Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Ζωή Καρέλλη

Ευρυδίκη


I
Αν την είχ’ αγγίξει με τούτα τα χέρια
του εγκοσμίου σώματος μέλη,
δόξα της αφής, ηδονή της ύλης,
θα την έπαιρνα στου δικού μου καιρού
τη σημασία.

Με πάγωσε
η άσπιλη παρουσία της σκιάς
στη διάρκεια του χρόνου
πώς να κρατήσω την παρουσία
του εφήμερου σώματός της.
Αφαίρεση ήταν δική μου
ο θάνατός της, η εξαφάνιση
με πνίγει ερώτηση, που δεν μπορώ
ν’ απαντήσω, καθώς την έχασα
εν ριπή οφθαλμού.

Χάος ο χρόνος κι αποζητώ
στων μορφών το πλήθος
εκείνη, που δεν επιστρέφει.

Καθώς το βλέμμα μου στρέφεται,
στο αόριστο έχει χαθεί
δεν έρχεται πια η πεθαμένη
μορφή ερωτική.

II
Οι στροφές επιστροφή,
οι διάρκειες, καθώς ξανάρχονται
τα έτη, έτι ο χρόνος υπάρχει
το ακόμα και το μηδέν
υπάρχουν όλα στο έν.

Με φοβίζει, που γνωρίζω,
την ακινησία, κάποτε στρέφω
στρέφομαι όμως ποτέ
δεν θα επιστρέψει το πρόσωπό μου.

Γι’ αυτό δεν έπρεπε ο Ορφεύς
να στραφεί, όταν πήγε
ν’ αποσύρει τον θάνατο
απ’ το πρόσωπο της υλικής
παρουσίας
— του ερωτικού,
φαντασία του χρόνου.

***
Στο ενδιαίτημα του χρόνου
οι μέρες, αποκοιμήθηκαν, του ανθρώπου
παρθένες μωρές.
Δεν περιμένουν
λοιπόν τίποτα πια;

Τόσο κουράστηκαν απ’ την ηδονή;
Τόσο κουράστηκαν απ’ την οδύνη,
που δεν έχουν δυνάμεις να βαστάξουν,
δεν έχουν δώρα έξοχα να τάξουν
αρετές, στο χρόνο που τις φυλάγει,
στο νυμφίο που διαρκώς
έρχεται κι όμως παρέρχεται;

Στο παλάτι του ανθρώπινου χρόνου,
κουρασμένες των ανθρώπων οι μέρες
κοιμούνται κι ας τόσος γίνεται
γύρω τους θόρυβος με φώτα πολύπλοκα,
διαρκής και μονότονος.

Πώς βαρέθηκαν τον ερχόμενο
οι μέρες να περιμένουν;
Τίποτε δεν έρχεται για να γλιτώσει
ο άνθρωπος την αναμονή,
τίποτα δεν γεννά
των ημερών η εμορφιά, η παρθενικότητα;

Κοιμούνται δίχως όνειρα καν.
Λησμονήσαν τον άγγελο,
που το χαίρε κατέρχεται να προσείπει,
ευαγγελίζοντας τη μεγάλη χαρά,
το πνεύμα του Χρόνου χαρίζοντας
στην χάρη της παρθένου ζωής,
θαυμάζοντας και τηρώντας.

***
Δίχως Εσέ, Κύριε, πώς
«ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών»,
τολμώ εαυτόν να νομίσω τον χρόνο μου,
κύριον τον εαυτόν μου του χρόνου μου;

Του χρόνου οικοδομή
μόνο Συ εν εμοί γίνεσαι,
φευγαλέα δεν είναι του χρόνου η ροή,
του χρόνου τη λύτρωση έδειξες,
ανέδειξες την αιωνιότητα.

Κι εγώ αποσπάστηκα
και ζητώ τον δικό μου χρόνο
της ζωής να ενώσω πού
να γνωρίσω, να δεχτώ των καιρών
την αμφίβολην έννοια δεν συμπληρώνω
και την παρουσία μου στον αιώνιο χρόνο
δεν εννοώ τον εφήμερο τούτον
της ζωής κόσμον, χρόνον συντριβής
θεωρώ, συντρίμμι ασήμαντο μένω
των ολοκλήρων αιώνων, περνώ.

Όνειρο της στιγμής,
μόνον του θανάτου τότε ο χρόνος
υψώνεται υπέρμετρος, συμπαγής,
υπέρογκο κύμα καταστροφής,
που σβήνει την πάσαν Ανάσταση,

καθώς Συ την έδωσες, Κύριε,
«πατήσας θανάτω τον θάνατον»,
τον χρόνον συνθέσας.

Ζωή Καρέλλη. 1949. Φαντασία του χρόνου. Θεσσαλονίκη. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Ζωή Καρέλλη. 1973. Τα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη. Τόμ. A΄ (1940–1955). Αθήνα: Οι εκδόσεις των φίλων.