Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Γιάννης Ρίτσος

Ο σκοινοβάτης και η σελήνη


VIII

ΑΡΓΟΤΕΡΑ έντυσαν τ’ αγάλματα. Το κύριο έργο του τεχνίτη
έμοιαζε να ’ναι τώρα όχι το σώμα αλλά το ένδυμα. Ωστόσο,
οι μυημένοι σ’ αυτά, κάτω απ’ τις έξοχες πτυχώσεις των χιτώνων
βλέπαν να διαγράφεται με ακρίβεια η κάθε λεπτομέρεια του σώματος· κι ακόμη
ήταν άθλος σωστός: να κατορθώνει ο καλλιτέχνης
να μεταβάλλει τη σκληρή πυκνότητα του μάρμαρου σε αέρινη διαφάνεια
δίνοντας έτσι δίκαια προσχήματα ή κι επιχειρήματα
στον πιο βαθύ θαυμασμό των θεατών.

Όμως η Ελένη
έμενε πάντοτε αμετάπειστη. «Καθόλου δε μ’ αρέσουν —είπε—
αυτές οι υπεκφυγές. Όλα τα ντύσαν, τα σκεπάσανε, τα κρύψαν·
μάλλον τα θάψανε. Παντού μυρίζει θάνατος».
Κι ο Αλέκος,
σα να μην άκουσε, συνέχιζε να κόβει το κουλούρι του κομμάτια κομμάτια
και να ταΐζει τους κύκνους της λίμνης. Οι κινήσεις του
ήταν απόλυτα σύμφωνες με τη φωνή της Ελένης, — είχαν δηλαδή την έκφραση
της θλίψης και της οργής ταυτόχρονα.
Ο χρόνος
φαινόταν περίεργα αργόπορος. Κι ο φωτισμός της μέρας
ήταν όλος περίσκεψη κι αυτοσυγκέντρωση.
«Χρυσόθεμις Χρυσόθεμις»,
φώναξε η Πολυξένη πίσω απ’ τα δέντρα· και ξεμάκρυναν οι δυο τους
αφήνοντάς μας να γυρεύουμε μια απάντηση, μια δικαιολογία.

Ο Αλέκος κοίταξε τριγύρω του με κάποια αμηχανία· η ματιά του
σταμάτησε στους λυγερούς λαιμούς των κύκνων, — ίσως θυμήθηκε
το κύκνειο άσμα ή τη Λήδα ή τα προπλάσματα από γύψο
ωραίων ανεκτέλεστων ναών στο φωτεινό εργαστήρι του Νικία,
γιατί πολλοί συνειρμοί γραμμών και φθόγγων ακολουθούσαν
μιαν άσπρη καμπύλη, μιαν ευθεία, μια τεθλασμένη,
ένα τετράγωνο, ένα τρίγωνο, έναν κύκλο — εκείνο
που ο Ίων ονόμαζε ανεξάντλητο, απέραντο, αιώνιο.
Και η Άρτεμις:
«Ναι, το καταλαβαίνω, —λέει,— δεν το βιώνω. Το κυρίαρχο χρώμα
μού φαίνεται η ωχρότητα μιας αρχαίας υπνηλίας
στους έξω και στους μέσα τοίχους των σπιτιών, ακόμη και στα δέντρα,
ακόμη και στα πιο ένδοξα ονόματα της Ιστορίας και της μυθολογίας».
Ο Τέλης
άναψε πρώτο, δεύτερο, έκτο σπίρτο,
τα πετούσε αναμμένα στη λίμνη· ακουγόταν
ένα λεπτό τσιτσίρισμα σαν διακριτική υπογράμμιση
ενός αόριστου αισθήματος που αναζητούσε τη μορφή του.

Κι άξαφνα
ακούστηκαν πάνω στα δέντρα, σαν απάντηση σ’ αυτό, χιλιάδες σπουργίτια. Στο βάθος
φάνηκαν να επιστρέφουν η Χρυσόθεμις κι η Πολυξένη,
κι ανάμεσά τους ένα ήμερο ελάφι. Τότε ο Αλέκος
κάτι ψιθύρισε, σχεδόν ασυνάρτητα: «Ιφιγένεια, Ορέστης, τα παγόνια του Πυριλάμπη,
ο Φιλοκτήτης, ο Νεοπτόλεμος, ο Βολιδοσκόπος,
η Φαίδρα, ο Σκοινοβάτης, ο Αγαμέμνων, ο Αίας» —
ολόκληρη παρέλαση πρόσωπα πρόσωπα δικά μας, ξένα,
πρόσωπα που σκεπάσανε το πρόσωπό μας και μαζί τ’ όνομά μας —
οι Τρεις Τυφλοί που μας χαρίσανε την άλλην όραση και κάποιο ποσοστό αθανασίας
μέσα στην πιο βαθιά προσωπικήν ανωνυμία κι ελευθερία.

Βράδιαζε ήσυχα.
Οι κύκνοι αποτραβήχτηκαν στην άκρη της λίμνης. Οι καμπύλες των λαιμών τους
σχημάτιζαν κρίνους και λύρες. Το άγαλμα της Λήδας
ολόγυμνο, καθρεφτιζόταν με αντίστροφη ακρίβεια στο νερό. Ένας κύκνος
βύθισε το μακρύ του ράμφος στο υδάτινο αιδοίο της.

«Αλέκο, —φώναξε η Ελένη—
ξέρεις αν παίζουν τίποτα της προκοπής τα σινεμά; Πολύ θα το ’θελα απόψε
λιγάκι Μπέργκμαν ή Όσίμα ή Παζολίνι». Πλησίαζε η άνοιξη. Η
Χρυσόθεμις ερχόταν λίγα βήματα πιο πίσω.
Στις βιτρίνες
άναψαν μονομιάς τα φώτα κι έλαμψαν
τα ωραία γυναικεία φορέματα, μεταξωτά, λουλουδάτα,
και τα τριανταφυλλένια εφηβικά κοντομάνικα πουκάμισα. Μια κέρινη κούκλα
φορούσε ένα μενεξελί μαγιό — τρία γραμματόσημα όλο κι όλο
—όπως είπε ο Νικόλας,— στο αριστερό της χέρι
κρατούσε αντίς για τσάντα ένα μικρό καράβι
με τέσσερα πανιά κι έντεκα φλόκους.
Τ’ αγόρια
μπήκαν στα ουρητήρια. Τα κορίτσια αγοράσαν πασατέμπους
και περιμένοντας τ’ αγόρια στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας
σπάγαν τους πασατέμπους έναν έναν με τα μπροστινά τους δόντια,
με μια κίνηση ωραία στοχαστική σα να πετούσαν μυστικά φιλιά στον κόσμο.

ΑΘΗΝΑ, ΚΑΛΑΜΟΣ, ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ, 15.I.1982–15.VI.1982

Γιάννης Ρίτσος. 1984. Επινίκια. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. 1984. Ποιήματα Η΄: Επινίκια (1977-1983). Αθήνα: Κέδρος.