Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Παναγής Λεκατσάς

Ιφιγένεια η Ορχουμένη (Απόσπασμα)


(Χορός)
Στην έρμη ακρολιμνιά, μες στα φτερά του
νείρεται κύκνος πάλλευκος και δένει
τη γη και τα νερά με τα όνειρά του.
Βαρύ του Απρίλη ολόγιομο ανεβαίνει
φεγγάρι στον αιθέρα — και σαλεύει
στο κρύο το φως ο κύκνος που πεθαίνει.
Παράξενη του ονείρου η γη, κι οδεύει
μ’ ολάνοιχτα τα πάλλευκα φτερά του
καταμεσίς του αγέρα και παλεύει
μ’ ανόρατα στοιχειά που ολόγυρά του
τ’ αδράχνουν τα φτερά· κι αργοπυκνώνει
κατάχνια θολερή στα βλέμματά του.
Πετάει, τα μεγαλόχαρα τεντώνει
φτερά και τα χτυπάει κι οδεύει, οδεύει
για χώρα μακρυνή που αγνάντι απλώνει
στου ορίζοντα την άκρη και σαλεύει
γαλάζα εξαίσια νάματα που δείλι
χωρίς αυγή κι εσπέρα τα χαϊδεύει
και πόρφυροι διπλοί ζυγιάζονται ήλιοι
σε κύματα κι αιθέρα κι όλη φρίσσει
χρυσή των ουρανών στα βάθη η πύλη·
πετάει και κάθε ορθά που θα χτυπήσει
φτερά, γοργοπερνούν βουνά από κάτου,
πέλαα και κάμποι πὄχει αλησμονήσει.
Μα εμπρός του όλο και πέτεται κι η σκιά του
στον πράο βαρύν αγέρα και πυκνώνει
σκιανό πουλί και πάει και πάει μπροστά του
και πέτονται μαζί και τους ενώνει
θολό, βαρύ το φως· — κι αναγυρίζουν
και το ’να στ’ άλλο λέει και καμαρώνει·
— Κύκνε μου μαύρε, πέτεσαι και τρίζουν
σα να ’ναι νυχτερίδας τα φτερά σου.
— Κάτασπρε κύκνε, πας κι αστραφταλίζουν
στην πάχνη τα φτερά και τα λαιμά σου·
σε χαίρομαι, λευκό πουλί· μα τώρα
πού πας, καλέ; για μίλα μου και στάσου.
— Δε βλέπεις αντικρύ; Γαλάζια χώρα
μ’ ακύμαντα νερά που αιώνιο δείλι
ματώνει, ακαρτερεί· κι ώρα την ώρα
ζυγιάζονται διπλοί ολοπόρφυροι ήλιοι
σε κύματα κι αιθέρα κι όλη φρίσσει
χρυσή των ουρανών στα βάθη η πύλη.
— Όνειρο λέω βαρύ σ’ έχει χτυπήσει,
καλέ, με τα φτερά τα πλανερά του.
Μια χώρα βλέπω μαύρη πὄχει κλείσει
βαρύ σκοτάδι ασήκωτου θανάτου·
γκρεμά και βουνά γύρω κρεμασμένα
και μαύρα νερά τρίσβαθα από κάτου.
— Πάλλευκοι κύκνοι εκεί τα αιματωμένα
νερά απ’ τ’ αψήλου πέφτοντας ξαφνιάζουν,
κι άλλοι μ’ ορθά φτερούγια ολαπλωμένα
τραβούν κατά τους ήλιους που ζυγιάζουν
τα πόρφυρα ζευγάρια κι αναμμένο
βαρύ χυμό από φλόγα κι αίμα στάζουν.
— Ω, μαύροι κύκνοι εκεί το ναρκωμένο
κορμί στα πηχτά νάματα σαλεύουν,
κι ανάρια εδώ κι εκεί το νυχτωμένο
νερό φολιδωτά ως γοργαναδεύουν
πλοκάμια που πηδούν και καμπυλώνουν
κι οκνά βουλιάζουν πάλι, τους παιδεύουν.
— Μα εσύ τί πας στη χώρ’ αυτή που ζώνουν
βουνά και γκρεμοί γύρω κρεμασμένοι;
Μαζί μου έλα στη χώρα που αιματώνουν
ζευγάρια πόρφυροι ήλιοι και προσμένει.
— Πηγαίνω όπου με πας κι όλο πηγαίνω
κατά τη μαύρη γη τη νυχτωμένη...
— Κακόνειρο σε κρούει καρδιωμένο,
καλέ μαύρε μου κύκνε· έλα μαζί μου...
— Σταμάτα, ω, γύρν’ αλλού το μεθυσμένο
φτερούγισμά σου, κύκνε, άσπρο κορμί μου,
και μη με πας στα τρίσβαθα εκεί κάτου
νερά που η νύχτα πήζει ολάντικρύ μου...

Ξυπνάει, ξυπνάει ο κύκνος κι η καρδιά του
γοργά του κρούει τα στήθη τρομαγμένα·
βαραίνει η καταχνιά στα βλέφαρά του
και τα φτερά του κρέμονται λυμένα·
γέρνει ο λαιμός βαρύς κι αργοπερνάνε
σκιανά πουλιά, φτερούγια ολαπλωμένα
στον πράο θολόν αγέρα, ενώ ανεβαίνει
βαρύς λυγμός και στέκει στο λαιμό του
και κόμπο στην ψυχή τού διπλοδένει.
Να τραγουδήσει θέλει, τον καημό του
να πει στο μέγα θάμα ολόγυρά του
που τρέμει κι ωχροσβήνει ως όνειρό του,
μα η γλώσσα του έχει δέσει και βαθειά του
φωτιά τού καίει τα σπλάχνα· ορθά τινάζει,
χτυπάει τα μεγαλόχαρα φτερά του,
κατάμεσα ουρανού και γης σπαράζει
καθώς γοργά περνάει μες στην καρδιά του
γοργό περνάει σπαθί και του τη σφάζει,
πετάει, πετάει στο μέγα φως που φρίσσει
με πόρφυρα φτερά απ’ τα γαίματά του,
και πάει κατά τη χώρα πὄχει κλείσει
βαθύ σκοτάδι ασήκωτου θανάτου·
γκρεμά και βουνά γύρω κρεμασμένα
και μαύρα νερά τρίσβαθα από κάτου.

Παναγής Λεκατσάς. 1939. "Ιφιγένεια η Ορχουμένη" (Απόσπασμα). Νέα Εστία 311 (1 Δεκεμβρίου 1939): 1585-1587.