Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Νίκος Καζαντζάκης

Σπασμένες ψυχές


(απόσπασμα)


[...]

Και τότε ανοίγει σιγά σιγά τα μάτια της η Χρυσούλα και το βλέπει. Θε μου! είναι ο Θάνατος, είναι ο Θάνατος!

Το χέρι της το διάφανο τρομαγμένο αποτραβήχτηκε και κρύφτηκε κάτω από το πάπλωμα. Ήθελε κάτι να πει, ανοιγόκλεισε τα χείλια της, μα δεν μπόρεσε. Ο λαιμός της πλάνταξε.

— Αγάπη μου... σώπα, σώπα... Θα γενείς καλά και θα φύγομε ευτύς να γυρίσομε στην Πατρίδα. Αγάπη μου...

Στην Πατρίδα! Ο ήλιος ο ελληνικός χίμησε απάνω από τα μαλλιά της κι από τα μάτια της και στάθηκε απάνου στο μαραζάρικο κρεβάτι ολόχρυσος και κατακόκκινος, και τα σπιτάκια τα λευκά κρεμαστήκανε στις άκρες των ροδογάλαζων βουνών, συμμαζεμένα γύρω από το βυζαντινό τρούλο και το μικρό καμπαναριό. Ήτανε βράδυ. Ένα παιδί μελαχρινό πρόβαλε από το στενό δρομαλάκι και το τραγούδι του πήγαινε μπροστά κι άνοιγε τη στράτα και δυο βόδια μελισσά πηγαίνανε από πίσω αργοκουνώντας τα μεγάλα στρουφιχτά τους κέρατα. Και πέρα μακριά η θάλασσα λιγωμένη χρυσογυάλιζε. Κι απάνω της δυο τρεις βαρκούλες με κάτασπρα πανιά — όχι, όχι βαρκούλες, γλάροι καμπανίζαν τα φτερά τους στο βραδινόν αέρα.

— Στην Πατρίδα!

Η φωνή της αναπετάρισε από μια λαχτάρα θανάσιμη. Κλείσανε πάλι τα μάτια της από το βάρος του λογισμού.

— Ποτέ πια... ποτέ πια...

Τα χείλια της σαλεύανε και δεν μπορούσανε να πουν τη σκέψη που της σπάραζε το κορμί.

— Τι έχεις, αγάπη μου; τι συλλογάσαι;

— Τίποτα, τίποτα...

Κι αναστέναξε. Έσκυψε ο Ορέστης και της χάδεψε τα μαλλιά κι έπειτα της πήρες και της έσφιγγε το χέρι απαλά, απαλά, λες και φοβότανε μην το σπάσει. Λες κι ήθελε να το ζεστάνει, να το ζωντανέψει, να μην το αφήσει να του φύγει.

Κι έσκυψε και το φιλούσε και το φιλούσε κι έκλαιε.

— Ορέστη, σώπα. Θα με κάμεις και μένα να κλάψω. Και δεν μπορώ — πονώ! Μίλιε μου, πες μου τίποτα. Να, στάσου. Διάβασέ μου τίποτα. Σιγά σιγά θ’ αποκοιμηθώ και θα ησυχάσω.

Άπλωσε το χέρι της στο τραπεζάκι, όπου κλειστό βρισκότανε ένα βιβλίο. Το μπράτσο κοκκαλιάρικο κι όλο γωνίες έτριξε κι οι φλέβες φανήκανε χοντρές γαλαζόμαυρες απάνω στην αρρωστιάρική ασπράδα της σάρκας. Κατέβασε βιαστική τις πλατιές ταντέλες τω μανικιώνε της, για να μη δει ο Αγαπημένος πώς την κατάντησε η αρρώστια. Κι αναστέναξε.

Ο Ορέστης έτρεξε και πήρε το βιβλίο.

— Όμηρο θέλω να μου διαβάσεις, Όμηρο.

Και πρόστεσε σιγότερα:

— Έτσι πιο ήσυχα και πιο υπομονετικά...

Ήθελε να πει «θα πεθάνω», μα δεν μπόρεσε.

Ανασηκώθηκε και θέλησε να καθίσει απάνω στο κρεβάτι.

Ο Ορέστης έτρεξε και τη βοήθησε και την τύλιξε με προσκέφαλα και την έβαλε έτσι και κάθισε αναπαυτικά — τόσο αναπαυτικά, που χαμογέλασε η Χρυσούλα. Και το κεφαλάκι της έπεσε κλιτό απάνω στα στήθια — έτσι κλιτά πέφτουνε και τα λουλούδια, όταν δεν μπορεί πια να τα σηκώσει το λίκι τους, γιατί έσπασε. Άνοιξε τα χέρια της για να πάρει την αναπνοή της πιο εύκολα και τα σωθικά της πάλι σκιστήκανε, σα μεταξωτό.

— Ποιο γράμμα θες να σου διαβάσω, Χρυσούλα;

— Το τελευταίο, το τελευταίο. Το Ω. Άλλο για μένα δεν ταιριάζει.

Έσφιξε τα δόντια της και τα χείλια για να μην ξεσπάσει σε κλάμα. Έριξε τώρα το κεφάλι της στα προσκεφάλια αναγερτό κι άκουγε. Ο λαιμός της φάνηκε λιγνός, παραδομένος αναγερτά στη Μοίρα. Σωπάσανε κάμποση ώρα. Κι ως να σωπάσουνε, η ηρεμία όρμησε πάλι από τις σκοταδερές γωνιές σαν την αράχνη κι άρχισε να πλέκει και να επιδιορθώνει πάλι το δίχτυ της το πυκνό, που το σκίσανε αποδώ κι αποκεί τα λόγια της ζωής και της δυστυχίας της ζωής.

Κι άρχισε σε λίγο η ανάγνωση του Ομήρου.

Το δίχτυ της ηρεμίας ξαπλώνει τώρα, δένει, πυκνώνεται.

Δεν τον πλέκει πια η Ηρεμία. Η Ηρεμία νικήθηκε και στάθηκε παράμερα κι ήρθεν Εκείνος κι αποτελείωσε το έργο. Η Ηρεμία είναι κατιτί θεϊκό· ο Όμηρος είναι ο θεός.


"Και τα παιχνίδια πια σκολνούν και γύρω στα καράβια

Σκορπούν τα πλήθη εδώ κι εκεί και νοιάζουνται να φάνε

Κι ύπνο γλυκόνε να χαρούν. Μα θρήναε ο Αχιλλέας

Κι είχε στο νου τ’ αγαπητό συντρόφι, μήδ’ ο ύπνος,

Του κόσμου το καταπονετής, τον έπιανε, μόν’ πάντα

Πότε αποδώ, πότε αποκεί παράδερνε γυρνώντας

Και του Πατρόκλου ανάδευε τη λεβεντιά, τη νιότη,

Κι όλα που τράβηξαν μαζί — τί κόπους, πόσα πάθια—

Με τ’ άγριο κύμα του γιαλού και με στεριάς πολέμους..."


Στο δωμάτιο μπήκε Κάποιος. Ένα Πνέμα, μια Παντοδυναμία. Με κινήματα άυλα, απλώνει τα χέρια του, υπερευλογημένα, απάνω από τα κεφάλια των όλων. Κι όλα σκύφτουν· το φως στάζει από τα δάχτυλά του και βαφτίζει μέτωπα, μάτια, ψυχές. Όλα μέσα σ’ ένα θεϊκό φως, η Ζωή κι ο Θάνατος, η Χαρά κι ο Πόνος, η Ομορφιά κι η Ασκήμια, όλα κλίνουν το κεφάλι κι αφήνουνται να τα ευλογήσει το θείο χέρι. Κι η ευλογία πέφτει σαν αγιοράντισμα. Κι ο Θάνατος ακόμα, που δε μετασάλεψε από το προσκέφαλο της Χρυσούλας, σκύφτει και τόνε ραντίζει η ευλογία κι ύστερα πάλι σηκώνει το κεφάλι του και κοιτάζει τη Χρυσούλα με τα νυσταγμένα του, τα υπομονετικά και γυάλινα μάτια.

(Ω! Χρυσούλα! Χρυσούλα!)


Ανάμνησες θολές, σα μέσα από τζάμια θαμπωμένα, αρχίζανε ν’ αναταράζουνται στα βάθη της Χρυσούλας. Σκηνές που κάποτε είδε, σα να είδε, ήχοι γνωστοί που αντιλαλήσαν μέσα της μια φορά κι έναν καιρό — ίσως χιλιάδες τώρα, χιλιάδες χρόνια, πολιτείες βουλιαγμένες ανεβήκανε μέσα της πάλι, με τα γερά μπεντένια τους και με τα χαμηλά τους σπίτια και με το ανθρωπολόι που βγαίνει όξω από τις πόρτες και χύνεται και βουά μέσα στους δρόμους.

Κι απόξω από την Πολιτεία, μακριά, ένας Ήρωας κλαίει, ξαπλωμένος στο ακρογιάλι. Μέσα του σπαράζει η λαχτάρα του σκοτωμένου φίλου και θέλει αντρειά κι αγανάχτηση να γίνει η λαχτάρα και να σπάσει τα μπεντένια. Ο θυμός ξεχειλίζει από την καρδιά του, σαν πυρκαγιάς καπνός, και σκεπάζει τη σκέψη του και θαμπώνει τα μάτια τα τζαντήρια, ορμά στην Πολιτεία και τήνε σφίγγει και άκουε τους Αχαιούς να κλαίνε μέσα από τα τζαντήρια τους γιατί πέθαινε τόσο όμορφος και νέος. Κι άκουε τα δυο αγαπημένα του άλογα να χιλιμιτρούν με τα μαλλιά πεσμένα ως τα πόδια και να σιγομιλούνε και να κλαίνε τον Αφέντη. Κι άκουε τη θάλασσα μπροστά του να στενάζει και να δέρνεται, σα να ’τανε μάνα και τον μοιρολογότανε. Τ’ άστρα ολοένα σβήνανε, σβήνανε κι οι φωτιές οι αναμμένες στα στρατόπεδα. Κι απάνω στα μπεντένια της Τροίας θεόρατη ήρθε τότε και στάθηκε με την ασπίδα της τη μπρούτζινη και τόνε κοίταζε με τα μάτια της τ’ ατσαλένια κι ανήλεα, η Μοίρα. Ο Ήρωας ως να τη δει σηκώθηκε ορθός. Και πήγε να τη βρει. Και νά! ω! πώς χρυσοπεριχύθηκε όλη η αμμουδιά και κοκκίνισε η Ανατολή και πετάχτηκε μέσ’ από τα κύματα ένας θεός άγριος, νιολουσμένος κι αιματοπότης.

(Η καρδιά της Χρυσούλας σπαρτάρισε από τον τρόμο.)

Τα αίματα είχανε γεμίσει τον ουρανό, είχανε χυθεί στις μπρούτζινες ασπίδες και στις περικεφαλαίες των Αχαιών και τα σπαθιά τους ανάψανε και κινηθήκανε στη ζώνη τους ξαγριεμένα. Κι από τα νύχια ως την κορφή αστράψανε από το θυμό τα όπλα του Ήρωα, ως τους άγγισε το μάτι του Θεού.

Μια βουή μοιρολογήτρα ξέσπασε τότε απάνω σ’ όλη την ακρογιαλιά — βγαλμένη από τα πολυπικραμένα μητρικά σπλάχνα της Θάλασσας: «Παιδί μου! παιδί μου! Λυπήσου τα νιάτα σου, λυπήσου την ομορφιά σου! Μην προχωρείς έτσι περήφανα και μην τα βάζεις με τη Μοίρα! Είναι αθάνατη αυτή κι είναι πιο δυνατή από σένα και θα σε πιάσει από τα ξανθά μαλλιά σου και θα σε σύρει στον Άδη. Εκεί θα κάθεσαι μερονυχτίς στην άκρη του Αχέροντα με το κεφάλι μέσα στα γόνατα και θα κλαις θυμούμενος τον κόσμο τον απάνω. Καλύτερα σκλάβος, κιοτής κι ατιμασμένος, να σέρνεσαι και να χαίρεσαι το φως του ήλιου, παρά Αφέντης να ’σαι και Βασιλιάς κάτω στον άραχνο και μαυρισμένον Άδη... Παιδί μου! παιδί μου! μην πας στον πόλεμο!»

Κι ο Ήρωας ορθός λαμποκοπούσε όλος από τη μάνητα κι από τη θλίψη και κοίταξε κατάματα τη Μοίρα του, που ορθωνότανε σαν άγαλμα μπρούτζινο απάνω στα μπεντένια. Και προχωρούσανε κι οι δυο αλύγιστοι και περήφανοι και σιμώνανε ολοένα.

Πιο σιγαλινά τώρα άρχισε η θάλασσα η παρηγορήτρα να μιλεί και να δέεται, κι ύστερα να σβήνει παθητικά και ν’ αποσέρνεται κι ύστερα να ξανάρχεται και να παρακαλεί, γλυκολαλούσα κι υπομονετικιά — σα Μάνα:


"Παιδί μου, πες μου, ως πότε πια με στεναγμό και κλάμα

Θα τρως τα σπλάχνα σου, χωρίς μήτε ψωμί ν’ αγγίξεις

Μήτε γυναίκα; Μα καλό και σ’ αγκαλιά γυναίκας

Να γύρεις, τι πολλή ζωή δεν έχεις πια, μόν’ τώρα

Σου στέκει δίπλα ο Θάνατος κι η άπονή σου Μοίρα."


Χαμογέλασε η νιότη του ήρωα απάνω στα μεριά του. Από τη σκηνή του μέσα ένα κλάψιμο γυναίκας ακούστηκε. Κάρφωσε σα δόρυ βαθιά μέσα στη γης, απίθωσε τη φοβερή περικεφαλαία, για να μην τρομάξει η Πολυαγαπημένη, και φώναξε γλυκαίνοντας τη βαριά, αντρίστικη φωνή του.

— Βρισηίδα! Βρισηίδα!

Έστρωσε χάμω τη λιονταρίσια προβιά που ’χε ριγμένη στους ώμους, μαλακιά μαλακιά, σαν κρεβάτι νυφικό. Μια επιθυμία γλυκόζωσε τη μέση του, σα μπράτσα γυναίκας, τα στήθια του λιγοθυμήσανε κι η Μοίρα στάθηκε κι αυτή. Στάθηκε μια στιγμή, ως ν’ απογλεντήσει σήμερα τη νιότη του ο Ξανθός Λεβέντης, είχε πάντα όσο καιρό ήθελε μαζί του να παλέψει. Καλύτερα έτσι. Ύστερα από τον κόρφο της Γυναίκας πιο εύκολα θα δινότανε το ξανθό κεφάλι του στα χέρια της Μοίρας.

— Βρισηίδα! Βρισηίδα!...

[...]


Νίκος Καζαντζάκης. 2007. Σπασμένες ψυχές. Πρόλογος-Επιμέλεια: Πάτροκλος Σταύρου. Αθήνα: Εκδόσεις Καζαντζάκη [Α΄ δημοσίευση: Νουμάς, 1909-1910].