Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Γιώργος Βαφόπουλος

Ο σιωπηλός σύνοικος


(απόσπασμα)

[...]
Φαίνεται πως η ψυχή του ανθρώπου
είναι διάστικτη από τα μάτια ενός Άργου μυθικού,
για να ’χει πολλαπλή την αίσθηση του κόσμου τούτου.
Φαίνεται πως τότε, στην πολλαπλότητα των αισθήσεων,
κατείχα και μια πλούσια συλλογή κυρτών κατόπτρων,
που αλλοίωναν πολλαπλά το αληθινό σου πρόσωπο.

Η σοφία είναι ταυτόσημη με την απλότητα.
Απολεπίζει την ψυχή από τα μάτια του Άργου,
αποκαθιστά την πολλαπλότητα των ειδώλων
στο πραγματικό σχήμα των αντικειμένων.

Ήρεμος, απλός, αδιάφορος και λευκότριχος,
άφησα το σπίτι μου, με τους αντικριστούς καθρέφτες,
που πολλαπλασίαζαν στο άπειρο
το ένα και μοναδικό μου είδωλο.
Μετοίκησα τώρα στο νέο μου ενδιαίτημα,
πολύ σιμά στην αντιπέραν όχθη.

Εδώ δεν υπάρχουν καθρέφτες. Δεν υπάρχει
ούτε το φωτεινό παράθυρο προς έναν κόσμο,
που είχα πλάσει το πολλαπλό του είδωλο.
Εδώ είναι όλα απλά, σαν την πρώτη μέρα της δημιουργίας.
Κι η μελέτη μου είναι απλή κι η πράξη
της αριθμητικής μου είναι τώρα μονάχα πρόσθεση.

Μετρώ ήρεμος, απαθής, σχεδόν ασύνειδος,
τα δαμόκλεια σπαθιά που φύτρωσαν στην οροφή,
που κρέμονται πάνω στους κυρτούς μου ώμους.
Ούτε καν απορώ πώς φύτρωσαν τόσο γρήγορα,
πώς έφτασαν στον αριθμό εβδομήντα και ένα.

Με την απλή μου αίσθηση σε βλέπω τώρα,
σ’ όλη την απλότητά σου, μεγάλε μου Σύνοικε.
Κάθεσαι αντίκρυ μου, βυθισμένος στη σιωπή σου,
κοιτώντας με αινιγματικά μονάχα στα μάτια.

Καπνίζεις ήρεμα και χαμογελάς.
Κάποτε τινάζεις τη στάχτη του τσιγάρου σου.
Κάποτε ανασκαλεύεις, με διάκριση, τα χαρτιά μου.
Παίρνεις απ’ τον πρόσφατο σωρό των βιβλίων
μια συλλογή ποιημάτων, με νωπή ακόμα
τη μελάνη της θερμής τιμητικής αφιέρωσης.

Την ξεφυλλίζεις και χαμογελάς, με κάποιαν ειρωνεία.
Γυρίζεις τα φύλλα της και πάλι χαμογελάς.
Αναταράζομαι, μαντεύοντας το νόημα της χλεύης σου.
Τόσο λοιπόν έχει φθηνύνει η ποίηση στον καιρό μας;

Είχα πολύ πιστέψει στην αιωνιότητά της,
την είχα ιδεί, με την πολλαπλή μου όραση,
πως έφθανε ψηλά ώς τα πόδια του Θεού.
Δεν είχα διακρίνει καν, σιωπηλέ μου Σύνοικε,
πως εσύ την εμπόδιζες να τ’ αγγίξει,
γιατί εσύ καθόσουν κάτω από τα πόδια του Θεού.
Τώρα βλέπω το νόημα του χλευαστικού σου χαμόγελου.

Είχα γράψει κάποτε, πως να τινάζεις,
καθώς ένα ξεσκονόπανο,
στο κατώφλι της νύχτας τα όνειρα των ποιητών,
είναι σα να φυτεύεις το σπαθί σου, δίχως έλεος,
βαθιά στην ασταμάτητη καρδιά της ποίησης.

Τώρα αισθάνομαι το φοβερό τούτο σπαθί
να διαπερνά τη δική μου καρδιά,
δίχως πια παράπονο και πόνο ή απόγνωση.
Δίχως καν την αίσθηση της διάψευσης ενός ονείρου.

Όμως εσύ με κοιτάζεις στα μάτια ήρεμος και περιμένεις.
Ξέρεις καλά, πως όπου να ’ναι έρχεται η ώρα,
που η Στεφανιαία θα ’χει απαυδήσει
από το συνεχή και μακροχρόνιο χορό της.

Θα καθίσει κάποτε να ξαποστάσει,
βγάζοντας τα μεταξωτά χορευτικά της γοβάκια.
Θα σταυρώσει απαυδημένη τα χέρια της στο στήθος,
θα κλείσει απαλά τα μάτια σε βαθύν ύπνο.

Τότε θα σηκωθείς ήρεμος πάλι,
μεγάλος στην απλότητά σου, ομοούσιος τω πατρί,
θα σβήσεις το τσιγάρο σου στο στακτοδοχείο.
Θα μου χαμογελάσεις και πάλι,
με το ίδιο αινιγματικό σου μειδίαμα.

Και, καθώς θα μου απλώνεις απαλά το χέρι σου,
θ’ ακούσω, για πρώτη φορά, ω σιωπηλέ μου Σύνοικε,
την ήρεμη, σταθερή φωνή σου:
«Έλα πάμε».
Δεκέμβριος 1974

Γιώργος Βαφόπουλος. 1977. Τα επιγενόμενα. Θεσσαλονίκη. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Βαφόπουλος. 1990. Άπαντα τα ποιητικά. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.