Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγχυση
2 εγγραφές [1 - 2]
σύγχυση 1 η [sínxisi] Ο33 : α.η κατάσταση που δημιουργείται από την ασάφεια, την αντιφατικότητα ή την έλλειψη τάξης: Yπάρχει μια ~ σχετι κά με τις αρμοδιότητες της κάθε υπηρεσίας. Ο λαβύρινθος των νόμων και των διατάξεων προκαλεί συχνά ~ στον πολίτη. Mέσα στη ~ που ακολούθησε τα γεγονότα του 1922 στη Σμύρνη, πολλοί έχασαν τις οικογένειές τους. Mην κάνεις ~ της ελευθερίας και της ασυδοσίας, μη συγχέεις. β. (επιστ.) β1. (ψυχιατρ.) διανοητική ~, διαταραχή της συνειδήσεως, έλλειψη πνευματικής διαύγειας. β2. (νομ.) μέτρια / πλήρης ~, εξαιτίας της οποίας επιβάλλεται στο δράστη μικρότερη ποινή ή δεν του καταλογίζεται ευθύνη. (λόγ. έκφρ.) (πλήρης) ~ φρενών*.

[λόγ.: α: αρχ. σύγχυ(σις) -ση (< συγχέω)· β: σημδ. γαλλ. confusion]

σύγχυση 2 η : ταραχή που προέρχεται από θυμό, εκνευρισμό ή από αγωνία, στενοχώρια: Πήρα μια ~ σήμερα, που τρέμω ακόμη. Mέσα στη σύγχυ σή της δεν ήξερε τι έλεγε.

[λόγ. < σύγχυ(σις) 1 -ση σημδ. ιταλ. turba mento]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες