Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Νίκος Καζαντζάκης

Οδυσσέας


(απoσπάσματα)

[...]
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Αν είσαι εσύ το θείο της Πηνελόπης
κορμί, χαρά στα μάτια που σε βλέπουν!
Χωριά και χώρες γύρισα, κι αλήθεια
τις όμορφες τα μάτια μου χορτάσαν·
μα τώρα, να, σαν άγουρος, που ο πόθος
τον πλάνταξε, γλυκά αχνοτρέμω ομπρός σου,
κυρά μου!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Την Ελένη, πες, της Σπάρτης,
την είδες; Θα ’ναι πιο όμορφη από μένα.
Η σκύλα, πόσους βούλιαξε στο χώμα!
κι όμως στην πάσα γης ανθίζει η δόξα της
κι όλοι κρυφά τη λαχταρούνε!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Η δόξα σου
της άμυαλης, κυρά, δε μοιάζει Ελένης!
Η γης που θρέφει το κορμί σου αγάλλεται,
σα χώμα που έχει ανθίσει ολάσπρο κρίνο.
Εσύ σα μια κολόνα στο παλάτι
του αντρός σου, ορθή κρατάς ψηλά τη στέγη.
σα λύχνος στέκεσαι άγρυπνος και φέγγεις
με υπομονή τ’ ανώγια, τα κατώγια·
και μ’ έγνοια συντηράς τα ζα, τις σκλάβες,
τα μαγερειά, και τη δουλειά μοιράζεις.
Χαρούμενο βροντάει το σπιτικό σου
στο χτύπο του αργαλειού, και λες στις δούλες,
τον άντρα τον καλό σου αναστορώντας:
«Πανί στον ύπνο μου άλικο χτες βράδυ
νειρεύτηκα· με βιας τα χτένια παίχτε,
πλούσια ως θεός σκουτιά να συχναλλάζει
στην αγορά, να τον ζηλεύουν όλοι,
με τους προεστούς σαν πάει να κουβεντιάσει·
γιατί, μου λεν, το κόκκινο γοργό ’ναι!»
Και τώρα που μπροστά μου το άγιο θάμα
της γυναικός θωρώ, βλοημένη ας είναι
φωνάζω η γης, κυρά, που σ’ έχει ανθίσει!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Την άμετρη αρετή μισούν οι αθάνατοι
κι ασέβεια να περνάς, θαρρώ, του ανθρώπου
τα σύνορα σε πλούτη ή φρονιμάδα.
Κι η προσταγή της Μοίρας με γυρίζει
ξανά στην πολυσύχναστη άγια στράτα,
και τα πολλά παινάδια δε μου στέκουν·
όχι θεά, μα ανήμπορη θνητή ’μαι!

[...]

ΕΥΜΑΙΟΣ
Καιρός, βασίλισσά μου ορθά εστηθήκαν
τα δώδεκα πελέκια και προσμένουν·
για δώσε στους λεβέντες το δοξάρι!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Πρώτα της θεάς το χέρι ας το βλογήσει!
Καλή Αφροδίτη, το άγιο σου χεράκι
δώσε και την τυφλήν οδήγα Μοίρα!
Τους όρκους μου δεν πάτησα, το ξέρεις·
σαν έφυγε ο καλός μου για τ’ αλάργα
καταραμένα ακρόγιαλα, το χέρι
πα στο κατώφλι μού ’πιασε και κρένει:
«Πολλοί μας νιώθω θα χαθούν, γυναίκα,
και δε θα γύρουν πίσω στην πατρίδα,
γιατί γενναίοι φουμίζουνται κι οι οχτροί μας,
στο κοντάρι και στ’ άλογα τεχνίτες.
Να ’χεις καλά την έγνοια του σπιτιού μου,
τα γονικά μου γεροκόμιζε με αγάπη·
τη ρίζα της γενιάς μου σαν ποτίζεις,
εμέ θα θρέφεις, μάθε το, κι ας λείπω.
Και σύντας δεις το πρώτο αντρίκιο χνούδι
το πρόσωπο του γιου μας να παχνίζει,
το σπιτικό μου πια παράτα κι όποιον
ορέγεσαι άντρα διάλεξε και πάρε.
Γιατί θαρρώ ’ναι κρίμα, νέα κι ωραία
που θα κρατάς ακόμα, να μαραίνεσαι
για με, που θα ’χω τότε πια δαγκάσει
τη γης γιά στον υγρό βυθό θα λιώνω.
Μισούν το ανόργωτο χωράφι οι αθάνατοι,
που άσπαρτο, χέρσο, ανώφελα αγκαθιάζει!»
Τέτοια, στερνά, φιλώντας τη γυναίκα του
την άμοιρη, παράγγελνε ο Δυσσέας.
Κι εγώ σκυφτή τον πρόσμενα, στης χήρας
σφιχτά μαντιλωμένη την αρφάνια·
κι αξιώθηκα το γιο μου να χαρώ
με το χνουδάτο μάγουλο σαν άντρας
τις κορασιές με πόθο να κοχεύει.
Όμως εγώ, τ’ ορκίζουμαι, ποτέ μου
κορμί δεν καταδέχτηκα να φράνω
μήτε ψυχή κατώτερη του αντρός μου·
απάνωθέ μου ο μέγας ίσκιος πάντα!
Μα τώρα οι θεοί προστάζουν, κι υπακούω
Μοίρα, τυφλή κι αγέλαστη μην έρθεις·
την Αφροδίτη συντροφιά σου πάρε,
να μου διαλέξει τ’ ώριο παλικάρι,
που τυχερό ’ναι απ’ τους θεούς ν’ ανέβει
την αψηλή βασιλικιά μου κλίνη!

[...]

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τηλέμαχε, θαρρώ πως είναι δίκιο
η σεβαστή βασίλισσα να μείνει·
τους θεούς εγώ θα βιάσω ν’ αληθέψουν,
κι ο γάμος ο μοιρόγραφτος να γίνει.
Ένας μνηστήρας μένει ακόμα· κάμε,
κυρά μου, υπομονή, παρακαλώ σε!

ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ
Ομπρός, αφέντη του σπιτιού, η σειρά σου!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Βογκά η καρδιά, κακό λες κι ανεμίζεται!
(Ο Αντίνοος δοκιμάζει και πάλι το δοξάρι τού κάκου.)

ΑΝΤΙΝΟΟΣ
Αχ, δεν μπορώ, και μάγια μου ’χουν κάμει!
Αγκάλιαστη γραφτό σου, Πηνελόπη,
στην έρμη κλίνη ακόμα να στενάζεις·
μην κλαις, και ξέρει μύριες άλλες τέχνες
η φιλαντρού θεά, και θα μας σμίξει!
(Πέφτει το δοξάρι από τα χέρια του Αντίνοου· ο Εύμαιος το αρπάζει.)
Μην παίρνεις το δοξάρι· φέρ’ το πίσω!

ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ
Εγώ ’μαι ο νοικοκύρης και προστάζω:
Βοσκέ, του γέρου δώσε το δοξάρι,
να θυμηθεί τα νιάτα του!
(Ο Οδυσσέας αρπάζει ο δοξάρι, χτυπάει τη νευρά, κι αυτή λαλεί σα χελιδόνι. Γνέφει του Εύμαιου και του Τηλέμαχου και στέκουνται δεξόζερβά του. Ρίχνει τα κουρέλια· λάμπει σα θεός.)

ΛΑΕΡΤΗΣ ΚΑΙ ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Ο Δυσσέας!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Καλώς σας βρήκα, αρχόντοι μου· πού πάτε;
Οι θύρες μανταλώθηκαν, κι αρχίζει,
γαμπροί, μες στις φαρδιές αυλές μου ο γάμος!
Ε συ γυναίκα, στη γωνιά στριμώξου,
στο ανάστα της σφαγής μπορεί η σαΐτα —
έχε το νου, κυρά — να σε λαβώσει!
Είμαι ο Δυσσέας, και το πιστό δοξάρι
με γνώρισε, στα χέρια μου χορεύει
κι όλο χαρά η νευρά χελιδονίζει!
Και στις βαριές μου φούχτες λάμπει ο θάνατος
γαλήνια, ως κεραυνός σε δίκαιο χέρι!

Νίκος Καζαντζάκης. 1964. Θέατρο. Τόμ. Α΄: Τραγωδίες με αρχαία θέματα. «Προμηθέας Πυρφόρος», «Προμηθέας Δεσμώτης», «Προμηθέας Λυόμενος», «Κούρος», «Οδυσσέας», "Μέλισσα". 2η έκδ. Αθήνα: Καζαντζάκη [1η έκδ.: Αθήνα: Δίφρος, 1955].