Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο30 (νίκη, νίκης, νίκες)
429 εγγραφές [191 - 200]
κρύπτη η [krípti] Ο30 : I1. χώρος μυστικός, έντεχνα καλυμμένος, στον οποίο μπορεί κανείς να κρύψει κτ. ή να κρυφτεί ο ίδιος. 2α. υπόγεια θολωτή συνήθ. κατασκευή η οποία, κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, χρησίμευε ως τόπος λατρείας, ως κρυσφήγετο κατά τους διωγμούς, ως τάφος μαρτύρων, επισκόπων κτλ. β. είδος χτιστού τάφου, με μορφή θήκης, συνήθ. μέσα σε μεγάλους οικογενειακούς τάφους. II. (ανατ., συνήθ. πληθ.) αβαθές κόλπωμα σε ένα επιθήλιο: Οι κρύπτες των αμυγδαλών.

[λόγ. < ελνστ. κρύπτη (αρχ. κρυπτή)]

κυνάγχη η [kináni] Ο30 : (ιατρ.) φλεγμονή του φάρυγγα που συνοδεύεται από δυσχέρεια στην αναπνοή και στην κατάποση.

[λόγ. < αρχ. κυνάγχη]

κυτοβλάστη η [kitovlásti] Ο30 : (βιολ.) η κυτταροβλάστη.

[λόγ. < γερμ. Zytoblast < Zyto- = κυτο- + -blast < νλατ. blast(us) < αρχ. βλαστ(ός) -η]

κυτταρίνη η [kitaríni] Ο30 : (βιολ.) είδος υδατάνθρακα ο οποίος είναι το βασικό συστατικό των κυτταρικών τοιχωμάτων των φυτών και ο οποίος αποτελεί την πιο διαδεδομένη οργανική ένωση στη φύση.

[λόγ. κύτταρ(ον) -ίνη απόδ. γαλλ. cellulose]

κυτταροβλάστη η [kitarovlásti] Ο30 : (βιολ.) ο πυρήνας του κυττάρου.

[λόγ. κυτταρο- + αρχ. βλαστ(ός) -η μτφρδ. γερμ. Zytoblast (Zyto- < αρχ. κύτο(ς) + -blast < αρχ. βλαστός)]

κυψέλη η [kipséli] Ο30 : 1. τεχνητή κατοικία σμήνους μελισσών που αποτελείται από πολλές μικρές πολυγωνικές κοιλότητες. || το σύνολο των μελισσών που κατοικούν σε μια κυψέλη. 2. (μτφ.) για τόπο όπου πολλοί άνθρωποι μαζί εργάζονται εντατικά και οργανωμένα.

[λόγ.: 1: αρχ. κυψέλη· 2: σημδ. γαλλ. cellule]

κωδεΐνη η [koδeíni] Ο30 : αλκαλοειδές παράγωγο του οπίου, το οποίο χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική ως καταπραϋντικό για το βήχα ή ως ελαφρό αναλγητικό.

[λόγ. < γαλλ. codéine < αρχ. κώδε(ια) `κεφάλι παπαρούνας΄ -ine = -ίνη]

κώμη η [kómi] Ο30 : α. κωμόπολη. β. χωριό με ανεπτυγμένη πολιτιστική και οικονομική ζωή.

[λόγ. < αρχ. κώμη `ατείχιστο χωριό΄]

λανολίνη η [lanolíni] Ο30 : (χημ.) λιπαρή ουσία που παράγεται από ακατέργαστο μαλλί προβάτων και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική.

[λόγ. < γαλλ. lanoline (-ine = -ίνη)]

λάση η [lási] Ο30 (χωρίς πληθ.) : ονομασία του σκυλιού κόλεϊ.

[αγγλ. lassie `κοπελιά΄ από όν. σκύλου στο κινηματογραφικό έργο Lassie come home]

< Προηγούμενο   1... 18 19 [20] 21 22 ...43   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες