Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Γιώργος Γεραλής

Δειλινό στο λόφο


Σε ξαναβρήκα όπως ανέβαινα τις ροδοδάφνες.
Τα ερείπια, μες στο απόγεμα της μουσικής,
πέτρα και μύθος κι είπα να ξεκουραστώ
στην πέτρα και στο μύθο και στη θύμησή σου.

Χαμογελώντας ήρθες, φέρνοντας πουλιά,
μέσα στις χούφτες, φέρνοντας χρυσάφι,
σωπασμένα πουλιά, χρυσάφι σκόνη
απλωμένο στο πρόσωπο, σάμπως να ’ρχόσουν
από ’ναν μακρινό, πικρό ουρανό,
απ’ τη φυλή που βούλιαξε και συλλογιέται.

Ξαναβρήκα στα μάτια σου τον αυλό και τη θάλασσα,
τα χαράματα πάνω στα νερά, το χαμόγελο
πλάι στους λόφους που σβήνανε, τα μαχαίρια των άστρων.
Ξαναβρήκα στο φίλημα τον κόμπο της πίκρας.

Έρημος ήταν ο ναός κι απ’ τις κολόνες
κύματα κύματα κυλούσε το σκοτάδι,
κύματα κύματα κυλούσε απ’ τα μαλλιά σου
το θαμπό φως της άλλης ζωής, και τα πουλιά
σωπασμένα στα χείλη σου για πάντα.

Η άνοιξη πέρασε, βέλος κι ανάβρυσμα,
ξημέρωμα λευκό στη μοναξιά του Αιγαίου,
το ταξίδι στο βάθος, οι γιαλοί
να προσμένουν χρησμούς και παραμύθια,
κι η μορφή σου αυστηρή κι ερωτεμένη
και τα μάτια σου τόσο μακρινά,
τραβηγμένα απ’ τη σκέψη κι απ’ τη μοίρα.
«Με τον άνεμο φεύγουμε, καθώς τα φύλλα.»

Όμως ετούτες οι γραμμές δένουν το χρόνο
και η αμετάγνωτη καρδιά ξαναγυρίζει
στο πρώτο ξάφνιασμα —απαλό χόρτο στην αύρα,
ανατολή στα βλέφαρα των αγαλμάτων—
κάθε που αστράφτει ερχόμενη απ’ τη μνήμη,
κάθε που αστράφτει ερχόμενη απ’ τη ρίζα
η μυθική στιγμή.

Ύστερα πάλι
σκοτεινιάζει παντού. Ο ναός, η νιότη,
τα ώριμα μέτωπα, οι νεκρές παιδικές κρήνες,
οι γελαστοί τάφοι. Κυλιόμαστε μες σ’ έναν ύπνο
με ασήμαντα όνειρα. Φωνές κομματιασμένες,
ψάχνοντας μια μορφή που δεν υπάρχει,
συντρίμμια ενός χρησμού ξεδιαλυμένου,
ενός κόσμου γυμνού.

Θα σε κρατήσω ωστόσο,
πληγή ακριβή, βούλα της άνοιξης, θα σε κρατήσω
στη βάρβαρη γερασμένη εποχή.

Εκατεβήκαμε σκυφτοί τις ροδοδάφνες.
Όπου κοιτάξεις, ένα φως ματώνει.
Όπου κοιτάξεις, ένα φως σωπαίνει
πίσω απ’ τα χρόνια, πάνω στα φτερά.

Γιώργος Γεραλής. 2009. Ποιήματα. Αθήνα: Ερμής.