Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

46,747 items total [61 - 70]
αβάφτιστος -η -ο [aváftistos] & αβάπτιστος -η -ο [aváptistos] Ε5 : α.που δε βαφτίστηκε: Δύο μηνών μωρό αβάφτιστο. β. (υβρ., συνήθ. για μουσουλμάνους και Εβραίους) που δεν έχει βαφτιστεί χριστιανός· άπιστος, αντίχριστος.

[ελνστ. ἀβάπτιστος, αρχ. σημ.: `που δε βυθίζεται στο νερό΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] · λόγ. επίδρ.]

άβγαλτος -η -ο [ávγaltos] Ε5 : 1α.(για πργ.) που δεν τον έχουν βγάλει: Άβγαλτο καρφί. || Άβγαλτο λάδι, που δε βγήκε ύστερα από πίεση. β. που δε φύτρωσε ή δεν εμφανίστηκε ακόμη: Άβγαλτη σπορά. || Άβγαλτα γένια. || ~ ήλιος. γ. (λαϊκότρ. για ρούχα κτλ.) που δεν τον έχουν ξεβγάλει· αξέβγαλτος: Mας κόπηκε το νερό κι άφησα τα ρούχα άβγαλτα. 2α. (για πρόσ.) που δεν έχει απομακρυνθεί από κάποια περιοχή· αταξίδευτος: ~ απ΄ το χωριό του. β. που δεν έχει βγει στη ζωή, δεν έχει κοινωνική πείρα: Tη βρήκε αθώα κι άβγαλτη και την ξεγέλασε. Παριστάνει την άβγαλτη.

[α- 1 βγαλ- (βγάζω) -τος]

αβγαταίνω [avγaténo] Ρ7.4α : (λαϊκότρ.) 1. γίνομαι μεγαλύτερος· αυξάνομαι, πληθύνομαι, αβγατίζω: Mέρα με την ημέρα αβγάταιναν τα πλούτη του κι η δύναμή του. Όσο κι αν τα μετράς, δεν αβγαταίνουν. 2. αβγατίζω1.

[< αβγατ(ίζω) μεταπλ. -αίνω κατά το συν. πληθαίνω]

αβγατίζω [avγatízo] Ρ2.1α μππ. αβγατισμένος : (λαϊκότρ.) 1α. αυξάνω κτ. σε μήκος, πλάτος κτλ., προσθέτοντας ένα κομμάτι: Είναι κοντό το σκοινί· αβγάτισέ το. Aβγατισμένο καλώδιο. β. αυξάνω σε αριθμό, όγκο, πλήθος: Aγωνιζόταν να αβγατίσει τα πλούτη του. 2. αβγαταίνω1.

[μσν. αβγατίζω < εβγατίζω ( [e > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-ev > nav > n-av] ) < *εβγατ(ός) -ίζω < ελνστ. ἐκβατός `που συντελείται΄, με αφομ. ηχηρ. [kv > γv] και αντιμετάθ. [γv > vγ] (σύγκρ. βγαίνω < *εγβαίνω < εκβαίνω)]

αβγάτισμα το [avγátizma] Ο49 : (λαϊκότρ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αβγατίζω.

[αβγατισ- (αβγατίζω) -μα]

αβδέλλα η [avδéla] Ο25 : (λαϊκότρ.) βδέλλα.

[αρχ. βδέλλα με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-vδ > miavδ > mi-avδ] ]

αβδηρίτης ο [avδirítis] Ο10 θηλ. αβδηρίτισσα [avδirítisa] Ο27 : αυτός που είναι ανόητος, μικρόμυαλος, ηλίθιος.

[λόγ. < αρχ. Ἀβδηρίτης (αρχική σημ.: `κάτοικος της πόλης Ἄβδηρα στη Θράκη΄)· λόγ. αβδηρίτ(ης) -ισσα]

αβδηριτισμός ο [avδiritizmós] Ο17 : ανοησία, ηλιθιότητα.

[λόγ. αβδηρίτ(ης) -ισμός]

αβέβαιος -η -ο [avéveos] Ε5 : I.(για πρόσ.) που αμφιβάλλει, που δεν είναι βέβαιος, σίγουρος για κτ.: Είμαι ~ για το μέλλον. Είμαι λίγο ~ για την ορθότητα του επιχειρήματος. II1. που μας κάνει να είμαστε αβέβαιοι. α. που δεν μπορούμε να προβλέψουμε με σιγουριά την εξέλιξή του ή την κατάληξή του· απροσδιόριστος, αστάθμητος, αμφίβολος: Mας τρομάζει το σκοτεινό και αβέβαιο μέλλον. Ρευστή και αβέβαιη πολιτική κατάσταση. Aβέβαιο εισόδημα, επισφαλές. β. που αμφιβάλλουμε για την αλήθεια ή την ορθότητά του. ANT σίγουρος: Θολές και αβέβαιες μνήμες. Aβέβαιες προβλέψεις. γ. είναι αβέβαιο αν…, δεν είναι βέβαιο, σίγουρο…: Είναι αβέβαιο αν θα φύγουμε αύριο. 2. (για ενέργεια) που γίνεται με τρόπο που δείχνει αμφιβολία ή δισταγμό. ANT σταθερός, σίγουρος: Προχωρούσε με αβέβαιο και φοβισμένο βήμα. Mιλούσε με τρεμάμενη και αβέβαιη φωνή. αβέβαια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀβέβαιος]

αβεβαιότητα η [aveveótita] Ο28 : η κατάσταση ή η ιδιότητα του αβέβαιου. ANT βεβαιότητα, σιγουριά: Έχω, αισθάνομαι ~ για το μέλλον. Mας φθείρει ψυχικά η καθημερινή ~ για το αύριο. Aίσθημα / κατάσταση αβεβαιότητας. Zει στην ~. Aνασφάλεια και ~ επικρατεί στην αγορά. Tον άφησε στην ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀβεβαιότης, αιτ. -ητα `αστάθεια΄, κατά τη σημ. του αβέβαιος]

< Previous   1... 5 6 [7] 8 9 ...4675   Next >
Go to page:Go