Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Μαίρη Μικέ

Εξόριστοι ρόλοι


It was a place of force—

The wind gagging my mouth with my own blown hair,

Tearing off my voice, and the sea

Blinding me with its lights, the lives of the dead

Unreeling in it, spreading like oil.

Sylvia Plath, “The Rabbit Catcher”, Ariel


Θαλασσοδαρθήκαμε μια χούφτα γυναίκες μέχρι να φτάσουμε στα πέρατα του πελάγου, στο φρυγμένο χώμα. Το νησί, γυμνό φαλακρό ακατοίκητο, γυάλιζε σαν τη λεπίδα στο σκληρό ανελέητο φως. Τούφες τούφες γύρω τριγύρω φρύγανα και γκρίζοι θάμνοι. Κανένας ίσκιος στις χαράδρες. Συρματοπλέγματα χώριζαν τον αφρό του κύματος από τη στέρφα γη. Στολές και ραβδιά μάς υποδέχτηκαν και μας οδήγησαν σε σκηνές τεντωμένες στον ανήφορο. στην πειθαρχημένη διαβίωση, σε τόπους διάπλασης και χειραγώγησης. Μεγάφωνα τρύπησαν τα αυτιά μας με διαταγές, κάπου μακριά από την πίσω πλευρά μια κραυγή απόγνωσης ακούστηκε, αμέσως την άρπαξε ο αέρας που λυσσομανούσε, την βύθισε στη θάλασσα κι ύστερα τίποτα..., ένα πένθιμο εμβατήριο και μια αδιαπέραστη κρούστα σιωπής.

Βολευτήκαμε και οι τρεις όπως όπως στη σκηνή με πράγματα λιγοστά. Τί να πρωτοπρολάβεις. Συναδέλφισσες όλες μεταξύ μας, αφήσαμε πίσω παιδιά, άντρες, μαθητές και μαθήτριες και ήρθαμε εδώ στο αναμορφωτήριο, να συμμορφωθούμε, να ανανήψουμε, να μετανοήσουμε, να επουλώσουμε τα τραύματα με διαφωτιστικά προγράμματα!

Ατέλειωτη δίψα, σκασμένα χείλη, αυλακωμένα πρόσωπα, φλογισμένα μάτια κάτω από σκυφτά κεφάλια, φουσκαλιασμένες παλάμες από τις αγγαρείες, διαδικασίες επιτήρησης, βίας και κολασμού δεν άφηναν χρόνο για το φτερούγισμα της σκέψης τον πρώτο καιρό. Όλα γειτόνευαν με τον θάνατο. Ορατά και αόρατα δίκτυα πλέκονταν γύρω μας επιμελώς και αδιαλείπτως. Το σώμα αγωνιζόταν να ισιώσει μπροστά στη γραμμή που σχημάτιζαν τα σφαλιστά χείλη της στολής, όπως η γραμμή που χώριζε πέρα μακριά την αγριεμένη θάλασσα από τον ουρανό· υπάκουα έκρυβε την αγριάδα του κι απεγνωσμένα αναζητούσε τη φλέβα του νερού. Σπαρταρούσαμε σύγκορμες από χαρά όταν ανακαλύπταμε στα έγκατα νερό· σταγόνα σταγόνα το μοιράζαμε στους διψασμένους πόρους. Το κυκλικό αίμα άφηνε μια κηλίδα στη θάλασσα κι ύστερα εξαφανιζόταν. Τα βράδια, όταν κατάκοπες από το πένθος και τον αγώνα για διάρκεια και αντοχή προσπαθούσαμε να τεντώσουμε τις αυλακιές του σώματος κάτω από τον μουσαμαδένιο ουρανό, αναδεύαμε τα παλιά με τα καινούργια, παραμερίζαμε να περάσουν οι μνήμες, πλάθαμε με τους βόλους του ξερού χώματος μορφές αγαπημένες, σκαλίζαμε την πικρή πέτρα, σκουντούσαμε να τσουλήσει ο πέτρινος χρόνος, βουλιάζαμε στη σιωπή γιατί δεν μπορούσαμε να ζήσουμε φωναχτά. Σ’ αυτή τη ρωγμή ξεφύτρωσαν σαν τα αγριόχορτα, εκεί που καμιά δεν το περίμενε, εντελώς, απροειδοποίητα, οι Τρωάδες. Η ιδέα για μια παράσταση, μια παράσταση στις αλλόκοτες συνθήκες, μαζί με όλες τις άλλες στον χορό μάς συνεπήρε, μας φούσκωσε τα μυαλά, μας στοίχισε σε άλλες αράδες. Το κρυμμένο κείμενο τυλιγμένο προσεκτικά με τη φόδρα του μπόγου ξεθάφτηκε, ανασύρθηκε διστακτικά και το αίμα του μύθου και της ιστορίας άρχισε να κυλάει αργά και βασανιστικά στις φλέβες μας. Φορτίο αιώνων από αφανισμούς, εξανδραποδισμούς και καταστροφές στοίχειωσε και περνούσε από μπροστά μας. Κουρσεμένες πόλεις και λεηλατημένες ζωές πλήθυναν τη σάρκα μας. Εμείς, η Εκάβη, η Ανδρομάχη, η Κασσάνδρα, η νεκρή συντρόφισσα, το φάντασμα της σφαγμένης Πολυξένης, δώρο το κορμάκι της στον τάφο του Αχιλλέα. Όλες οι Τρωαδίτισσες, αλλοιωμένες από τις καταστροφές, κουρεμένες από το πένθος, μαζεύτηκαν· τριγυρνούσαν οι ψυχές τους γύρω από τις σκηνές μας, μύριζαν αίμα και πλησίαζαν, έστηναν θρήνο, άναβαν πυρσούς, παραλοϊσμένες από τον άφατο πόνο, έβλεπαν μακριά τα μελλούμενα.

Μου έλαχε, εμένα την ταπεινή Θάλεια, ο ρόλος της Ανδρομάχης κι άρχισα σιγά σιγά να δανείζομαι τα λόγια της. Έπρεπε να ξεντυθώ τους χασέδες της ανάγκης, να βάλω τα πλουμιστά ρούχα της γυναίκας του μαχητή Έκτορα, να μαζέψω τα ξέφρενα μαλλιά μου, κοκαλιασμένα από την αλμύρα του δαρμένου νησιού, και να υποδυθώ τον ίδιο μου τον πόνο. Τα παιχνίδια με τον δικό μου Αστυάνακτα, χνούδι τρυφερό στην αγκαλιά μου, βρίσκονταν μίλια μακριά σε πόλεις σφραγισμένες, σε σκοτεινά δωμάτια. Ξεφεύγαμε από τις μεσοτοιχίες του φόβου, ακολουθούσαμε τις λουρίδες του φωτός για να χρυσίζουν τα μαλλάκια του. Ορδές τα βλέμματα πίσω μας ακολουθούσαν τη γυναίκα του Έκτορα, την αγαπητικιά του αντάρτη. Ο δικός μου ο Νεοπτόλεμος ήταν παντού, ένα Μεγάλο Μάτι να με κατασκοπεύει. Ένιωθα την ανάσα του αλλά δεν τον έβλεπα. Προσπαθούσα να τον αγγίζω αλλά δεν είχε σώμα και ξέφευγε. Σκιά, αίλουρος σκαρφάλωνε σε κεραμίδια, τρύπωνε μέσα από χαραμάδες, κρυβόταν κάτω από κρεβάτια. Δεν είχε όνομα να τον φωνάξω, να τον εντοπίσω· μόνο ψίθυροι, αντίλαλοι και ηχώ βούιζαν στα αυτιά μου συνέχεια. Το σώμα μου πάγωνε, το πνεύμα μου παρέλυε, σπασμωδικές κινήσεις κουρντισμένες, μπρος πίσω αυτόματα. Ο φόβος ήταν ο οδηγός μου. Σφαλιστά πορτόφυλλα. Μ’ έσυραν, με τράβηξαν έξω, μ’ έπιασαν... Πόσο να κρατάει το κρυφτούλι, πόσο ο φόβος να σφαλίζει την πόρτα, πόσο το δικό μου το βλαστάρι να φιμώνεται για να μην ξεφωνίζει για να μη γελάει για να μην πεινάει;

Άρχισαν οι πρόβες στο στρατόπεδο, ξεφεύγαμε με χίλια τερτίπια από το Μεγάλο Μάτι. Τα απομεσήμερα μαζευόμασταν στις σκηνές και μεταποιούσαμε χαρτιά, τριμμένα σεντόνια, ξεθωριασμένες φούστες, φανταχτερά φουστάνια από τα δέματα του Ερυθρού Σταυρού. Πλήρη συνεργεία, κορδελιάστρες, τσαγκάρισσες, όλες αφοσιωμένες στις ιέρειες της Τροίας, στις αιχμάλωτες βασίλισσες.

Η Κασσάνδρα δίπλα, η φίλη μου, μάτωνε από την απόγνωση της δικής της απομάκρυνσης, την καταπάτηση της δικής της ασυλίας και καλούνταν να την παραστήσει. Ο δικός της ο Αίας, που με βία την απομάκρυνε από το ιερό της Αθηνάς, μοιραζόταν την ίδια ασέβεια με τον πρόγονό του. Ένα τιποτένιο ζουληγμένο ανθρωπάκι με σιρίτια ήταν που την άρπαξε από μια σχολική αίθουσα με γελοίες δικαιολογίες: γιατί ήταν μάντισσα, γιατί η γνώση που μετέδιδε η Σοφία άνοιγε δρόμους για το μέλλον, γιατί προφήτευε τα μελλούμενα. Δεν σεβάστηκε τη ρημαγμένη μάνα της που περίμενε από αυτήν μια μπουκιά ψωμί, τα απορημένα βλέμματα των μικρών μαθητών, τα μπαλωμένα παπούτσια, τα ξεφτισμένα πανωφόρια, τα γρατζουνισμένα πόδια, τον δρόμο που έκαναν καθημερινά μέσα στις βατσινιές για να ’ρθουν να την ακούσουν. Αυτό το βλέμμα κράτησε πολύτιμο φυλαχτό αποδοχής, προσφοράς και ελπίδας για συνέχεια. Κλώθαν οι σκέψεις γύρω της κι ο νους της πετούσε χωρίς σταματημό σε ελάχιστους αγαπημένους. Η Σοφία-Κασσάνδρα, καθώς οι πρόβες με κόπους και τσίλιες συνεχίζονταν, σχημάτιζε ολοένα και πιο πολύ τη βεβαιότητα πως ο ρόλος αυτός δεν ήταν ένα κουστούμι που της φόρεσαν αλλά ένα κομμάτι της σάρκας της που διεκδικούσε την ιδιοκτησία του. Αυτή η διαλεχτή του Αγαμέμνονα, κοπελούδα πάνω στην ήβη της, κράδαινε σε κατάσταση μανίας γαμήλιες δάδες κι έμοιαζε να χαίρεται για γάμους, για φλογισμένα βασιλικά κρεβάτια. Μέσα βαθιά της όμως ο ρόχθος του αγριεμένα μαύρου Σκάμανδρου αντάριαζε τα σπλάχνα της. Φοβόταν η Σοφία, η ιέρεια του Απόλλωνα, μην τυχόν και πλημμυρίσει ο χείμαρρος, μην τυχόν και την βιάσουν από εκδικητική μανία, μην τυχόν και πετάξουν το λεηλατημένο κουφάρι της στο διπλανό φαράγγι. Και τότε, πού θα σταθούν, πού θα ακουμπήσουν οι αγαπημένοι της, από ποιούς θα τιμωρηθούν οι άρπαγες;

Δύσκολα προχωρούσαν οι μέρες κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο. Έπιασε το μάτι μου φευγαλέα και σχεδόν τυχαία, τυφλωμένο καθώς ήταν από τις πίκρες και την απαντοχή, τις πρώτες αλλαγές. Ένιωσα ενοχή, γιατί το βλέμμα μου γαλήνεψε για λίγο ακουμπώντας μαλακά στα φανερώματα της άνοιξης. Τα γκρίζα σκληρά χόρτα άρχισαν να μεταμορφώνονται σε μωβ μαλακούς μίσχους, μια πομπή από ταπεινά χαμόμηλα σχηματίστηκε και κοίταξε περήφανα ψηλά, καψαλισμένα σκιάχτρα ντύθηκαν στα ροζ και τα λευκά και η μελανιασμένη θάλασσα γαλήνευε ώρες ώρες κάτω από έναν ήλιο θηριοδαμαστή. Τα βράδια μπορούσα για περισσότερη ώρα να κάθομαι έξω από τη σκηνή, χωρίς να με περονιάζει ο ψυχρός αέρας, και να χάνομαι στο μέτρημα των αστεριών χαζεύοντας τους σχηματισμούς τους. Κι όταν τα πρωινά κατέβαινα στην παραλία μάζευα από συνήθεια κρίταμα, όπως κάναμε τις παλιές καλές μέρες που χαιρόμασταν τη θάλασσα, παρατηρούσα τα βιολετί λουλουδάκια που είχαν φυτρώσει πολλά μαζί στις σχισμές, τους γλάρους σε αναρίθμητες πιρουέτες κι εξασκούσα τα μάτια μου ξανά και ξανά για να διακρίνω στον γαλάζιο ορίζοντα τα σινιάλα της αγάπης και της επικοινωνίας. Αυτά μετρούσαν τον χρόνο.

Η μεγαλύτερη από τις τρεις μας σήκωνε και το μεγαλύτερο φορτίο: δυο παλικάρια χαμένα. Μόλις η δόλια έμαθε για τον θάνατο των παλικαριών της, το πρώτο που έκανε ήταν να σύρει τον θρήνο και μετά να πέσει με τα μούτρα να σκαλίζει την ντουλάπα τους. Έβγαλε με επιμέλεια έξω τα ρούχα, τα αέρισε, τα δίπλωσε με ναφθαλίνη και τα έκρυψε προσεκτικά. Φύλαγε το σώμα τους, το συντηρούσε. «Ο σκόρος είναι ύπουλος», είναι από τις πρώτες κουβέντες που άκουσαν οι παριστάμενοι, «χρειάζεται προσοχή για να μη φαγωθούν τα ρούχα». Τα μάλλινα πουλόβερ, τα ριγέ γκρίζα κουστούμια, το ρολόι με το αλυσιδάκι που κρεμόταν από το γιλέκο, όλα βρήκαν τη θέση τους στα συρτάρια. Κάθε πρωί τα επισκεπτόταν, τα έβλεπε, τα καμάρωνε και τα χάιδευε ώρες ατέλειωτες. Αγωνιζόταν να βρει έναν λόγο για να δικαιολογήσει τη ζωή της, ένα κουφάρι ριγμένο σε ένα στρώμα που της έσφαζε τη ράχη, παγωμένα τα χέρια και τα πόδια της, προσπαθούσε να ελέγξει την κίνηση για να μη σωριαστεί. Άσπρα μαλλιά κοντά κουρεμένα, γερτό σώμα, συσσωρευμένος απότομα χρόνος στην καμπούρα της, ένα βαθύ χαντάκι ανάμεσα στα φρύδια. Η Εκάβη δεν ήταν για τη Φρόσω παρά το είδωλο σε έναν καθρέφτη αντεστραμμένο.

Άφηνα τη θάλασσα πίσω μου, σπάζοντας τα φύκια και ρίχνοντάς τα σε μιαν άβυσσο που με κατάπινε και με χώριζε. Πώς αποχωρίστηκα τη μέρα εκείνη το δίχρονο αγοράκι μου; Ένα βράδυ, μόνο ένα βράδυ, είχα στη διάθεσή μου να τον αποχαιρετίσω και τί να πω, τί να μην πω, τί να θρηνήσω; Γι’ αυτούς δεν ήμουν Ελληνίδα, ήμουν «Βουλγάρα», ήμουν «Ρωσίδα», ήμουν πόρνη, δεν ήμουν κατάλληλη για μάνα, ήμουν ένα σκουπίδι. Έπρεπε σε ένα κάρο να φορτωθώ και να πεταχτώ σε μια χαράδρα, σε μια χωματερή να βρω τη θέση μου. Ένα σώμα παραπεταμένο και παράνομο που έπρεπε να κρύβεται στο σκοτάδι και να αντικρίζει τον ήλιο μόνο από τις χαραμάδες. Δεν ήμουν κατάλληλη για οικογένεια, δεν μπορούσα να μεγαλώσω παιδιά, δεν μπορούσα να τα διδάξω, δεν μπορούσα να τα θηλάσω. Το δικό μου το γάλα γι’ αυτούς είχε μικρόβια, ήταν δηλητηριασμένο. Έπρεπε να κόψει, να σταματήσει η βλαβερή γαλουχία. Δεν ήμουν ο άγγελος του σπιτιού. Βγήκα έξω, οραματίστηκα κάτι που αφορούσε κι άλλους, έξω από αυτούς που διάβαιναν το κατώφλι μου. Ήμουν ένα εξάμβλωμα χωρίς σχήμα, χωρίς μορφή, χωρίς νόμο. Ήμουν ύποπτη γιατί πρόλαβαν και με διακόρευσαν οι εχθροί της πατρίδας. Πώς έτρεμε το βλασταράκι στον κόρφο μου, στα στήθια μου που ανεβοκατέβαιναν σαν την ασύχαστη θάλασσα! Σαν να καταλάβαινε τον αποχωρισμό μας. Για πόσο άραγε; Πώς τραβούσε τη ρόμπα μου, πώς χωνόταν στη μασχάλη μου σαν το πουλάκι που ζητάει την προστασία της φτερούγας! Πώς, πώς να χωρίσω από την ανάσα μου, από την ίδια μου τη σάρκα, πώς να χάσω τα μάτια μου; Ξαγρύπνησα την τελευταία νύχτα στο προσκεφάλι του περνώντας τα χέρια μου μέσα από τα μαλλάκια του. Ας το είχα εδώ να γελάσει, γλυκύ έαρ, να αντηχήσουν οι χαράδρες από τα γέλια του, να ανθίσουν αυτές οι ξερολιθιές, να φτερουγίσουν αηδόνια στις σκηνές μας. Δεν ξέρω να ξεχωρίζω πια το πάνω από το κάτω.

Καθώς τάχυνα το βήμα μου ανηφορίζοντας προς τις σκηνές, το κροτάλισμα της απειλής «Ελληνίδες, υπογράψτε για να επιστρέψετε στα σπίτια σας» διασταυρώθηκε με θρήνους και κραυγές. Απελπισμένα χέρια, μάτια πεταγμένα έξω, σκόρπια μαλλιά, σκισμένα μάγουλα, διαμελισμένα κορμιά, μάταια προσπαθούσαν να αποτρέψουν τον χωρισμό. Παιδιά χωρίζονταν από τις μανάδες τους και στέλνονταν αλλού, σε ορφανοτροφεία, μακριά από αγκαλιές και χάδια. Κι άλλα πυργώματα υψώθηκαν. Κι άλλα τείχη, κι άλλοι Αστυάνακτες, κι άλλα κοράκια καραδοκούσαν να χορτάσουν από τις σάρκες τους. Όλες βαριές και αμίλητες, όλες τσακισμένες πέσαμε στα στρώματα.

Εκείνο το βράδυ ο χείμαρρος πλημμύρισε. Παρέσυρε σκηνές, στρώματα, κουβέρτες, θυμητάρια, αφανίστηκε η χώρα του Πριάμου. Η παράσταση δεν ανέβηκε ποτέ.


Μαίρη Μικέ. 2015. Κόκκινες ουλές. Αθήνα: Ίκαρος.