Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψες
2 εγγραφές [1 - 2]
ψες [psés] & εψές [epsés] & (σπανιότ.) ψε [psé] επίρρ. χρον. : (λαϊκότρ.) κατά το προηγούμενο από το σημερινό βράδυ, χθες το βράδυ: Εψές, σαν όλα τα βραδάκια… || κατά την προηγούμενη από τη σημερινή μέρα· χθες.

[αρχ. ὀψέ `αργά το βράδυ΄ > οψές > ψες κατά το χθες, χτες· οψές > εψές με υποχωρ. αφομ. [o-e > e-e] · αποβ. του τελικού [s] κατά τα πότε, κάποτε]

ψεσινός -ή -ό [psesinós] Ε1 : (λαϊκότρ.) που έγινε κατά το προηγούμενο από το σημερινό βράδυ· χθεσινοβραδινός. || που έγινε κατά την προηγούμενη από τη σημερινή μέρα· χθεσινός.

[ψες -ινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες