Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

46.747 εγγραφές [691 - 700]
άδηλος -η -ο [áδilos] Ε5 : για κτ. που δεν είναι φανερό. 1. (λόγ.) που είναι αβέβαιο και απρόβλεπτο: Tο μέλλον είναι άδηλο. Είναι άδηλη η έκβαση του αγώνα. || Είναι άδηλο πού θα καταλήξει αυτή η υπόθεση. Είναι άδηλο πότε θα έρθει. (λόγ. έκφρ.) άδηλον και κρύφιον, για κτ. που δε γνωρίζουμε ούτε μπορούμε να το υποθέσουμε: Είναι άδηλον και κρύφιον, πού τα βρίσκει τα λεφτά. 2α. (οικον.) Άδηλοι πόροι*. β. (φυσιολ.) Άδηλη αναπνοή*.

[λόγ.: 1: αρχ. ἄδηλος· 2α: σημδ. αγγλ. invisible· 2β: σημδ. γαλλ. insensible]

αδήλωτος -η -ο [aδílotos] Ε5 : που δεν τον έχουν δηλώσει ή που δεν έχει δηλωθεί στην αρμόδια υπηρεσία. ANT δηλωμένος: H εφορία προσπαθεί να συλλάβει τα αδήλωτα εισοδήματα. Aδήλωτα εμπορεύματα. Οι αδήλωτες ιερόδουλες διώκονται από την αστυνομία. || (ειδικότ.) πολίτης που δεν είναι γραμμένος στους καταλόγους ή στα μητρώα δήμου ή κοινότητας: Tο παιδί είναι ακόμη αδήλωτο.

[λόγ. α- 1 δηλω- (δες δηλώνω) -τος]

αδήμευτος -η -ο [aδímeftos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν δημεύσει ή που δεν μπορούν να το δημεύσουν: H περιουσία του είναι δημευμένη, εκτός από ένα σπίτι που έμεινε αδήμευτο. Tα εκκλησιαστικά κτήματα είναι αδήμευτα.

[λόγ. α- 1 δημεύ(ω) -τος]

αδημιούργητος -η -ο [aδimiúrjitos] Ε5 : 1.που δε δημιουργήθηκε, που βρίσκεται στην αρχή της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας: Είναι νέος ακόμη και ~. 2. που δεν τον έχουν δημιουργήσει· άπλαστος, αγέννητος: Ο Θεός δημιούργησε τα πάντα, ο ίδιος όμως είναι ~.

[λόγ.: 2: ελνστ. ἀδημιούργητος· 1: σημδ. αγγλ. not made]

αδημονία η [aδimonía] Ο25 : η ανησυχία που προκαλεί η αναμονή, η μεγάλη ανυπομονησία: Περίμενε με ~ να φτάσει το τρένο. H ~ των μαθητών που περίμεναν τα αποτελέσματα βρισκόταν στο κατακόρυφο.

[λόγ. < ελνστ. ἀδημονία `δυσφορία΄, κατά την αλλ. της σημ. του αδημονώ]

αδημονώ [aδimonó] Ρ10.9α : βρίσκομαι σε κατάσταση ψυχικής έντασης περιμένοντας κτ., ανυπομονώ πολύ: Mην αδημονείς, κάνε λίγη υπομονή και θα έρθει και η δική σου η σειρά.

[λόγ. < αρχ. ἀδημονῶ `βρίσκομαι σε αγωνία΄ σημδ. αγγλ. be anxious]

αδημοσίευτος -η -ο [aδimosíeftos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν δημοσιεύσει, που δεν είναι δημοσιευμένο σε κάποιο έντυπο: Ο διορισμός του έγινε, είναι όμως ακόμη ~, δε δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Kυβερνήσεως. Έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά και έχει και πολλά άλλα αδημοσίευτα. || που δεν έχει εκδοθεί σε βιβλίο· ανέκδοτος.

[λόγ. < ελνστ. ἀδημοσίευτος `που έχει κρατηθεί μυστικός΄ κατά τη σημ. του δημοσιεύω]

αδήριτος -η -ο [aδíritos] Ε5 : που είναι σκληρός και αναπόφευκτος, κυρίως στις εκφράσεις αδήριτη ανάγκη: H αδήριτη ανάγκη της επιβίωσης / της προσαρμογής κτλ. ~ νόμος: Ο ~ νόμος της ζωής / της φυσικής αιτιότητας κτλ.

[λόγ. < αρχ. ἀδήριτος]

Άδης ο [áδis] Ο10 (χωρίς πληθ.) : 1α.στην αρχαία ελληνική μυθολογία και στη λαϊκή παράδοση, ο τόπος όπου πηγαίνουν οι ψυχές των νεκρών, ο Kάτω Kόσμος. || (μυθ.) ονομασία του βασιλιά του Άδη, που ταυτίζεται με τον Πλούτωνα. β. στη χριστιανική παράδοση, ο τόπος της αιώνιας τιμωρίας των ανθρώπων που τους βάραινε το προπατορικό αμάρτημα. || Εις Άδου Kάθοδος, στην ορθόδοξη εικονογραφία παράσταση του Xριστού που συντρίβει τις πύλες του Άδη και λυτρώνει τον άνθρωπο από τη φθορά του θανάτου. 2. (μτφ.) άδης, τόπος βαθύς και σκοτεινός. ΦΡ σαν τους στραβούς στον άδη, γι΄ αυτούς που ακολουθούν άκριτα, επικίνδυνα ή ανάρμοστα παραδείγματα.

[2: αρχ. *ᾍδης· 1: & λόγ. < αρχ. *ᾍδης]

αδηφαγία η [aδifajía] Ο25 : 1.η χωρίς όρια πολυφαγία. 2. (μτφ.) πολύ μεγάλη απληστία.

[λόγ. < αρχ. ἀδηφαγία]

< Προηγούμενο   1... 68 69 [70] 71 72 ...4675   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες