Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Κώστας Βάρναλης

Το φως που καίει


(αποσπάσματα)


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ


Ο Μονόλογος του Μώμου


Ανοιξιάτικο απομεσήμερο


ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(απάνου από τον Καύκασο)


Ω! Ωώ!…

Τί μέγα βάρος σήμερα βουλιάζει τον ουρανό! Ανάλαμπος και κρύος του ηλιού ο δίσκος, σαν από ξερό πηλό, θαρρείς, όπου και να ’ναι, θα πέσει απάνου στ’ αντικρινά τα βράχια και θα γίνει θρούψαλα… Πόσο πνιχτά ανασαίνουνε της γης τα σπλάχνα, που κάποτε με ξεπετάξανε στον ανοιξιάτικον αέρα μ’ ένα χαρούμενο σπασμό!.. Πώς κρέμονται μέσα στα βάραθρα, τα σκοτεινά νερά, άνηχα κι ανάφριστα σαν πετρωμένα!..

Με φτάνει από μακριά ένα κλάμα σφαγερό.

Ποιός να ’ναι;

Κατά σένα, όπου και να ’σαι, άγνωστε αδερφέ, δε μ’ αφήνουνε τα καρφιά μου να στραφώ. Λιγάκι σα σαλέψω, με δαγκάνουν αγριεμένα σαν τα φίδια, που τα πατάει κανείς την ώρα, που κοιμούνται.

Όμως απάνου από τις άβυσσες και δώθε από τα μάκρη σε νιώθουνε πολύ ζεστά, κατάσαρκα, οι πληγές μου…

Μπορεί να ’ναι κι η δικιά μου φωνή, που μου την ξαναστέλνουν πίσου τα σκοτάδια των βυθών…


ΙΗΣΟΥΣ

(απάνου από το Γολγοθά)

Τί γλυκά, που γλαρώνανε τα μάτια μου γεμάτα αστραφτερό σκοτάδι! Τί γλυκά, που βυθούσανε τα κόκαλα κι οι σάρκες μου μέσα στην απεραντοσύνη της Ανυπαρξίας, όπου λιώνανε σαν τ’ αλάτι μέσα στο νερό.

Κι όπως αδειάζανε στάλα τη στάλα οι φλέβες κι η καρδιά μου, ένιωθα την ψυχή μου όλο και πιότερο να λαφραίνει και να την παίρνουνε σα φτερά οι ψηλότεροι ουρανοί!

Ανάμεσα Θανάτου και Ζωής, πέρ’ από τη Γης και πέρ’ από τον Ήλιο, καρφιά, λοχίσματα, φτυσίματα, βλαστήμιες δε φτάνανε την ψυχή μου, που έφευγε και δε γυρνούσε.

Όλα γινόντανε ίσκιος και πνοή γύρω από τον ίσκιο μου και τη στερνή πνοή μου!..

Ποιά τώρα με ξυπνάει φωνή κι από ποιό λαρύγγι βραχνό και ραγισμένο;

Πούθε βρίσκει τόση δύναμη να ξαναδένει την ψυχή μου με το σώμα και να με ξαναφέρνει πίσω στη Φθορά και στον Πόνο;


ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Αμέτρητους αιώνες ζω με το θάνατο αγκαλιά κι αυτή μας η αγάπη δεν έχει τελειωμό.

Σαπίσανε οι κολόνες της ουράνιας Σφαίρας, μα η πληγή μου σαπίζει, ξεσαπίζει. Κι είναι πάντα φρέσκη και λαχταριστή…

Δω και χιλιάδες χρόνια περνάει από μπροστά μου ο Κόσμος — κι όλα του τα ιστορικά κείτονται μέσα στο νου μου ασάλευτα και στείρα σαν ένα στρώμα κόκαλα στα βάθη των ωκεανών.

Σ’ απανωσιά, σε βάθος και σε ψήλος δεν είναι τίποτα παντοτινό, δεν είναι τίποτα καινούριο. Τόσο μοιάζουνε το σήμερα με το χτες και το χτες με τ’ αύριο, που με τον καιρό έπαψα να βλέπω, να συλλογίζομαι και να θυμάμαι. Έτσι μου φαίνεται, πως τώρα δα έχω γεννηθεί, καρφωθεί και λησμονήσει…

Τί να τρέχει σήμερα;


ΜΩΜΟΣ

Πεθαίνει ο Θεός!


ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(ξαφνισμένος δυσάρεστα)

Πάλι εσύ;

Πούθε μου ξεφύτρωσες;


ΜΩΜΟΣ

Αυτός είναι ο ρόλος μου. Να ξεφυτρώνω ακάλεστος — κι ανεπιθύμητος!


ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Πεθαίνει, λες, ο Θεός.

Ο Δίας τάχα;


ΜΩΜΟΣ

Όχι.

Ο ένας Θεός.


ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Καλά ο ένας. Μα ποιός απ’ όλους;


ΜΩΜΟΣ

Ο Ένας και Μοναδικός!

Δεν υπάρχει άλλος.

Γι’ αυτό είναι κι ο Αληθινός Θεός.


ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Αληθινός και να πεθαίνει;


ΜΩΜΟΣ

Αφού είναι παντοδύναμος!


ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Ο θάνατος είναι αδυναμία των ανθρώπων. Δεν είναι δύναμη των Θεών.


ΜΩΜΟΣ

Μα δεν πεθαίνει ο ίδιος. Είναι πνέμα.

Πεθαίνει το σώμα του.

Το θέλησε μοναχός του να γεννηθεί και να ζήσει για λίγα χρόνια σαν άνθρωπος.

Μα σε τρεις μέρες θα βγει από τον τάφο του και θα ξαναπάει στους ουρανούς, απ’ όπου ήρθε.


ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Το πνέμα ή το σώμα του;


ΜΩΜΟΣ

Ρώτα τον ίδιονε.


ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Πώς τονε λένε;


ΜΩΜΟΣ

Ιησού!


ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Πώς τον είπες;


ΜΩΜΟΣ

Ιησού!


[...]


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ


ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ


Όλα σκεπάζονται ξαφνικά μ’ ένα χαμηλό σκοτάδι, που σέρνεται σύρριζα πάνου στη γης κι όλο ζυγώνει.

Κάπου κάπου αστράφτει ο ουρανός πολύ μακριά και πολύ χαμηλά δίχως να βροντά.

Λίγο λίγο ο άνεμος φουντώνει και περνώντας από πλαγιές και φαράγγια κάνει τα κλαριά να βογκούνε. Κάποτε σιωπά.

Και τότες το χάσμα της σιωπής, που ανοίγεται ανάμεσα στα βογκητά του ανέμου, το γεμίζουνε κάποια σιγανά μοιρολόγια του Παλιού Καιρού.


Χορός των Ωκεανίδων


Αν ταράζουνε γης, ουρανό και πελάη

και με πάνε μακριά, με τινάζουνε πλάι

των αβύσσων πλουτώνειοι θυμοί

κι αν το δρόμο μου χάνω σε τόση μαυρίλα,

αντηχάνε βαθιά στης καρδιάς μου τα φύλλα

[νύχτα μέρα και πάσα στιγμή]

της οργής [σου] οι μεγάλες βροντές.

Δε σε χάνω ποτές.


Στην κορφή του νερού, στον αγέρ’ ανεβαίνω…

Νά κορμί στον αφρό και στην άρμη δεμένο,

νά κορμί σα λαμπάδα χυτό,

σαν τριαντάφυλλο νέο, της αυγής πρώτη γνώρα,

[γλυκασμό των ματιών σου και πάντα και τώρα!]

Νά κι αστήθι, σα ρόδι σφιχτό,

που μ’ αγάπη και πόνο για σε

το φροντίζω, χρυσέ!


Τα βαριά σου τα βλέφαρα, Αγνέ, σήκωσέ τα,

τα ρουθούνια, που οι πάγοι τα κλειουν, άνοιξέ τα,

μες στα σπλάχνα σου νά μπει το φως,

του κορμιού μου το φως, η ευωδιά του συνάμα,

(του κορμιού, που λυγάει σα νερόφιδο, θάμα)

κι ένας κόσμος ωραίος, μυστικός

στην ψυχή σου γλυκά να χυθεί,

τη βαριά και παθή.


Πλούσια δώρα σού φέρνω, ό,τι μπόρεσα να ’χω

κουβαλήσει μ’ αγάπη στον άξενο βράχο.

Ω! καθώς σε νερά γαληνά

τα ψηλά και σπιθόβολα πέφτουν ουράνια,

την αυγή ρουμπινιά και το δείλι γεράνια,

και τα πράσινα γύρα βουνά,

κι ο κατάκορφος ήλιος ορτός

πά’ στη γη καρφωτός, —


σε ψυχή μου και σάρκα, τα δυο πελαγίσια,

οι ομορφάδες της πλάσης, του ονείρου τα ηλύσια

καθρεφτίζονται, σβηούν ως αφρός

και με πιότερο λάμπος ξανά μεταδένουν

μιας στιγμής φαντασιές, που για πάντοτε μένουν,

δέξου τα μου κι ως πριν αλαφρός

αποπάνω σου διώξε τη μοίρα

την κακιά και τη στείρα.


Τα λουλούδια από χώρες, που ο ήλιος τες πνίγει

σε γαλάζια, χρυσά, κατακόκκινα ρίγη,

των πουλιών τα τραγούδια, που αχούν

σε νερά, σε κλαριά, με φεγγάρι και μ’ ήλιο,

της ζωής τη χαρά, της χαράς το βασίλειο,

όπου πάω και σταθώ μ’ ακλουθούν,

όλα ζέστα, ευφροσύνη και φως

το τραγούδι κι ο ανθός.


Τα χρυσά μου μαλλιά στα νερά τα ξαπλώνω,

τα μαλλιά μου στα χέρια ψηλά τα σηκώνω,

δίχως βάρος μετάξι λεπτό,

την πληγή σου αν μπορούσαν να φτάνανε λίγο,

θα δενόμουνα γύρα, ποτές να μη φύγω,

τον καημό της εγώ να βαστώ

κι όντα σκούζουν βοριάδες αγρίμια,

να σου σκέπω τη γύμνια.


Κώστας Βάρναλης. Το φως που καίει. Ανατύπωση 2ης έκδ., αναθεωρημένης. Στον συγκεντρωτικό τόμο: Κώστας Βάρναλης [1956] 1996. Ποιητικά. Αθήνα: Κέδρος. [1η έκδ. με ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. 1922. Το φως που καίει. Αλεξάνδρεια: Γράμματα.]