Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Σπυρίδων Βασιλειάδης

Γαλάτεια


(απόσπασμα)


ΡΕΝΝΟΣ

[...] Αι Σειρήνες ήσαν θυγατέρες της Μελπομένης και του Αχελώου· παίζουσαι εν Σικελία ποτέ μετά της Περσεφόνης, αφήκαν αυτήν δειλώς ν’ αρπασθεί υπό του Πλούτωνος, η δε Δήμητρα οργισθείσα μετεμόρφωσεν αυτάς εις τέρατα, τηρηθείσης μόνης της παρθενικής αυτών μορφής. Παρά τα τυρρηνικά παράλια της Ιταλίας η χαριεστάτη νήσος ελέγετο Ανθέμουσα, όπου κατώκησαν. Ήσαν δε τρεις. Η Παρθενόπη εκιθάριζεν, η Λευκωσία ηύλει, η δε Λίγεια εμελώδει· τοιαύτη δ’ απετελείτο συναυλία και μουσική, ώστε ουδείς των ανθρώπων φθάνων εκεί ηδύνατο ν’ αντιστεί προς τα γόητρα της μολπής των και να μη λησμονήσει πατρίδα, φίλους, γονείς, εκεί παρ’ αυταίς κεχηνώς, καταλείπων το πλοίον αυτού εις τους σκοπέλους και την ζωήν του εις πάντα θάνατον. Ήλθομεν εκεί. Είδομεν μακρόθεν το κάλλος αυτών το αμύθητον, είδομεν κατακεκαλυμμένην την νήσον από λευκά οστά ανθρώπων, λεπτή ευώδης αύρα έφερε μέχρις ημών της ουρανίας μουσικής των τους πρώτους μελιχρούς τόνους. Αι χείρες ητόνησαν, αι κώπαι έπληττον την γαληνιώσαν θάλασσαν ως λιπόθυμοι, είτα δ’ ηγέρθημεν άπαντες ένθεοι προσορώντες τας Σειρήνας· και πρώτος ο νεαρός Βούτος, εταίρος ημών, εμμανής από του μέλους των ερρίφθη εις την θάλασσαν, πλέων προς αυτάς. Ουδείς παρεκώλυσεν αυτόν· αλλ’ ανελάβομεν τας κώπας εν μέθη μαγική και η Αργώ εφέρετο πετώσα προς την άρρητον αρμονίαν των Σειρήνων. Το παν ελησμονήθη, το παν απώλετο. Τί ο μέλλων θάνατος απέναντι του ακουομένου μέλους; Ας απεθνήσκομεν!

Αίφνης από της πρώρας της Αργούς τότε ηκούσθη άλλη μολπή, άλλη μελωδία, άλλος τόνος ουράνιος. Ήτο ο Ορφεύς. Οποίον μέλος από τα χείλη του, οποίοι τόνοι από της λύρας του, οποία αρμονία ήτο εκείνη, φίλοι μου; Η αναδυομένη από του κύματος Αφροδίτη και εις τα όμματα θνητού θα ήτο ολιγότερον ωραία, ολιγότερον γοήτις και ένθεος της μουσικής εκείνης. Μικρόν και αι κώπαι πάλιν έστησαν. Οι Αργοναύται εστράφησαν προς τον Ορφέα, ο Ορφεύς ως θεός ηγωνίζετο προς τας Σειρήνας. Εις την μεγίστην ανάτασιν της φωνής του αθάνατου μελωδού η Αργώ ωμίλησεν, αι δε Σειρήνες νικηθείσαι έπεσαν εις το κύμα και απέλπιδες επνίγησαν. Εσώθημεν.


ΓΑΛΑΤΕΙΑ

Η Μήδεια;


ΡΕΝΝΟΣ

Η Μήδεια προσελθούσα εφίλησε του Ορφέως τα χείλη.


ΓΑΛΑΤΕΙΑ

Εύγε, Μήδεια! — Αλλ’ οποίον λοιπόν άσμα θεσπέσιον ανεφώνησεν ο Ορφεύς; Ω, εάν ήκουον το άσμα του!


ΡΕΝΝΟΣ

Τί θα έδιδες Γαλάτεια;


ΠΥΓΜΑΛΙΩΝ

Ό,τι η Μήδεια.


ΓΑΛΑΤΕΙΑ μειδιώσα

Εάν ο Ορφεύς ήτο παρών.


ΡΕΝΝΟΣ

Η μνήμη μου διέσωσε, Γαλάτεια, τα έπη του. Αλλά το μέλος του ποία αηδόνος γλώσσα θα ετόλμα ν’ απεμιμείτο ποτέ;


ΓΑΛΑΤΕΙΑ

Ω! Ας ακούσομεν, Ρέννε, τα έπη καν!


ΡΕΝΝΟΣ

Ιδού αυτά:

«Παρήλθον ημέραι και χρόνοι μεγάλοι,

Εις βάτους επνίγη το εύβοτρυ κλήμα,

Η κόμη γονέων σεπτών ελευκάνθη

Και μείρακες ήδη τα βρέφη θα είναι

Αφότου της ξένης η άλμη μάς ζει.


Ο ναύτης με μόχθους ιθύνων το σκάφος

Εν μέσω λαιλάπων κι εν μέσω θηρίων,

Ο πλάνης περών των ερήμων τα πλάτη,

Προς τ’ άστρα το βλέμμα ποσάκις εγείρει

Ποθών να εικάσει την πάτριον γην!...


Ω, πότε θα ρίψει αγκύρας το πλοίον

Εν μέσω λιμένος φιλτάτης πατρίδος;

Ω, πότε θα κλίνει ο ναύτης τα στέρνα

Εν μέσω αγκάλης μνηστής ερωμένης;

Βοήθει τους άνδρας ναυτίλους, Βορρά.


Εκεί εις εκάστου καλύβην πατρώαν,

Εκεί εις εστίας φαιδράν λαμπηδόνα,

Ή όπου το κύμα εκπνέει, την δείλην

Συνέρχεται άπας ο οίκος ευχέτης

και κλαίει απόντας γονείς, αδελφούς.


Α! τίς εορτή και φιλήματα ποία,

Οπόταν το φίλτατον έδαφος φθάσεις,

Εκεί όπου πρώτον τον ήλιον είδες

Και φθίνει το στήθος πιστής σου συνεύνου

Κι υγραίνεται τ' όμμα μητρός γηραιάς!...»


ΓΑΛΑΤΕΙΑ ένθους

Μη σε αναμένει λοιπόν, Ρέννε, άλλη πάτριος γη;

[...]


Σπυρίδων Βασιλειάδης. 1900. Αττικαί Νύκτες. Τα άπαντα. Αθήνα: Φέξης.