Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
228 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τοκετός ο [toketós] Ο17 : η διαδικασία με την οποία το βιώσιμο έμβρυο απομακρύνεται από το σώμα της μητέρας με τις εξωθήσεις της μήτρας· γέννα: Φυσιολογικός / πρόωρος / δύσκολος / εύκολος / ανώδυνος ~. Οι ωδίνες του τοκετού.
[λόγ. < αρχ. τοκετός]
- τοκίζω [tokízo] -ομαι Ρ2.1 : α. (παθ.) για χρηματικό ποσό στο οποίο προστίθεται τόκος: Tα χρήματά μου τοκίζονται με 11%. β. δανείζω χρήματα με τόκο: Zει τοκίζοντας τα χρήματά του. ~ με υψηλό / χαμηλό τόκο.
[αρχ. τοκίζω]
- τοκισμός ο [tokizmós] Ο17 : 1. υπολογισμός του τόκου: Προβλήματα τοκισμού, τόκου. 2. ο δανεισμός χρημάτων με τόκο.
[λόγ. < αρχ. τοκισμός `τοκογλυφία΄, κατά τη σημ. του τοκίζω]
- τοκιστής ο [tokistís] Ο7 : αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο. ΦΡ ~ και σουλατσαδόρος*.
[λόγ. < αρχ. τοκιστής `τοκογλύφος΄ κατά τη σημ. του τοκίζω]
- τοκογλυφία η [tokoγlifía] Ο25 : ο τοκισμός χρημάτων με επιτόκιο ανώτερο από το νόμιμο και συνήθ. υπερβολικό: H ~ διώκεται ποινικά.
[λόγ. τοκογλύφ(ος) -ία]
- τοκογλυφικός -ή -ό [tokoγlifikós] Ε1 : για κτ. που έχει σχέση με την τοκογλυφία, που το χαρακτηρίζει η τοκογλυφία: Tοκογλυφικά επιτόκια.
[λόγ. τοκογλυφ(ία) -ικός]
- τοκογλύφος ο [tokoγlífos] Ο18 θηλ. τοκογλύφος [tokoγlífos] Ο35 : αυτός που τοκίζει με υπερβολικό τόκο.
[λόγ. < ελνστ. τοκογλύφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- τοκολόγιο το [tokolójio] Ο40 : (οικον.) πίνακας που δείχνει τον τόκο που αντιστοιχεί σε ένα κεφάλαιο, σε συνδυασμό με το χρόνο και με το επιτόκιο.
[λόγ. τόκ(ος) -ο- + -λόγιον]
- τοκομερίδιο το [tokomeríδio] Ο40 : έντυπη απόδειξη προσαρτημένη σε ομολογία, με την οποία ο δικαιούχος εισπράττει τον τόκο που αντιστοιχεί σε μια ορισμένη χρονική περίοδο.
[λόγ. τόκ(ος) -ο- + μερίδιον]
- τόκος ο [tókos] Ο18 : η αποζημίωση σε χρήμα την οποία είναι υποχρεωμένος να δώσει ο οφειλέτης στο δανειστή για το δάνειο που πήρε: Nόμιμος / τραπεζικός / εμπορικός / σύνθετος / προεξοφλητικός ~. ~ υπερημερίας. Mε τους τόκους το κεφάλαιο διπλασιάστηκε σε πέντε χρόνια. Προβλήματα τόκου, για να υπολογίσουμε τον τόκο που αντιστοιχεί σε ένα κεφάλαιο. || επιτόκιο: Δανείστηκε με τόκο 10%.
[αρχ. τόκος (αρχική σημ.: `γέννα΄)]