλυαρία σας, και την κενότητά σας, χωρίς εκείνην;


ΚΡΕΩΝ

Πρέπει να δεχτείς, Αίμων. Καθένας μας, κάποια μέρα, λίγο ή πολύ θλιβερή, λίγο ή πολύ μακρινή, πρέπει επιτέλους να δεχτεί να γίνει άντρας. Εσέναν, είναι σήμερα η μέρα σου. Και νά σε, μπροστά μου, με δάκρυα στα μάτια και πονεμένη την καρδιά, μικρό μου αγόρι — για τελευταία φορά μικρό… Όταν θα γυρίσεις την πλάτη σου, όταν θα δρασκελίσεις σε λίγο το κατώφλι, θα’χουν τελειώσει όλα.


ΑΙΜΩΝ

(Πισωπλατίζει λίγο και λέει μαλακά). Έχουν κιόλας τελειώσει.


ΚΡΕΩΝ

Μη με καταδικάζεις, Αίμων. Μη με καταδικάζεις κι εσύ.


ΑΙΜΩΝ

(Τον κοιτάζει και λέει άξαφνα). Κείνη η τεράστια δύναμη και το θάρρος, κείνος ο γιγάντιος Θεός που με σήκωνε στα μπράτσα του και μ’ έσωζε απ’ τα τέρατα και τους ίσκιους, ήσουν εσύ; Κείνη η προστατευτική μυρουδιά και το καλό βραδινό ψωμί, στο φως της λάμπας, όταν μου ’δειχνες τα βιβλία στο γραφείο σου, ήσουν εσύ, νομίζεις;


ΚΡΕΩΝ

(Ταπεινά). Ναι, Αίμων.


ΑΙΜΩΝ

Όλες εκείνες οι φροντίδες, όλη εκείνη η περηφάνια, όλα κείνα τα βιβλία με τους ήρωες, σκοπό τους είχαν τούτο δω; Να γίνω άντρας, όπως λες, και να ’μαι καταφχαριστημένος επειδή ζω;


ΚΡΕΩΝ

Ναι, Αίμων.


ΑΙΜΩΝ

(Ξεφωνίζει άξαφνα, σαν παιδί, πέφτοντας στην αγκαλιά του). Πατέρα, δεν είν’ αλήθεια! Δεν είσαι εσύ, δεν είναι σήμερα η μέρα. Δεν στεκόμαστε κι οι δυο κάτω απ’ αυτό τον τοίχο, όπου δεν μας μένει παρά να πούμε «ναι». Είσαι ακόμα παντοδύναμος, εσύ, όπως τότε που ήμουνα μικρός. Α, σε παρακαλώ, πατέρα, κάνε να σε θαυμάζω, να σε θαυμάζω ακόμα. Είμαι ολομόναχος κι ο κόσμος είν’ ολόγυμνος, άμα δε μπορώ πια να σε θαυμάζω.


ΚΡΕΩΝ

(Φεύγει από κοντά του). Είμαστε ολομόναχοι, Αίμων. Ο κόσμος είναι γυμνός. Και με θαύμαζες πάρα πολύ καιρό. Κοίταξε με — αυτό θα πει να γίνεσαι άντρας: Να δεις τον πατέρα σου κατά πρόσωπο, κάποια μέρα.


ΑΙΜΩΝ

(Τον κοιτάει, έπειτα πισωπλατίζει φωνάζοντας). Αντιγόνη, Αντιγόνη, βοήθεια! (Βγαίνει τρέχοντας).


ΧΟΡΟΣ

(Ζυγώνει τον Κρέοντα). Κρέων, έφυγε σαν τρελός.


ΚΡΕΩΝ

(Κοιτάζει μπρος του, μακριά, ασάλευτος.) Ναι. Το κακόμοιρο το παιδί, την αγαπάει.


ΧΟΡΟΣ

Κρέων, πρέπει κάτι να κάνεις.


ΚΡΕΩΝ

Δεν μπορώ τίποτα πια.


ΧΟΡΟΣ

Έφυγε, πληγωμένος θανάσιμα.


ΚΡΕΩΝ

(Υπόκωφα). Ναι, είμαστε όλοι πληγωμένοι θανάσιμα…

[…]


Jean Anouilh. 1962. Θεατρικά έργα: Το αγρίμι – Η Αντιγόνη – Πρόσκληση στον πύργο. Μετ. Μάριος Πλωρίτης. Αθήνα: Γκόνης. Τίτλος πρωτοτύπου: Antigone (1944).