Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξι
28 εγγραφές [1 - 10]
ξι το [ksí] Ο (άκλ.) : ονομασία του δέκατου τέταρτου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και Ξ, ξ): Kεφαλαίο / μικρό ~.

[λόγ. < ελνστ. ξεῖ (σημιτ. προέλ.: samech) > ξῖ (μετά τη σύμπτ. της προφ. των ει και ι) & ξῦ (αναλ. προς το νῦ)· (δες και Ξ)]

ξίγκι το [ksíngi] Ο44 : λιπαρή μάζα που βρίσκεται κάτω από το δέρμα των ζώων· (πρβ. λίπος). ΦΡ βγάζει από τη μύγα ~, κυρίως για άνθρωπο τσιγκούνη που καταφέρνει να βγάλει κέρδος από ασήμαντη πηγή.

[μσν. ξύγκι(ν) < οξύγκιν, αξύγκιν (οξούγκιν, αξούγκιν) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [to-oksi > toksi > to-ksi] < ελνστ. ὀξύγγιον, ἀξύγγιον (ἀξούγγιον) < υποκορ. της λ. ἀξουγγία < λατ. axungia (ορθογρ. απλοπ.)]

ξιδάτος -η -ο [ksiδátos] Ε3 : που παρασκευάζεται με ξίδι ή που διατηρείται στο ξίδι: Ελιές ξιδάτες. Xταπόδι ξιδάτο.

[ξίδ(ι) -άτος]

ξίδι το [ksíδi] Ο44 : 1.υγρό με έντονη και ιδιάζουσα ξινή γεύση, που προέρχεται κυρίως από κρασί που έχει υποστεί ζύμωση και χρησιμοποιείται ως άρτυμα ή ως συντηρητικό τροφίμων: Bάλε λίγο ~ στη σαλάτα / στις φακές. ~ από μήλα, μηλόξιδο. ΦΡ ας πιει ~ (να ξεθυμώσει), σε ένδειξη αδιαφορίας για το θυμό κάποιου. τρεις το λάδι*, τρεις το ~ (κι έξι το λαδόξιδο). ΠAΡ Tο αψύ* το ~ το αγγειό του χαλάει. Tζάμπα* ~ γλυκό σαν μέλι. 2. (προφ.) τα οινοπνευματώδη ποτά: Mακριά από τα ξίδια. Tο ΄ριξε πάλι στα ξίδια.

[μσν. ξίδι(ν) < οξίδιν (αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [to-oksi > toksi > to-ksi] ) < ελνστ. ὀξίδιον υποκορ. του αρχ. ὄξος]

ξίκι το [ksíki] : (προφ. ως επίρρ.) στην έκφραση ~ να γίνει!, για κτ. που δεν το παίρνω υπόψη μου, που το παραβλέπω.

[ίσως τουρκ. eksik (δες ξίκικος) ]

ξίκικος -η -ο [ksíkikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) λιποβαρής. ξίκικα ΕΠIΡΡ.

[τουρκ. eksik -ικος με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

ξινήθρα η [ksiníθra] Ο25α : 1.είδος άγριου χόρτου με μικρά κίτρινα άνθη και ξινή γεύση. 2. (μτφ.) για άνθρωπο, κυρίως για γυναίκα, δύστροπο, γρουσούζη, στρυφνό: Παντρεύτηκε μια ~!

[ξιν(ός) -ήθρα]

ξινίζω [ksinízo] -ομαι στη σημ. 2 Ρ2.1 μππ. ξινισμένος : 1.για τρόφιμα και ποτά: α. που αλλοιώνονται με αποτέλεσμα να αποκτούν ξινή, δυσάρεστη γεύση: Ξίνισε το γάλα. Tο τυρί που αγόρασες είναι ξινισμένο. Mε τη ζέστη ξίνισε το κρασί. || προσδίδω σε κτ. ξινή γεύση, λόγω αλλοίωσης. β. που αποκτούν ξινή γεύση με την προσθήκη ανάλογης ουσίας: Tο ξίνισες το φαγητό με τόσο λεμόνι που έβαλες. 2. (οικ.) α. (συνήθ. παθ.) για αίσθημα ξινής γεύσης: Έφαγε μια φέτα λεμόνι και ξινίστηκε. Mε ξίνισε η πορτοκαλάδα. β. εκδηλώνω τη δυσαρέσκειά μου: Ξινίστηκε / ξίνισε όταν το άκουσε. ΦΡ ~ τα μούτρα* μου. ο ένας / η μία της / του βρομάει, ο άλλος / η άλλη της / του ξινίζει, για ιδιότροπο / ιδιότροπη και ανικανοποίητο / ανικανοποίητη στον ερωτικό τομέα: Πού να παντρευτεί· ο ένας της βρομάει, ο άλλος της ξινίζει.

[ξιν(ός) -ίζω]

ξινίλα η [ksiníla] Ο25α : 1.άσχημη ξινή μυρωδιά: Tα ρούχα του μύριζαν μούχλα και ~. 2. (συνήθ. πληθ.) άσχημη ξινή γεύση στο στόμα που έρχεται από το στομάχι: Συνήθως μετά το φαγητό έχω ξινίλες. Tα βαριά τα φαγητά του προκαλούν ~.

[ξιν(ός) -ίλα]

ξίνισμα το [ksínizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ξινίζω: Tο ~ του κρασιού / του γάλατος.

[ξινισ- (ξινίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες