Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Ανδρέας Λασκαράτος

Η πτώσις της Τρωάδος


(αποσπάσματα)

(Αρχή τραγωδίας)

ΠΡΑΞΙΣ Α΄
ΣΚΗΝΗ Α΄
(Εις τα ανάχτορα του Πριάμου)

Πρίαμος μόνος
Κλεις κι ο δέκατος χρόνος οπού ζούμε
αποκλεισμένοι από Έλληνας εχθρούς μας,
εχθρούς ασπόνδους, οπού δεν κινούνται
ούτε από σοβαρά συμφέροντά τους,
συμφέροντα μεγάλα, ώστε να αξίζει
για δαύτα πεισματώδης εχθροπάθεια,
ούτε απ’ άλλα τιμής φρονήματά τους,
καθώς βρίσκουνε πρόφαση και λένε.
Μ’ αλαζονεία, κούφια αλαζονεία
τους έσπρωξε απ’ αρχής εις την Τρωάδα.
Και τώρα η εντροπή τούς εμποδίζει
να γυρίσουνε οπίσω. Δυστυχείς!
Αφήσανε καθένας από δαύτους
τη δική του γυναίκα απελπισμένη,
και τρέχουνε ζητώντες εις τον ξένον
να εγδικώνται γυναίκες αλλωνώνε!
Και αξίζει τάχα να σαλεύονται έθνη
και να γίνονται απάνθρωποι πόλεμοι
για γυναίκα που φεύγει από τον άνδρα της
με άλλον άνδρα, από κείθενε διαβάτη;
Αλλά μωραίνται οι λαοί κι εκείνοι
όταν θεός κανένας το θελήσει.

ΣΚΗΝΗ Β΄
Ο ρηθείς και υπηρέτης

ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Αυθέντη, από τους Έλληνας σταλμένος
κήρυκας, σε ζητεί να σου μιλήσει.

ΠΡΙΑΜΟΣ
(Ο εχθρός με ζητεί! Σαν τί να θέλει!)
Και γνωρίζεις ο κήρυκας ποιός είναι;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Ο Οδυσσέας

ΠΡΙΑΜΟΣ
(Βέβαια. Και ποιός άλλος!)
Εκειός που ξέρει να μπερδεύει. Ξέρει
να σκοτίζει, να φτιάνει, να χαλάει,
να λυεί, να δένει... κάνει μαύρο τ’ άσπρο
και τ’ άσπρο μαύρο. Και τα λόγια του όλα
ξηγώνται πάντα σε ποικίλους τρόπους).
Ας έμπει, ας έμπει ο Κήρυκας. (Μα, ω Θε μου!
Έλληνας ο Οδυσσέας! φρικιάζω).

[...]

(Μέσον τραγωδίας)

ΣΚΗΝΗ...
(Συναπαντώνται εις το προαύλιο του παλατίου Έχτορας και Ανδρομάχη με το παιδί τους)

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Έχτορα, στάσου.

ΕΧΤΟΡΑΣ
Πώς εδώ;

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Για σένα.

ΕΧΤΟΡΑΣ
Για με! Και τί με θέλεις; Τί καινούριο;

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Τί καινούριο; Και λες να μην ηξέρω
τίποτα; τίποτα, Έχτορα;

ΕΧΤΟΡΑΣ
Τί ξέρεις;

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Όλα, Έχτορα, τα ξέρω... Τα νογάω...
Τα βλέπω εμπρός μου... Όχι, δε γελιώμαι.
Έχτορα σιδερόκαρδε! Να φύγεις
κυρφά από μέν’!... Κάνε δε σου επόνιε
για το παιδί σου, ναν το πάρεις πρώτα
στην αγκαλιά σου, ναν του πεις πως πηαίνεις
σε φονική μονομαχία; Πως ίσως
το βλέπεις να την ύστερη φορά; Πως ίσως...

ΕΧΤΟΡΑΣ
Σώπα, Ανδρομάχη, μη φοβάσαι φόβους
αβάσιστους και μάταιους· πηγαίνω
(Ω το απάντημα τούτο!) Ναι, πηγαίνω
εις τον στρατώνα. Οι Έλληνες, φοβούμαι,
δεν θ’ αργήσουν πολύ...

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Έχτορα, πηαίνεις
εις την κακή μου μοίρα... και γυρεύεις
να με γελάσεις. Δε γελιέται μία
οπού αγαπάει ωσάν την Ανδρομάχη.
Έχου’ τα βασιλόσπιτα ολούθε
άφαντα αυτιά, και μάτια που αγρυπνούνε,
και δε μπορεί κρυφό ναν τα ξεφύγει.

ΕΧΤΟΡΑΣ
Ανδρομάχη, έχε γεια. (Φεύγοντας).

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Όχι, όχι, στάσου.
Μια στιγμή στάσου... Έχτορα, η καρδιά μου
μου λέει κακά... κακά μου προσμηνάει...

ΕΧΤΟΡΑΣ
Κακά ή καλά, το χρέος μου με κράζει.
Η Τιμή και το Χρέος Θεοί δύο. (Με αγανάχτηση)
Άκαρδοι, αδυσώπητοι, φρικώδεις.
Που χωρίζουν τον άνδρα οχ τη γυναίκα...
Τον πατέρα οχ το τέκνο... Ανδρομάχη...
(Θέλοντας να φύγει)

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Έχτορα, στάσου... μια στιγμήν ακόμη.
(Αρπάζοντάς τον)
Ακομή μια στιγμή. Νά το παιδί σου
με το χεράκι του το αθώο γυρεύει
να πιάσει τα φτερά της κόρυθός σου.
Αγκάλιασέ το... φίληστο... ποιός ξέρει!...
Ω, βαρυόμοιρη εγώδ! βάνω στο νου μου
συμφορές, και κακό σου προσμηνάω.
Πήναιν’, Έχτορά μου, πήαινε... στα παιγνίδια.
(Με βεβιασμένην ησυχία)
Και γύρισε χαρμόσυνος σαν πρώτα.
Πήαιν’, Έχτορά μου... (Θρηνεί)

ΕΧΤΟΡΑΣ
Δύστυχη Ανδρομάχη!
Α, μα! ποτέ, ποτέ κι εμέ η καρδιά μου
δεν εχτύπησε τόσο τρυφερότερα.
Παιδί μου, (παίρνοντάς το) θα ’σαι ο βασιλέας μια μέρα
της δοξασμένης Τρωάδος; ή θε να ’σαι
δούλος σε ξένη γη, μακρά από δώθε,
ορφανό και υβρισμένο; Ω Θε μου, Θε μου,
σε τί κίνδυνο βάνει την πατρίδα
κυριάρχου σφάλμα, πρίγκιπος κακία!
Μα τώρα σε τί χάνομαι;... Έχε γεια.
Φθάνει, Ανδρομάχη, φθάνει, γιατί ακούω
πόλεμο δυνατόν μες στην ψυχή μου
που με κατασπαράττει και με πνίγει.
Έχε γεια... Το παιδί μας... Ανδρομάχη!...
(Ο Έχτορας φεύγει. Η Ανδρομάχη λιποθυμεί)

(Τέλος της τραγωδίας)

ΣΚΗΝΗ ΥΣΤΕΡΗ
Μονόλογος Πριάμου
Πού να φύγω; Να φύγω! Α, πού ’ν’ το χέρι
που να δώσει κι εμέ το θάνατό μου;
Τα παιδιά μου σφαμμένα! Οι γυναίκες
συρμένες στη σκλαβιά! Τα βρέφη, ω φρίκη!
στραγγουλισμένα και ριμμένα. Οι φλόγες
αποτεφρώνουνε όλη μου τη χώρα.
Επιάσανε τ’ Ανάχτορα. Φουντώνει
ο καπνός... Και κανείς δε με ψηφάει
να με σκοτώσει. Είναι καταφρόνια
γι’ άνθρωπο υπέργηρόνε, ουτιδανόνε,
ή οι Ερινύες μ’ αφήσανε ώς τα τώρα
για να ιδούνε τα μάτια μου όσα βλέπω;
Ετέλειωσε η Τρωάδα. Εδώ θα μείνουν
μόνον ερείπια για πολλούς αιώνας
να δείχνουνε στους μέλλοντας ανθρώπους
στους Βασιλείς και Πρίγκιπας υιούς των
πόση ευθύνη ο θρόνος βάνει απάνου τους.
Ελάτε, ελάτε, Βασιλείς να ιδείτε·
ελάτε, Πριγκιπόπουλα παιδιά τους·
ελάτε, Κυριάρχαι των εθνώνε,
ιδέτε φλόγες, και σφαγές, και φρίκη·
αποτελέσματα όλα κακοηθείας
ενός διεφθαρμένου βασιλόπουλου.

Ανδρέας Λασκαράτος. 1981. Τα ποιήματα. Εισαγωγή-Επιμέλεια: Εμμ. Ι. Μοσχονάς. Αθήνα: Οδυσσέας.